Ήταν ένα κρύο απόγευμα του χειμώνα όταν ένα ασθενοφόρο σταμάτησε μπροστά σε μια πολυκατοικία. Οι διασώστες κατέβασαν ένα φορείο. Πάνω του βρισκόταν ένας άντρας, χλωμός, εξαντλημένος, με εμφανή σημάδια ότι είχε περάσει και περνούσε πολλά. Ο κόσμος που είχε μαζευτεί γύρω από περιέργεια σχολίαζε ψιθυριστά.
— «Κοίτα τον…»
— «Σίγουρα κάτι έκανε και τον μαζέψανε…»
— «Αυτοί φταίνε για όλα…»
Ο άντρας, αδύναμος, άκουγε τα λόγια, και η καρδιά του βούλιαζε. Δεν είχε δύναμη να υπερασπιστεί τον εαυτό του· ούτε να πει πως δεν ήταν εγκληματίας, ούτε αλήτης, αλλά απλώς ένας άνθρωπος που τον χτύπησε η ζωή.
Τότε, από την άκρη του πλήθους, μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας άνοιξε δρόμο ανάμεσα στον κόσμο. Δεν είπε τίποτα. Πλησίασε ήρεμα το φορείο, έβγαλε από την τσέπη της ένα μικρό μαντήλι και το ακούμπησε απαλά στο στήθος του άντρα.
— «Για να σου κρατάει ζεστασιά», του είπε μόνο αυτό.
Η φωνή της ήταν τόσο ήρεμη, τόσο γεμάτη καλοσύνη, που για λίγες στιγμές τα σχόλια σώπασαν.
Ο άντρας την κοίταξε. Δεν την ήξερε, ούτε εκείνη ήξερε τη ζωή του. Αλλά εκείνο το μαντήλι, ένα ασήμαντο αντικείμενο για τους πολλούς, έγινε γι’ αυτόν σημάδι ότι υπάρχει ακόμα ανθρωπιά.
Κι εκείνη τη στιγμή κατάλαβε:
Μερικές φορές, ο δρόμος προς τον παράδεισο ανοίγει με την πιο απλή, σιωπηλή πράξη. Ένα μικρό κομμάτι ύφασμα, μια ζεστασιά, μια αναγνώριση ότι μπροστά σου δεν βρίσκεται ένα “περιστατικό”, αλλά ένας άνθρωπος.
Και η καρδιά του βρήκε λίγο φως εκεί που πριν είχε μόνο σκοτάδι.
@Ελενη Λούκαρη Καλαϊτσίδου
No comments:
Post a Comment