Friday, March 15, 2024

ΟΙ ΚΑΠΕΤΑΝΑΡΑΙΟΙ ΤΗΣ ΒΕΡΟΙΑΣ

 


Γράφει ο Χρήστος Ζάλιος

Εκπαιδευτικός/συγγραφέας


Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "ΝΙΑΟΥΣΤΑ", 

Αρ. τεύχους 146, Ιανουάριος-Μάρτιος 2014 


Το έθιμο

Οι Καπεταναραίοι είναι παλαιό αποκριάτικο έθιμο της Βέροιας. Είναι ένα χορευτικό - θεατρικό δρώμενο, με ρίζες που δύσκολα ανιχνεύονται, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα από τα έθιμά μας. Σίγουρα όμως οι ρίζες αυτές είναι κοινές με άλλα έθιμα της περιοχής όπως οι Μπούλες και τα Ρουγκάτσια.


Οι Καπεταναραίοι είναι έθιμο που τελούνταν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας αλλά και στα χρόνια του μεσοπολέμου από Βεροιωτάδες και από Βλάχους της Βέροιας και των γύρω ορεινών χωριών (Σέλι, Ξηρολίβαδο, Σκυλίτσι). Μετά τον πόλεμο του 1940 δυστυχώς ατόνησε και σιγά-σιγά χάθηκε.

Το έθιμο ετελείτο την περίοδο της Αποκριάς. Η δράση του ήταν κυρίως χορευτική, εμπεριείχε όμως και θεατρικά στοιχεία. Η ονομασία του εθίμου παραπέμπει στους Καπετάνιους των κλεφτών και αρματολών. Η ενδυμασία είναι η κλεφταρματολίτικη φορεσιά των Καπεταναίων, όπως την περιγράφει ο Κων/νος Ζήσιος στο βιβλίο του «Νικοτσάρας», το 1889.


Ο Βεροιώτης Στέφανος Ζάχος[2], στο βιβλίο του Αναμνήσεις ενός Βεροιώτη, μας περιγράφει τις Αποκριές στη Βέροια κατά την περίοδο προ της απελευθέρωσης.


«Η Βέροιά μας δεν ήταν μόνο θεατρόφιλη και μουσικόφιλη, αλλά ήταν και καρναβαλόφιλη. Και επί τουρκοκρατίας το καρναβάλι ήταν πάντα στην πρώτη γραμμή. Γραικοί και Βλάχοι ντυμένοι Καπεταναίοι ασημοστολισμένοι, βοσκοπούλες με τις χρυσοκέντητες φορεσιές και τα φλωριά στο λαιμό, με εγχώρια όργανα γύριζαν στους δρόμους και ασταμάτητα χοροπηδούσαν δίδοντας χαρά και κέφι σ’ όλη την πόλη».


Η συγκρότη­ση του μπουλουκιού, προϋποθέτει την αποδοχή και τήρηση ορισμένων κανόνων τέλεσης του εθίμου για συμμετοχή σ' αυτό.

·                     Η σύνθεση του μπουλουκιού. (Καπεταναραίοι, Βοσκοπούλες, Μάγκες)

·Το φύλο των τελεστών είναι μόνο νέοι άνδρες

 Η ένδυση, η μεταμφίεση και η συμπεριφορά των τελεστών διέπονται από πατροπαράδοτους κανόνες.

 Τα μουσικά όργανα και οι χοροί


Η Αμφίεση

Τα ρούχα πού αποτελούσαν το ντύσιμο του Καπετάνιου είναι:


*Τα τσαρούχια, που ήταν κόκκινα με μαύρη φούντα.

*Τα σκουφούνια, (κάλτσες) που γίνονταν από τις νοι­κοκυρές με κάτασπρο μαλλί.

*Το μπινιβρέκι, μακρύ ανδρικό εσώρουχο μέχρι τον αστράγαλο που δένει με υφασμάτινο κορδόνι.

*Οι μπέτσφες, άσπρες κάλτσες που φτάνουν από το μηρό μέχρι τον αστράγαλο και φοριούνται πάνω από το μπινιβρέκι.

*Οι βουδέτες, μαύρες υφασμάτινες ταινίες που συγκρα­τούν τις κάλτσες (με φούντα στην άκρη τους) και δένονται κάτω από το γόνατο στις μπέτσφες.

*Η κοντέλα (Καμάσια), πουκάμισο με πολύ φαρδιά μανίκια. Μέσα από την κοντέλα φορούσανε μάλλινη άσπρη φανέλα.


https://zaliosparadosi.blogspot.com/2014/04/blog-post.html?m=1


το βίντεο έχει δημοσιευθεί πριν 12 έτη !

https://youtu.be/mhl_3EMggD0?si=CiHyItL0bdYIPs9u

Γενίτσαροι και Μπούλες


 Γενίτσαροι και Μπούλες, αποκριάτικο έθιμο της Νάουσας Ημαθίας!

Το έθιμο Γενίτσαροι και Μπούλες (συναντάται και ως "Γιανίτσαροι και Μπούλες", σε πιο βαριά Ναουσαίικα) είναι ένα παραδοσιακό δρώμενο στη Νάουσα την περίοδο της αποκριάς.

 Ο χαρακτηριστικός ήχος του ζουρνά και το νταούλι, τους συνοδεύει σε κάθε τους βήμα, καθώς χορεύουν στους δρόμους της Νάουσας κατά ομάδες (μπουλούκια). 

Το πρόγραμμά τους την Κυριακή της Αποκριάς, έχει συνήθως κάπως έτσι:

Το πρωί γίνεται το ντύσιμο του Γενίτσαρου και το μάζεμα του μπουλουκιού.

 Αναβιώνει κάθε χρόνο στη Νάουσα την περίοδο της Αποκριάς και έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα και, πιο συγκεκριμένα, στη λατρεία του θεού Διονύσου.


Την πρώτη μαρτυρία για το δρώμενο έχουμε το 1706, αντί μνημοσύνου για το παιδομάζωμα της προηγούμενης χρονιάς από τους Οθωμανούς. Οι Ναουσαίοι αρνήθηκαν το παιδομάζωμα και σκότωσαν τον απεσταλμένο του σουλτάνου. 

Πολλοί Ναουσαίοι αναγκάστηκαν να βγουν κλέφτες στο βουνό, με αποτέλεσμα την εξολόθρευσή τους από τους Τούρκους. Ήταν τότε μέρες Αποκριάς.


Τον επόμενο χρόνο, το 1706, αντί μνημοσύνου, οι νέοι της Νάουσας ντύθηκαν την αρματολίτικη στολή και φορώντας τον «πρόσωπο» για να μην τους αναγνωρίσουν οι Τούρκοι, και με τα ασημικά ραμμένα στο στήθος να τους προστατεύουν δημιουργώντας έναν τέλειο θώρακα, γύριζαν στην πόλη αναπαριστώντας το ιστορικό αυτό γεγονός.


Τη μεγαλύτερη ακμή του γνώρισε στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα και φθάνει αναλλοίωτο μέχρι τις μέρες μας. Το έθιμο χαρακτηρίζει η πειθαρχημένη, τυποποιημένη και εξαιρετικής αισθητικής εμφάνιση των συμμετεχόντων. Το ντύσιμο, το μάζεμα, το προσκύνημα, το δρομολόγιο, η μουσική, οι χοροί, τα όργανα, εντάσσονται σε μία ιεροτελεστία που κρατά αυστηρά τους ίδιους κανόνες εδώ και αιώνες.


Παίρνουν μέρος μόνο νεαροί άνδρες, ανύπαντροι τα παλαιότερα χρόνια.

Ο Γενίτσαρος (Γιανίτσαρος) είναι ο πρωταγωνιστής. Περήφανος φουστανελοφόρος, με τα πολλά ασημικά στο στήθος και στη φουστανέλα, τη μακριά πάλα (σπαθί) και τον κέρινο «πρόσωπο». Η Μπούλα είναι κι αυτή άνδρας που υποδύεται τη γυναίκα χωρίς όμως να τη γελοιοποιεί, με φαρδιά φουστάνια και κέρινο «πρόσωπο» στολισμένο με τούλια και λουλούδια. Παιδιά προπορεύονται του μπουλουκιού, ενώ στο τέλος της πομπής ακολουθεί η μουσική, ο ζουρνάς και το νταούλι.


Το έθιμο ξεκινάει την πρώτη Κυριακή της Αποκριάς όπου νωρίς το πρωί με τελετουργικό τρόπο αρχίζει το ντύσιμο. 

Από μακριά ακούγεται ο λυπητερός ήχος του ζουρνά και ο βαρύς χτύπος του νταουλιού που πλησιάζει στα σπίτια για να ξεκινήσει το μάζεμα πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι.


Όταν ο Γενίτσαρος (Γιανίτσαρος) είναι έτοιμος,

 θα τιναχτεί τρεις φορές στο παράθυρο του σπιτιού του και στη συνέχεια πηδά τρεις φορές στα δυο του πόδια. 

Είναι ο αποχαιρετισμός. 

Στην εξώπορτα θα κάνει τρεις φορές το σταυρό του και θα χαιρετίσει όλους όσοι ήρθαν να τον πάρουν.

 Πιασμένοι δυο-δυο θα πάνε να δουν τον επόμενο.

 Η Μπούλα θα φιλήσει το χέρι όλων των ανθρώπων του σπιτιού και στη συνέχεια όλου του μπουλουκιού. 

Είναι ιδιαίτερα συγκινητική η τελετή αποχαιρετισμού στο σπίτι και το καλωσόρισμα των μελών του μπουλουκιού.


Πριν το μεσημέρι, μαζεύονται στο δημαρχείο για να χορέψουν και να πάρουν την άδεια του δημάρχου για να χορέψουν στην πόλη

Συνεχίζουν με χορό στους δρόμους και

Το απόγευμα γίνεται το βγάλσιμο του προσώπου (μάσκας)

Η μάσκα (πρόσωπος) του Γενίτσαρου την περίοδο της αποκριάς στολίζει πολλά μπαλκόνια της Νάουσας. Χαρακτηριστικός είναι ο χαιρετισμός των Γενίτσαρων, ο οποίος σε αντίθεση με την συνηθισμένη χειραψία, κρατά σταθερό το χέρι και αναπηδά ολόκληρο το σώμα του..

Έχει καθιερωθεί τα άτομα με τις αντρικές στολές να αποκαλούνται Γενίτσαροι και το άτομο με την γυναικεία στολή να αποκαλείται Μπούλα. Όμως παρόλα αυτά υπάρχει και μία διαφορετική άποψη (με αρκετούς υποστηρικτές) γύρω από την ονομασία σύμφωνα με την οποία όλοι οι χορευτές ονομάζονται Μπούλες και η γυναικεία μορφή ανάμεσα τους είναι η Νύφη.

Μην πεις πώς γέρασες!



 Τι κι αν ο χρόνος γοργά κυλά 
 σαν το νερό στ' αυλάκι
ποτέ μην πεις πώς γέρασες 
δεν είσαι πια παιδάκι.

Με ένα καφέ, με ένα κρασί 
γελάς πάλι σαν παιδάκι 
 ξεχνάς μπόρες, συννεφιές 
πετάς σαν χελιδονάκι.

Στα νιάτα σου ξαναγυρνά 
θυμάσαι το σχολείο 
φιλιά, σφιχτές αγκαλιές
 και το σκασιαρχείο.

Τα μάτια σου λαμποκοπούν 
 τα σωθικά φλογίζουν
σαν Αγιοκερια της Λαμπρής 
αγάπη γύρω σκορπίζουν. 

Οι καρδιές όταν  αγαπάνε
κι όταν τις αγαπούνε
χαίρονται τη ζήση τους 
γεράματα ξεχνούνε!

Η αγάπη πάντα λαχταρά 
να μένει νέα αιώνια 
ρυτίδες δεν την σκιάζουνε
και στα μαλλιά τα χιόνια.

Για αυτό φίλε ψάξε να βρεις  
που βρίσκεται η χαρά σου 
όταν την βρεις, κράτα την
σφιχτά στην  αγκαλιά σου.

Ποτέ μην πεις πως γέρασες
 και δεν περνά η μπογιά σου
 εκεί που είσαι τώρα εσύ 
 θα' ρθουν και τα παιδιά σου! 

Όσα χρόνια σου απέμειναν 
κοίτα να τα γλεντήσεις   
στιγμές αγάπης, γαλήνης
και χαράς να  γεμίσεις! 


Γέλα Παλιάτσο!

 

Φτωχέ παλιάτσε ξακουστέ
με την φτωχή στολή σου 
τον κόσμο κάνεις να γελά 
με την γλυκιά μορφή σου.

Φοράς χρωματιστά μαλλιά 
να δώσεις μεγάλη φιέστα 
για να γελάσουν τα παιδιά
 μην σου ζητούν τα ρέστα.

Γέλα παλιάτσο φωνάζουν 
πρέπει να υπακούσεις  
όχι δεν έμαθες να λες
γιατί είσαι φτωχούλης.

Ολημερίς, ολονυχτίς πηδάς 
μες στης ζωής το πανηγύρι
δάκρυα κρύβεις, μα γελάς  
η μπογιά σου  σβήνει.

Το ρόλο σου παίζεις καλά,
και σε χειροκροτάνε 
της ψυχής σου δάκρυα 
 πότε δεν τα κοιτάνε!

Ώσπου μια νύχτα σκοτεινή
θα σε 'βρουν στα σοκάκια
χωρίς κανένα  δίπλα σου 
να σου κλείνει τα μάτια!

Έφυγες έρημος, φτωχός 
μια νύχτα δίχως άστρα 
μα είσαι τώρα γελαστός  
στ' ουρανού την στράτα!

Ένας παλιάτσος είμαι κι εγώ  
στης ζωής το πανηγύρι 
κλαίω, γελάω, τραγουδώ 
το δικό μου μετερίζι !

Ελένη Λούκαρη Καλαϊτσίδου