Saturday, December 13, 2025

Η σιωπή ως άλλοθι

Στην Πόλη των Θεσμών υπήρχε ένα επιβλητικό κτήριο με βαριές πόρτες και μακριά τραπέζια.
 Το έλεγαν" Συμβούλιο των Σκιών", γιατί εκεί υποτίθεται πως το φως της αλήθειας έμπαινε για να διαλύσει το σκοτάδι.
Μια μέρα κάλεσαν έναν άνθρωπο που διαχειριζόταν το σιτάρι του Λαού. Οι αποθήκες είχαν αδειάσει μυστηριωδώς, ενώ τα χαρτιά έδειχναν ότι ήταν γεμάτες και είχε πάρει πολλά χρήματα για σιτάρι, χωρίς να υπάρχει στις αποθήκες του. 
 Οι άρχοντες κάθισαν στις θέσεις τους, σοβαροί, με βλέμμα αυστηρό —τουλάχιστον στην αρχή.

Ο άνθρωπος μπήκε χαλαρός.

Στο χέρι του κρατούσε ένα πλαστικό ποτήρι με καφέ φραπέ, αφρισμένο, σαν να πήγαινε βόλτα κι όχι σε μια σοβαρό συμβούλιο όπου η κατάθεση του, θα έπαιζε σοβαρό ρόλο να ληθεί το μυστήριο των των χαμένων χρημάτων που θα έπαιρναν οι γεωργοί, που είχαν χωράφια αληθινά και όχι μόνο σε χάρτες και σε χαρτιά .  

Κάθισε, ήπιε μια γουλιά και όταν του ζήτησαν να μιλήσει,  σε κάθε ερώτηση που είχε βαρύτητα στην κατάθεση του, με ύφος σκληρό έλεγε 

— "Σιωπώ. Είναι δικαίωμά μου."

Το Συμβούλιο πάγωσε. Όχι από έκπληξη, αλλά από συνήθεια. Κάποιοι άρχοντες κοίταξαν τα ρολόγια τους. Άλλοι ξεφύλλισαν έγγραφα που δεν θα διάβαζαν ποτέ. Κανείς δεν τόλμησε να ζητήσει περισσότερα εκτός από κάποια μέλη . 

Το ποτήρι με τον  φραπέ άδειαζε σιγά σιγά.
Η σιωπή γινόταν θόρυβος στην διαδικασία του συμβουλίου που τελικά έπασχε . 

Ο άνθρωπος αυτός όμως δεν ήταν τυχαίος.

Ήταν κουμπάρος του Άρχοντα της Πολιτείας —εκείνου που μιλούσε συχνά για τάξη, νόμο και ηθική, για διαφάνεια,  από τα ψηλά μπαλκόνια. 
Στις γιορτές κάθονταν στο ίδιο τραπέζι. 
Στις δύσκολες ώρες,  όμως ξεχνούσαν ό,τι τους έδενε και δεν κοιτάζονταν ποτέ στα μάτια.

Και υπήρχε κι ο γιος.

Ο γιος περνούσε τους δρόμους της Πόλης με ένα αυτοκίνητο που έλαμπε περισσότερο κι από τα φανάρια . 
Οι ρόδες του έμοιαζαν να μη πατούν στο έδαφος. Όταν τον ρωτούσαν πώς το απέκτησε, χαμογελούσε όπως χαμογελούν όσοι ξέρουν ότι δεν χρειάζεται να απαντήσουν.

— «Δεν είναι της αρμοδιότητάς σας», έλεγαν οι φύλακες.

— «Δεν υπάρχουν ενδείξεις», έλεγαν οι γραμματείς.

— «Ας μην ποινικοποιούμε τη συγγένεια», έλεγαν οι άρχοντες.

Κι έτσι, το αυτοκίνητο περνούσε.
Ο φραπές ξαναγεμιζόταν.
Η σιωπή γινόταν κληρονομιά.
Ο Λαός άρχισε να καταλαβαίνει.
Όχι από αποδείξεις — αλλά από το μοτίβο.
Στην Πόλη αυτή, η συγγένεια ήταν πιο ισχυρή από την αλήθεια και το ποτήρι πιο βαρύ από τον νόμο.
-----

Μόλις τελείωσε η όλη διαδικασία της κατάθεσης του, ο τρόπος του λέγειν δηλ. Ο άνθρωπος αυτός βγήκε έξω από την αίθουσα του Συμβουλίου. 
Έξω από το κτήριο, ο Λαός περίμενε να μάθει τι έγινε . Είχαν φέρει μαζί τους αποδείξεις, χρέη, ερωτήσεις. Όταν ερωτήθηκε από τον κόσμο ,  είπε : 

— «Μια χαρά όλα πήγαν νόμιμα .»

Και  τότε κανείς δεν τον ρώτησε πώς, όλοι κατάλαβαν ότι κατάφερε πάλι να τους ξεγελάσει.

Σε κάποια στιγμή ακούστηκε μια φωνή να λέει : 

— «Πρόσεχε. Κάποιος  είπε πως θα σου στρίψει το λαρύγγι.»

Η φράση αιωρήθηκε στον αέρα, βαριά σαν απειλή αλλά ελαφριά σαν κουτσομπολιό. Δεν ειπώθηκε επίσημα. Δεν γράφτηκε. Δεν ειπώθηκε με όνομα. Ήταν απλώς μια διαρροή, από εκείνες που δεν ανήκουν σε κανέναν.

Κοίταξε πίσω του στο κτήριο, οι πόρτες είχαν ήδη κλείσει. Τα παράθυρα ήταν σκοτεινά. Κανείς δεν βγήκε να διαψεύσει. Κανείς να επιβεβαιώσει. Κανείς να ρωτήσει.

Το Συμβούλιο των Σκιών συνεδρίασε ξανά αργότερα.

Όχι για την απειλή.
Όχι για τη σιωπή.
Αλλά για τη διαδικασία.
Αποφάσισαν ότι:
Δεν υπήρχε επίσημη καταγγελία,
δεν υπήρχε ηχογράφηση,
δεν υπήρχε λόγος να δοθεί συνέχεια.
Και έτσι, δεν υπήρξε ευθύνη.

-----

Ο άνθρωπος με τον φραπέ έφυγε ανενόχλητος. Το ποτήρι του αυτή τη φορά ήταν άδειο, μα το κράταγε ακόμη — σαν απόδειξη ότι είχε περάσει από εκεί και τίποτα δεν τον άγγιξε.

Ο Λαός έμαθε για την απειλή.
Και έμαθε και για τη σιωπή που ακολούθησε.
Κι εκεί κατάλαβε το πιο επικίνδυνο μάθημα:
Ότι στην Πόλη των Θεσμών, η βία δεν χρειάζεται να ασκηθεί, για να είναι αποτελεσματική.
Αρκεί να ειπωθεί
και να ξεχαστεί.
Και έτσι το Συμβούλιο παρέμεινε όρθιο,
όχι γιατί προστάτευε τη δικαιοσύνη,
αλλά γιατί είχε μάθει να μην ακούει ούτε τις κραυγές ούτε τις απειλές.

Το Συμβούλιο ανακοίνωσε ότι έκανε το καθήκον του.
Ο φραπές είχε τελειώσει.
Η αλήθεια όχι — αλλά έμεινε μέσα, χωρίς φωνή.
Στην Πόλη των Θεσμών, τελικά οι  σκιές 
κυβερνούν μόνες τους.
-------

Κάποιο βράδυ, ένας γέρος είπε στα παιδιά του: — «Μην ρωτάτε πώς αποκτήθηκε το άλογο που τρέχει τόσο γρήγορα. Ρωτήστε γιατί κανείς δεν ζητά να το δει από κοντά.»

Και τα παιδιά κατάλαβαν κάτι που το Συμβούλιο δεν τόλμησε ποτέ να γράψει: ότι όταν οι άρχοντες βαφτίζουν ο ένας τον άλλον αθώο, η Πολιτεία μένει ορφανή από δικαιοσύνη

Η απειλή ξεχάστηκε γρήγορα από το Συμβούλιο.
Όχι όμως από τον Λαό.
Στην αρχή δεν υπήρξαν φωνές.
Υπήρξε σιωπή — βαριά, πεισματική.

Οι άνθρωποι σταμάτησαν να πιστεύουν τις ανακοινώσεις, σταμάτησαν να κοιτούν τα μπαλκόνια, σταμάτησαν να φοβούνται τις σκιές.

Κάποιος άφησε ένα άδειο πλαστικό ποτήρι στα σκαλιά του Συμβουλίου.
Ύστερα άλλο ένα.
Ύστερα δεκάδες.
Κανείς δεν φώναξε συνθήματα.
Μόνο ένα χαρτί κολλήθηκε στην πόρτα:
«Όταν η σιωπή σας προστατεύει τους ισχυρούς,
η δική μας σιωπή θα σας γκρεμίσει.»

Οι άρχοντες γέλασαν στην αρχή.
Μα το γέλιο κόπηκε όταν είδαν ότι:
οι αγορές άδειαζαν,
οι πλατείες γέμιζαν,
και τα παιδιά ρωτούσαν φωναχτά πράγματα που οι μεγάλοι ψιθύριζαν χρόνια.

Ο άνθρωπος με τον φραπέ δεν έβγαινε πια άνετα από το σπίτι.
Το αυτοκίνητο του γιου περνούσε, μα τα βλέμματα το ακολουθούσαν — όχι με θαυμασμό, αλλά με μνήμη.
Και τότε συνέβη το πιο επικίνδυνο απ’ όλα.
Ο Λαός έπαψε να ζητά απαντήσεις από το Συμβούλιο των Σκιών
και άρχισε να τις ζητά μεταξύ του.
Στις πλατείες, στους δρόμους, στα σπίτια.
Η αλήθεια δεν είχε πια ανάγκη μικρόφωνα.

Ένα βράδυ, τα φώτα του Συμβουλίου έμειναν αναμμένα.
Κανείς όμως δεν πήγε.
Οι σκιές μιλούσαν μόνες τους.
Και τότε κατάλαβαν οι άρχοντες αυτό που πάντα φοβούνταν: ότι η πραγματική εξέγερση
δεν είναι όταν ο Λαός φωνάζει,
αλλά όταν δεν τους χρειάζεται πια.

------

Στην Πόλη των Θεσμών λένε ακόμη την ιστορία.
Όχι για τον φραπέ.
Όχι για την απειλή.
Αλλά για τη μέρα που η σιωπή άλλαξε 
πλευρά και οι σκιές έμειναν χωρίς φως.

Δεν υπήρξε ημέρα εξέγερσης.
Δεν γράφτηκε σε ημερολόγια.
Δεν είχε αρχηγούς.
Ήρθε αθόρυβα.

Οι άνθρωποι έπαψαν να περιμένουν.
Όχι από θυμό, αλλά από κατανόηση.
Κατάλαβαν ότι οι σκιές δεν τρέφονται 
από δύναμη, αλλά από ανοχή.

Έτσι άρχισαν να αποσύρουν μικρά πράγματα: 
την εμπιστοσύνη τους,
τον φόβο τους,
το βλέμμα τους από τα σκοτεινά παράθυρα.

Το Συμβούλιο συνέχισε να συνεδριάζει.
Τα πρακτικά γράφονταν.
Οι λέξεις ακούγονταν σωστές.
Μα δεν βάραιναν πια.
Οι σκιές αραίωσαν.
------

Κάποια στιγμή, κανείς δεν θυμόταν πότε ήταν η τελευταία φορά που μια σιωπή τους έσωσε
ή μια απειλή τους τρόμαξε.

Και τότε έγινε κάτι απλό, σχεδόν ασήμαντο:
οι άνθρωποι άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους με καθαρή φωνή.
Χωρίς ποτήρια στο χέρι.
Χωρίς φόβο στην μιλιά 

Το κτήριο έμεινε όρθιο.
Οι τίτλοι έμειναν.
Οι καρέκλες δεν κουνήθηκαν.
Μα οι σκιές χάθηκαν.
Γιατί οι άνθρωποι δεν ξύπνησαν ξαφνικά πιο σοφοί.
Έμαθαν , έμαθαν πολλά παρατηρώντας 
και συζητώντας .

Κατάλαβαν ότι η σιωπή, από μόνη της, δεν είναι έγκλημα.
Είναι δικαίωμα.
Ένα δικαίωμα που γεννήθηκε για να προστατεύει τον αδύναμο απέναντι στην αυθαιρεσία.
Μα είδαν και κάτι ακόμη.
Όταν η σιωπή φοριέται σαν πανοπλία από όσους οφείλουν να λογοδοτούν,
όταν ασκείται χωρίς ίχνος θεσμικής σοβαρότητας,
μέσα σε αίθουσες που χτίστηκαν στο όνομα της διαφάνειας, τότε παύει να είναι δικαίωμα
και γίνεται σύμβολο ατιμωρησίας.

Και τότε κοίταξαν καλύτερα τα Συμβούλια των Σκιών.
Είδαν ότι δεν ήταν άρρωστα από έλλειψη νόμων,
αλλά από έλλειψη βούλησης.
Είδαν ότι:
οι αποφάσεις μετρούσαν κεφάλια και όχι αλήθειες,
τα συμπεράσματα προϋπήρχαν των ερωτήσεων,
και οι συνέπειες σπάνια έβρισκαν τον δρόμο τους προς την πραγματικότητα.

Όταν σε όλα αυτά προστέθηκε και η περιφρόνηση 
--το χαμόγελο, η αδιαφορία,  —
το μήνυμα έγινε πια αδύνατο να αγνοηθεί.

Η διαδικασία δεν υπήρχε για να φωτίσει.
Υπήρχε για να σκιάζει.
Και τότε οι άνθρωποι κατάλαβαν κάτι απλό και διαχρονικό:
Ότι καμία πολιτεία δεν χάνεται όταν παραβιάζεται ένας κανόνας.
Χάνεται όταν οι θεσμοί παίζουν τον ρόλο τους
χωρίς να πιστεύουν πια στο νόημά του.

Έτσι δεν φώναξαν.
Δεν ζήτησαν άδεια.
Δεν περίμεναν δικαίωση από τις σκιές.
Απλώς απέσυραν τη σιωπή τους
από εκεί που δεν άξιζε να ακούγεται.
Και αυτό ήταν το τέλος των Σκιών.

Και έτσι έμεινε ένα μάθημα, παλιό όσο και οι πολιτείες:
Όταν η εξουσία αρνείται να λογοδοτήσει,
δεν πέφτει από κραυγές, αλλά από λήθη.

Γιατί τίποτα δεν είναι πιο επικίνδυνο 
για τις σκιές από ανθρώπους που έμαθαν 
να ζουν χωρίς αυτές.

© Ελένη Λούκαρη - Καλαϊτσίδου