Tuesday, November 25, 2025

Η Υπόκλιση της Σιωπής

 Η Υπόκλιση της Σιωπής 

Ήταν ώρα αιχμής στο μετρό. Σειρήνες ακούστηκαν από μακριά και σε λίγα λεπτά δύο αστυνομικοί κατέβηκαν τις σκάλες κρατώντας έναν νεαρό άντρα με χειροπέδες. Ο κόσμος σταμάτησε να περπατά. Κάποιοι άρχισαν να τραβούν βίντεο με τα κινητά τους.

— «Κάτι θα έκανε…»

— «Τους βλέπεις; Έτσι είναι όλοι!»

— «Πω πω, σκέτη ντροπή…»

Οι ψίθυροι γίνονταν σχεδόν φωνές. Ο νεαρός ένιωθε το βάρος του βλέμματος εκατοντάδων ανθρώπων να πέφτει πάνω του. Σαν να τον καταδίκαζαν πριν προλάβει να μιλήσει. Τα μάτια του ήταν υγρά. Όχι από φόβο — από ντροπή. Και μεγάλη μοναξιά.

Ξαφνικά, από το πλήθος ακούστηκε ο ήχος ενός ποδηλάτου. Ένας διανομέας φαγητού, με το σακίδιο στην πλάτη, σταμάτησε δίπλα τους. Είδε τον νεαρό να τρέμει. Δεν είπε τίποτα. Δεν σήκωσε το κινητό του. Δεν σχολίασε.

Απλώς κατέβασε το κράνος του και για μια στιγμή έγειρε το κεφάλι του προς τον άντρα — σαν μια μικρή υπόκλιση.

Μια κίνηση σχεδόν αδιόρατη, μα απόλυτα καθαρή:

«Σε βλέπω σαν άνθρωπο. Όχι σαν εικόνα, ούτε σαν πρωτοσέλιδο.»

Οι αστυνομικοί συνέχισαν τον δρόμο τους. Ο νεαρός γύρισε το βλέμμα και συνάντησε εκείνον του διανομέα. Μέσα από το κράνος φάνηκε μόνο ένα χαμόγελο — μικρό, αλλά αρκετό.

Και τότε ο νεαρός ένιωσε κάτι να σπάει μέσα του:

αυτή η κίνηση, αυτή η σιωπηλή ανθρωπιά, ήταν πιο δυνατή από όλα τα λόγια που άκουσε γύρω του.

Γιατί σε έναν κόσμο γεμάτο κάμερες, σχόλια και βιαστικά συμπεράσματα, ένας άνθρωπος επέλεξε να σκύψει ελαφρά το κεφάλι — όχι από φόβο, αλλά από σεβασμό.

Και είπε μέσα του:

«Αν υπάρχει κάτι για το οποίο αξίζει ο παράδεισος, είναι αυτή η μικρή, ανιδιοτελής κίνηση.»


Η Σιωπηλή Προσφορά


Ήταν ένα κρύο απόγευμα του χειμώνα όταν ένα  ασθενοφόρο σταμάτησε μπροστά σε μια πολυκατοικία. Οι διασώστες κατέβασαν ένα φορείο. Πάνω του βρισκόταν ένας άντρας, χλωμός, εξαντλημένος, με εμφανή σημάδια ότι είχε περάσει και περνούσε πολλά. Ο κόσμος που είχε μαζευτεί γύρω από περιέργεια σχολίαζε ψιθυριστά.

— «Κοίτα τον…»

— «Σίγουρα κάτι έκανε και τον μαζέψανε…»

— «Αυτοί φταίνε για όλα…»

Ο άντρας, αδύναμος, άκουγε τα λόγια, και η καρδιά του βούλιαζε. Δεν είχε δύναμη να υπερασπιστεί τον εαυτό του· ούτε να πει πως δεν ήταν εγκληματίας, ούτε αλήτης, αλλά απλώς ένας άνθρωπος που τον χτύπησε η ζωή.

Τότε, από την άκρη του πλήθους, μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας άνοιξε δρόμο ανάμεσα στον κόσμο. Δεν είπε τίποτα. Πλησίασε ήρεμα το φορείο, έβγαλε από την τσέπη της ένα μικρό μαντήλι και το ακούμπησε απαλά στο στήθος του άντρα.

— «Για να σου κρατάει ζεστασιά», του είπε μόνο αυτό.

Η φωνή της ήταν τόσο ήρεμη, τόσο γεμάτη καλοσύνη, που για λίγες στιγμές τα σχόλια σώπασαν.

Ο άντρας την κοίταξε. Δεν την ήξερε, ούτε εκείνη ήξερε τη ζωή του. Αλλά εκείνο το μαντήλι, ένα ασήμαντο αντικείμενο για τους πολλούς, έγινε γι’ αυτόν σημάδι ότι υπάρχει ακόμα ανθρωπιά.

Κι εκείνη τη στιγμή κατάλαβε:

Μερικές φορές, ο δρόμος προς τον παράδεισο ανοίγει με την πιο απλή, σιωπηλή πράξη. Ένα μικρό κομμάτι ύφασμα, μια ζεστασιά, μια αναγνώριση ότι μπροστά σου δεν βρίσκεται ένα “περιστατικό”, αλλά ένας άνθρωπος.

Και η καρδιά του βρήκε λίγο φως εκεί που πριν είχε μόνο σκοτάδι.

@Ελενη Λούκαρη Καλαϊτσίδου 

Είναι κάτι στιγμές

 Είναι κάτι στιγμές 


Είναι κάτι στιγμές  

τρυφερές, λεπτές,  

σαν κλωστές από μετάξι.  

Μπαίνουν μες στη ζωή  

σαν απαλό φιλί  

που φοβάται μην  σε ξυπνάει 


Κι όταν σε βρίσκουν εκεί,  

στην πιο ήσυχη στιγμή,  

σε γεμίζουν φως και προσευχή 


Είναι στιγμές που μας μιλούν  

σαν μια μεγάλη καρδιά 

κι ό,τι  αν πέρασε κι έχει χαθεί  

το φέρνουν  πίσω ξανά 

Μένει μια λέξη σιωπηλή,  

σαν όρκος που δεν σβήνει·  

είν’ η αγάπη αυτή η κλωστή  

που ενώνει κρυφά κάθε μίλι 


Είναι κάτι ματιές  

που λυγίζουν τις βραδιές,  

κι ας μην είπαν λέξη ακόμα.  

Μοιάζουν με προσευχή  

που μόνο εσύ μπορείς  

να την στείλεις στου ουρανού το δώμα 


Κι όταν με αγγίζεις ξανά,  

μοιάζει ο χρόνος με καρδιά  

που χτυπά για μας δυνατά 


Είναι στιγμές που μας μιλούν  

σαν μια μεγάλη καρδιά 

κι ό,τι  αν πέρασε κι έχει χαθεί  

το φέρνουν  πίσω. ξανά 

Μένει μια λέξη σιωπηλή,  

σαν όρκος που δεν σβήνει·  

είν’ η αγάπη αυτή η κλωστή  

που ενώνει κρυφά,  καθε μίλι 


Είναι στιγμές που μας μιλούν  

σαν  μια μεγάλη καρδιά ,  

κι ό,τι αν πέρασε κι έχει χαθεί  

το φέρνουν πάλι πίσω.  

Μένει μια λέξη σιωπηλή,  

σαν όρκος που δεν σβήνει·  

είν’ η αγάπη αυτή η κλωστή  

που  μας ενώνει κρυφά κάθε μίλι 


Κι αν μια μέρα χαθώ  

μες στον κόσμο αυτό,  

θα ’ρθω πάλι κοντά σου μ'  ένα βλέμμα.  

Γιατί όπου κι αν πας,  

σαν ανάσα  περνάς  

 να μου δείχνεις το δρόμο για σένα.


Είναι στιγμές που δεν περνούν  

κι ας αλλάζει γύρω ο κόσμος  

σαν μια αγκαλιά που μένει εκεί  

να λέει «είμαι εδώ για σένα ».  

Κι όσο υπάρχει αυτή η σιωπή  

που μιλάει στην καρδιά μας,  

θα ’ναι η αγάπη η μία κλωστή  

που ποτέ δεν θα σπάσει για μας.