Friday, September 19, 2025

Σιωπή που έπλεκε Ιστορίες


 Σιωπή που Έπλεκε Ιστορίες

Στην καρδιά ενός δάσους υπήρχε ένα ξέφωτο όπου οι άνθρωποι δεν τολμούσαν να μιλούν. Όχι γιατί κάποιος το απαγόρευε, αλλά γιατί μόλις άνοιγαν το στόμα τους, οι ήχοι χάνονταν, σαν να τους ρουφούσε ο αέρας.

Μια μέρα, έφτασαν στο ξέφωτο τρεις ταξιδιώτες: η Έλενα, ο Μάνος και το μικρό τους αδελφάκι, ο Νίκος. Στην αρχή έμειναν άφωνοι, νιώθοντας αμήχανα. «Δεν θα καταλάβουμε τίποτα εδώ» ψιθύρισε η Έλενα. Ο Μάνος κοίταξε γύρω και είδε τα δέντρα να κουνιούνται σαν να χαιρετούσαν. Ο Νίκος, αντίθετα, άρχισε να παρατηρεί: τα πουλιά, τις σκιές των φύλλων στο χώμα, ακόμη και την ανάσα των άλλων.

Σιγά σιγά κατάλαβαν κάτι παράξενο: η σιωπή δεν ήταν άδεια. Αν άφηναν την προσοχή τους να ταξιδέψει, άκουγαν ιστορίες που μιλούσαν χωρίς λέξεις. Η αγάπη της Έλενας για τον αδελφό της φαινόταν στα βλέμματα, η ανησυχία του Μάνου για την ομάδα τους έβγαινε στις κινήσεις του, και ο Νίκος, με τα μικρά του χέρια, ζωγράφιζε σιωπηλά χαμόγελα στον αέρα.

Κάθισαν εκεί ώρες. Όταν ήρθε η ώρα να φύγουν, το παιδί έγραψε στο χώμα με ένα κλαδί: «Η σιωπή σας με έμαθε περισσότερα από χίλιες φωνές». Και όλοι χαμογέλασαν, γιατί κατάλαβαν πως η σιωπή δεν ήταν ποτέ κενό. Ήταν ένας τόπος όπου οι ψυχές μιλούσαν χωρίς ήχο, πιο δυνατά από ποτέ.

Δίδαγμα: Η σιωπή δεν είναι αδυναμία ή κενό. Αν την ακούμε προσεκτικά, μπορεί να μας διδάξει όσα οι λέξεις δεν μπορούν — να μας φέρει πιο κοντά στους άλλους, να μας κάνει να καταλάβουμε τον εαυτό μας και να εκτιμήσουμε τα συναισθήματα που κρύβονται πίσω από τις φωνές.

© Ελένη Λούκαρη-  Καλαϊτσίδου 

Ο Σπόρος της ελπίδας

 


Ο Σπόρος της ελπίδας 

Σε ένα μικρό χωριό που έζησε πολλά χρόνια σκληρής ξηρασίας, οι άνθρωποι είχαν σχεδόν ξεχάσει τι σημαίνει χαρά. Τα σπίτια ήταν φτωχά, τα πρόσωπα κουρασμένα, και τα παιδιά είχαν σταματήσει να παίζουν.

Μια μέρα, ένας ηλικιωμένος περιπλανώμενος έφτασε στο χωριό με μια μικρή σακούλα στο χέρι. Την άνοιξε μπροστά σε όλους και έβγαλε έναν μόνο σπόρο. «Αυτός είναι ο Σπόρος της Ελπίδας», είπε. «Φυτέψτε τον, φροντίστε τον, και δείτε τι θα γίνει».

Οι χωρικοί γελούσαν στην αρχή. «Ένας μόνο σπόρος; Τι θα αλλάξει;» αναρωτήθηκαν. Όμως ένα μικρό κορίτσι, η Μαρία, πήρε τον σπόρο και τον φύτεψε με προσοχή στο μικρό της κήπο. Κάθε μέρα τον πότιζε, μιλούσε στον σπόρο, του τραγουδούσε.

Μέρες πέρασαν και τίποτα δεν φαινόταν να μεγαλώνει. Ο κόσμος άρχισε να ξεχάσει τον σπόρο. Αλλά η Μαρία συνέχιζε, πιστεύοντας. Και τότε, ένα πρωί, ένα μικρό πράσινο φύλλο βγήκε από τη γη. Σιγά σιγά, το φυτό μεγάλωνε, και μαζί του μεγάλωνε και η διάθεση των ανθρώπων. Οι χωρικοί άρχισαν να φυτεύουν κι αυτοί, να περιποιούνται, να γελούν ξανά. Το χωριό άνθισε, όχι μόνο με φυτά, αλλά και με ελπίδα.

Δίδαγμα: Ένας μόνο σπόρος μπορεί να αλλάξει πολλά — όταν υπάρχει πίστη, φροντίδα και υπομονή. Η ελπίδα είναι σαν σπόρος: χρειάζεται να την ποτίζουμε για να ανθίσει, και όταν ανθίζει, μπορεί να μεταμορφώσει ολόκληρο τον κόσμο γύρω μας.

© Ελένη Λούκαρη - Καλαϊτσίδου 


Ο νεαρός αετός


Ο  Νεαρού Αετός

Σε μια κοιλάδα, περιτριγυρισμένη από ψηλά βουνά, ζούσε ένας νεαρός αετός. Από μικρός ένιωθε διαφορετικός∙ είχε τα πιο μεγάλα φτερά απ’ όλους, και πίστευε πως ήταν προορισμένος να πετάξει ψηλότερα από κάθε άλλον.

Μόλις μεγάλωσε λίγο, άρχισε να πετά πάνω από τα σύννεφα, κομπάζοντας για τη δύναμή του. Κανείς δεν μπορούσε να τον φτάσει. Τα άλλα πουλιά τον κοιτούσαν με θαυμασμό, μα κι εκείνος τους κοιτούσε με μια κρυφή περιφρόνηση.

Μια μέρα, καθώς πετούσε περήφανα πάνω από τα βουνά, σηκώθηκε δυνατός άνεμος. Ο αετός, βέβαιος για τη δύναμή του, δεν κούρνιασε σε βράχο ούτε κρύφτηκε σε σπηλιά. Αντίθετα, ύψωσε τα φτερά του και φώναξε:

— Εγώ είμαι γεννημένος για να νικήσω τις θύελλες!

Η καταιγίδα όμως τον τσάκισε. Τα φτερά του βάρυναν, κι έπεσε πληγωμένος σε μια χαράδρα. Εκεί, αδύναμος, αναγκάστηκε να μείνει στο έδαφος, δίπλα σε μικρά πουλιά που ποτέ δεν είχε προσέξει. Εκείνα, χωρίς να τον κοροϊδέψουν, του έφεραν σπόρους και νερό.

Ο νεαρός αετός έμεινε μέρες να γιατρεύεται, και μέσα του άρχισε να αλλάζει κάτι. Κατάλαβε πως η δύναμή του δεν σήμαινε τίποτα χωρίς ταπεινότητα και ευγνωμοσύνη.

Όταν ξαναπέταξε, δεν ένιωσε την ανάγκη να αποδείξει τίποτα. Πέταγε ψηλά, αλλά και χαμηλά, δίπλα στους άλλους. Κι η χαρά του δεν ήταν πια στο ύψος, αλλά στη συντροφιά.

---

Δίδαγμα:

Η ταπείνωση δεν μας μικραίνει∙ μας δίνει τη σοφία να χρησιμοποιούμε τη δύναμή μας με αγάπη και σεβασμό.

© Ελένη Λούκαρη - Καλαϊτσίδου