Sunday, November 09, 2025

Ο καφές της ξεγνοιασιάς

Η πόρτα του καφέ χτύπησε ελαφρά, και ο ήχος από το μικρό καμπανάκι αντήχησε σαν πρόλογος μιας νέας σκηνής. Η Ελένη, με το παλτό της κλεισμένο μέχρι τον λαιμό, στάθηκε για μια στιγμή στην είσοδο, μυρίζοντας τον φρεσκοκομμένο καφέ που ανέδυε ζεστασιά και ξύλο από τα τραπέζια. Τα μάτια της βρήκαν τη Μαρία, που έμπαινε με αργά, σταθερά βήματα. Το φως από το παράθυρο έπεφτε πάνω στα μαλλιά της, σχεδόν σαν να τα έκανε να λάμπουν χρώμα ασημί 

«Μαρία! » ψιθύρισε η Ελένη, και η φωνή της διαλύθηκε στον ήχο του νερού που έτρεχε στο μηχάνημα καφέ.

Η Μαρία γύρισε, και για μια στιγμή, τα μάτια τους συναντήθηκαν — και οι δύο ένιωσαν σαν να γύρισε ο χρόνος πίσω, στα χρόνια του σχολείου, στα γέλια που είχαν μοιραστεί, στα μυστικά που μόνο οι φίλες μπορούν να καταλάβουν.

Κι έπειτα, σαν μια μικρή ταινία σιωπής, η Μαρία είπε:
- «Πέρασα δύσκολα…ο σύζυγός μου  ήταν άρρωστος και δυστυχώς "έφυγε" . Ένιωθα τόσο μόνη.»

Η Ελένη  την αγκάλιασε σφιχτά. Τα χέρια τους ένιωσαν το βάρος και την τρυφερότητα της, ενώ μικρά διαμάντια έτρεχαν πάνω στο  ώμο της μιας στον ώμο της άλλης . 

Η μυρωδιά του καφέ ανακατεύτηκε με την αίσθηση ζεστασιάς, αγάπης  και προστασίας. 

-"Δεν ήσουν ποτέ μόνη, Μαρία… Είμαι εδώ."

Φεύγοντας έδωσαν   υπόσχεση  να ξανασυναντηθούν και την επόμενη Τετάρτη . 

Οι Τετάρτες ξαναγέμιζαν ζωή. Στο μικρό καφέ, το φως έπεφτε απαλά πάνω στα τραπέζια, τα φλιτζάνια άχνιζαν καφέ έστελναν μικρούς καπνούς που χορεύανε στον αέρα, και οι φωνές των γυναικών ανακατεύονταν με τον θρόισμα των φύλλων από τα δέντρα έξω. Η Μαρία έβγαλε το άλμπουμ με φωτογραφίες και οι σελίδες του άνοιξαν σαν παράθυρα στο παρελθόν: ταξίδια, σχολικές γιορτές, στιγμές που έκαναν την καρδιά να χτυπάει πιο γρήγορα.

- " Ελένη , ξέρεις τι σκέφτομαι , έχω τα τηλέφωνα κι  άλλων συμμαθητριών . Τι λες για ένα μικρό αντάμωμα : " 

- " Μαρία μου , συμφωνώ,  πολύ όμορφη η ιδέα σου Ας μοιραστούμε τα τηλέφωνα, να καλέσω κι εγώ κάποιες " 

Το αντάμωμα με τις υπόλοιπες συμμαθήτριες έγινε Εξελίχτηκε σε  μια σκηνή γεμάτη φως και χρώματα: Συστηθηκαν  ξανά από την αρχή, μίλησαν για τις σπουδές τους για τις δουλειές τους και οικογένειες τους. Οι καρέκλες πολλές φορές άλλαζαν θέσεις  γύρω από το τραπέζι, οι φωνές που αντηχούσαν σαν μικρή συμφωνία, γέλια που έσπαγαν τη σιωπή του χρόνου , που μπορεί να πήρε την φρεσκάδα της νιότης , μπορεί να πρόσθεσε κάποια κιλά , αλλά δεν μπόρεσε να αφαιρέσει την λάμψη στα μάτια τους . Η λάμψη σκοτείνιαζε το βλέμμα,  μόνο όταν έπεφτε σε κάποιες φωτογραφίες συμμαθητριών που δεν ήταν μαζί τους αλλά ζούσαν βαθιά στην καρδιά τους 

 Κάθε φορά που συναντιόντουσαν κάποια θύμιζε μια περιπέτεια από την σχολική ζωή  και γελούσαν όλες μαζί  κ ο αέρας του καφέ γέμιζε με μια αίσθηση μνήμης και ζωντάνιας, σαν να αναπνέουν οι αναμνήσεις μαζί τους.

Οι εκδηλώσεις συνεχίστηκαν με κόψιμο βασιλόπιτας, καλωσόρισμα συμμαθητριών από άλλες πόλεις και χώρες, εκδρομές. Κάθε συνάντηση ήταν γεμάτη χαρά, αλλά και συγκίνηση· ένα μίγμα παρελθόντος και παρόντος που ανθούσε στις καρδιές τους

Καθώς η πανδημία ήρθε και οι συναντήσεις σε κλειστούς χώρους απαγορεύτηκαν,  τα γέλια, οι αγκαλιές, τα φιλιά σιώπησαν και τα τραπέζια έμειναν άδεια, οι Τετάρτες θύμιζαν σιωπηλές σκηνές: ένα φλιτζάνι να αχνίζει στο παράθυρο, μια καρέκλα να περιμένει, και τα φώτα του καφέ να σβήνουν νωρίτερα. Αλλά η Ελένη,  η Μαρία μαζί με τις άλλες συμμαθήτριες συνέχισαν να κρατούν ζωντανή την εικόνα με μηνύματα, τηλεφωνήματα  φωτογραφίες, μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, μικρές ψηφιακές στιγμές που διατήρησαν τον χρόνο σε αναπνοή  και μοιράζονταν στιγμές και λόγια παρηγοριάς. 

Αλλά η πανδημία, φεύγοντας, είχε πάρει μαζί της κάποιες συμμαθήτριες, αφήνοντας πίσω πόνο και άδειες καρέκλες, χωρίς να μπορέσουν ακόμη να τις αποχαιρετήσουν για το μεγάλο ταξίδι 

 Ο καφές της Τετάρτης ξαναζωντάνεψε. Στην αρχή οι συναντήσεις ήταν δειλές, με μάσκες και αποστάσεις. Σιγά-σιγά όμως, η ζεστασιά επέστρεψε· οι αγκαλιές και τα φιλιά επανήλθαν, γεμίζοντας ξανά το καφέ με γέλια και ζωντάνια. Κι ανάμεσα σε χαμόγελα και κουβέντες, υπήρχε πάντα μια στιγμή αφιερωμένη σε όσες είχαν φύγει· μια σιωπή και ένα βλέμμα στον άδειο χώρο που θύμιζε πόσο πολύτιμη και εύθραυστη είναι η ζωή και η φιλία.

Και όταν επέστρεψαν οι Τετάρτες στο κανονικό ρυθμο, το στέκι τους  γέμισε ξανά με ήχους και μυρωδιές: το τρίξιμο των καρεκλών στο πάτωμα, το χτύπημα των κουταλιών στα φλιτζάνια, οι φωνές που γελούσαν μαζί. Αγκαλιές, φιλιά, ψίθυροι — κάθε κίνηση ήταν ένα κάδρο ζωής, μια μικρή σκηνή που κρατούσε τη μαγεία.

Κι από τότε, κάθε Τετάρτη, η Ελένη έβγαζε φωτογραφίες. Ήταν η δική της σιωπηλή πράξη πρόνοιας,  μια προστασία απέναντι στον φόβο,  σαν μικρές αναπνοές, σαν φυλαχτά μνήμης για μια μέρα που ίσως δεν θα επαναληφθεί. Κάθε στιγμιότυπο ήταν το φως που κρατούσε ζωντανές τις Τετάρτες, την αγάπη και τις φιλίες , τις ψυχές που δεν θα έφευγαν ποτέ από τις καρδιές τους.

Ο καφές της Τετάρτης —ο καφές της ψυχοθεραπείας και της ξεγνοιασιάς— όπως τον ονόμασαν, έγινε το πιο απαραίτητο ρόφημα αγάπης, μνήμης και χαράς. Η παρέα μεγάλωσε, τα γέλια αντήχησαν σε νέες φωνές, και οι Τετάρτες έγιναν παράδειγμα προς μίμηση. Κάθε φλιτζάνι, κάθε φωτογραφία, κάθε αγκαλιά ήταν μια ταινία ζωντανής μνήμης.

Και έτσι,  κάθε  Τετάρτη ήταν  κάτι παραπάνω από ραντεβού για καφέ.

Ήταν η γιορτή της μνήμης, της ζωής, και της αδιαπραγμάτευτης δύναμης της φιλίας

Ήταν εικόνες, ήχοι, μυρωδιές, γέλια και δάκρυα· ήταν ζωντανή μουσική των αναμνήσεων, ένας χορός ψυχής που δεν σβήνει ποτέ.

 Κάθε χαμόγελο, κάθε αγκαλιά, κάθε στιγμιότυπο στο άλμπουμ και κάθε φωτογραφία της Ελένης έλεγαν την ίδια ιστορία: ότι η αγάπη και η φιλία,  ακόμα κι όταν δοκιμάζονται, μπορούν να ανθίζουν για πάντα.

© Ελένη Λούκαρη -  Καλαϊτσίδου 

Αδελφές - Ψυχές

Οι «Αδελφές Ψυχές» δεν χρειάζεται να είναι ερωτικές.
Είναι δύο ψυχές που καταλαβαίνουν 
η μία την άλλη βαθιά, με φιλία, τρυφερότητα
 και αμοιβαία κατανόηση.
Μοιράζονται σιωπές, σκέψεις και στιγμές, 
χωρίς να χρειάζονται λόγια ή αναγνώριση.
Η σύνδεσή τους είναι αιώνια, ανεξήγητη και αόρατη — 
μια φιλία που ζει πέρα από χρόνο και χώρο.

------

Η Ελένη συνήθιζε να περπατά  κάθε απόγευμα στο παλιό πάρκο.

Μια μέρα είδε  μια γυναίκα, την Μαρία καθισμένη μόνη στο παγκάκι, να διαβάζει ένα βιβλίο. 
Τα δέντρα γύρω τους έριχναν απαλά τις σκιές τους, και ο ήλιος έπεφτε σαν χρυσή βροχή πάνω στις σελίδες.
Δειλά, δειλά, η Ελένη κάθισε δίπλα της και τη ρώτησε για την ιστορία του βιβλίου. Η Μαρία χαμογέλασε και άρχισε να της μιλά για τους ήρωες και τα συναισθήματα που της είχαν αφήσει.
Η Ελένη, με φωνή σχεδόν ψίθυρο, εξομολογήθηκε ότι αγαπά πολύ τα βιβλία από μικρή και την ποίηση. Αυτό ήταν αρκετό. Μια μικρή, ζεστή σπίθα άναψε ανάμεσά τους.
Έτσι, δειλά-δειλά, άνοιξε η κουβέντα. 
Οι λέξεις τους έμοιαζαν να χορεύουν, σαν να είχαν πάντα μια κρυφή συμφωνία να βρουν η μία την άλλη στις σιωπές, στα χαμόγελα, στις κοινές σκέψεις. 
Εκείνη η πρώτη συνάντηση έγινε η αρχή μιας φιλίας που θα έμενε αόρατη αλλά αδιάσπαστη, σαν νήμα που ενώνει δύο ψυχές.
Κάθε φορά που  έκανε τον περίπατο της στο πάρκο κι έφτανε στο παγκάκι, η Μαρία ήταν ήδη εκεί, με το χαμόγελο που φαινόταν να φωτίζει ολόκληρο τον κόσμο.
Δεν χρειαζόταν να μιλήσουν. 
Οι καρδιές τους καταλάβαιναν η μία την άλλη. 
Πριν προλάβει η μία να πει τη σκέψη της, η άλλη την είχε ήδη εκφράσει στα μάτια της — σαν να μοιράζονταν την ίδια καρδιά, τον ίδιο ήλιο, την ίδια ανάσα.
Χωρίς λόγια, χωρίς καθυστέρηση, ήξεραν τι σκεφτόταν η μία για την άλλη.
Καθώς η Μαρία σηκωνόταν για να ταΐσει τα πουλιά η Ελένη  έβγαζε τους σπόρους από την τσάντα της  και της τα έδινε . 
Μικρά θαύματα της καθημερινότητας, ένα άγγιγμα του χεριού, ένα χαμόγελο — και κάθε στιγμή έπλεκε το νήμα που τις ένωνε.

Κάποια μέρα, η Ελένη ένιωσε βαριά τη θλίψη μιας δύσκολης στιγμής. Η Μαρία έπιασε το χέρι της απαλά και είπε μόνο:

-«Είμαι εδώ, όπως πάντα. Μαζί θα το περάσουμε »

Δεν χρειαζόταν τίποτα άλλο. Η φιλία τους ήταν πέρα από λέξεις, πέρα από χρόνο, πέρα από κάθε αρρώστια και θλίψη . 
Κάθε μέρα, κάθε σιωπηλή στιγμή, κάθε χαμόγελο, έφτιαχνε ένα νήμα αόρατο αλλά δυνατό, που τις ένωνε σαν αδελφές ψυχές.

Και καθώς ο ήλιος έδυε πίσω από τα δέντρα, οι δυο τους μαζί, περπατώντας προς τα σπίτια τους , ήσυχες και γεμάτες γνώση έλεγαν και οι δύο μαζί:  

- Στο επανιδείν! Αύριο πάλι! Σαν τραγούδι που ψιθύριζε ο άνεμος.

Μια μέρα, η Μαρία δεν εμφανίστηκε στο καθορισμένο τους ραντεβού. Η Ελένη ένιωσε ένα κενό στην καρδιά της..
Κάτι της έλεγε μέσα της , ότι κάτι  συνέβη στην Μαρία και αποφάσισε να την καλέσει στο τηλέφωνο.
Η συζήτηση ήταν σύντομη. 
Τα λόγια της Μαρίας ήταν μπερδεμένα, ασαφή, 
σαν να προσπαθούσαν να βρουν τη σωστή διαδρομή μέσα στον νου της.
 Η Ελένη κατάλαβε ότι έπρεπε να τη δει από κοντά και αποφάσισε να πάει στο σπίτι της.

Μόλις η Ελένη μπήκε, η όψη της Μαρίας την τάραξε. Τα μάτια της ήταν θολά, το βλέμμα χαμένο, και στο πλευρό της ήταν ένας γιατρός και η κόρη της. Της εξήγησαν ότι ένα μικρό εγκεφαλικό προκάλεσε προσωρινή αμνησία και ότι η Μαρία χρειαζόταν χρόνο και φροντίδα.

Όμως, μόλις η Μαρία είδε την Ελένη, άνοιξε τα χέρια της να την αγκαλιάσει. Τα μάτια της έλαμψαν, και μέσα στο χαμόγελό της φάνηκε όλη η αγάπη που ένιωθε — ακόμα και αν τα λόγια της ήταν μπερδεμένα, η καρδιά της γνώριζε.

Ο γιατρός συνέστησε να συνεχίσουν τις συναντήσεις τους, γιατί η παρουσία της Ελένης είχε θετική επίδραση στην υγεία της Μαρίας.
 Και έτσι οι συναντήσεις συνεχίστηκαν όπως πριν, πάντα με την Ελένη να συνοδεύει τη Μαρία με υπομονή, τρυφερότητα και αγάπη.

Κάθε μέρα, κάθε σιωπηλή ματιά, κάθε άγγιγμα των χεριών τους θύμιζε ότι η φιλία και η ψυχική σύνδεση μπορούν να φωτίζουν ακόμα και τις πιο δύσκολες στιγμές.

Μερικές φιλίες
είναι πέρα από λέξεις.

Ζουν στα μικρά θαύματα
της καθημερινότητας,
στα χέρια που κρατιούνται σιωπηλά,
στις καρδιές
που καταλαβαίνουν η μία την άλλη.

Είτε είναι κοντά
είτε μακριά,
σκέφτονται το ίδιο πράγμα
χωρίς να το πουν.

Και όπου κι αν πάνε,
η σύνδεση παραμένει —
αιώνια, ανεξήγητη,
σαν τραγούδι
που ψιθυρίζει ο άνεμος.

© Ελένη Λούκαρη Καλαϊτσίδου