ΛΟΓΟΤΕΧΝΊΑ



Αγαπητέ μου φίλε επισκέπτη 
σε καλωσορίζω στη σελίδα " Λογοτεχνία"

Εδώ θα βρεις , τις δημιουργίες μου , το συγγραφικό και καλλιτεχνικό μου έργο∙
ψίθυρους ψυχής, μικρά μονοπάτια μεγάλων αληθειών, ποιήματα και τραγούδια, προσευχές που γεννήθηκαν για να μιλήσουν σιωπηλά, για τη φιλία, το νοιάξιμο την αγάπη, την ευτυχία, τον πόνο και το θάνατο. 

Εδώ οι λέξεις δεν είναι μόνο λέξεις∙ είναι ανάσες, φλόγες, σταγόνες φωτός.
Κάθε ιστορία , ποίημα, τραγούδι,  προσευχή είναι μια πύλη προς το άπειρο.
Ό,τι ψιθυρίζει η ψυχή, εδώ βρίσκει φωνή και γαλήνη . 

Είναι ακόμη μικρό το ταξίδι μου,
μα με τη δική σου στήριξη και αγάπη θα δυναμώσει,
θα ανθίσει σαν σπόρος ελπίδας,
και θα συνεχίσει να μοιράζεται φως , αγάπη και συγκίνηση.

Ελένη Λούκαρη -  Καλαϊτσίδου 
 


Ανέκδοτη Συλλογή 
Α.  ΨΙΘΥΡΟΙ ΨΥΧΉΣ 

Εισαγωγή 

Υπάρχουν λέξεις που δεν φωνάζουν∙ ψιθυρίζουν.
Υπάρχουν μαθήματα  ιστορίες που δεν γράφονται σε βιβλία∙ χαράσσονται στις καρδιές μας.

Μέσα σε αυτές τις σελίδες κρύβονται ιστορίες απλές, μα γεμάτες φως, ιστορίες που μιλούν για την αγάπη, την ελπίδα, τη σοφία, τη σιωπή, τη δύναμη της ταπεινότητας και την ομορφιά της καρδιάς.

Δεν είναι παραμύθια∙ είναι καθρέφτες της ψυχής.

Είναι μικρά μαθήματα ζωής με μεγάλα διδάγματα∙ που  σαν σπόροι περιμένουν να φυτρώσουν μέσα μας. Είναι μικρά μονοπάτια  που οδηγούν στο φως για να κατανοήσουμε τον  εαυτό μας  και τους  άλλους . 

Με εικόνες αλληγορικές και διδάγματα απλά, προσκαλούν μικρούς και μεγάλους να σταθούν για λίγο και να αφουγκραστούν τον εσωτερικό ψίθυρο της ψυχής τους.

Ένα βιβλίο για όποιον αναζητά απαντήσεις, για όποιον χρειάζεται μια αχτίδα δύναμης, για όποιον πιστεύει ότι ακόμη και οι πιο μικροί ψίθυροι μπορούν να αλλάξουν τη ζωή μας, προς το καλύτερο. 


Πρόλογος

Ο άνθρωπος μαθαίνει όχι μόνο μέσα από τη γνώση, αλλά και μέσα από την εμπειρία, την παρατήρηση και την καρδιά.
Οι ιστορίες αυτές δεν φιλοδοξούν να διδάξουν με τρόπο αυστηρό∙ θέλουν μονάχα να αγγίξουν, να εμπνεύσουν και να αφήσουν έναν σπόρο σκέψης.
Αν μέσα σε αυτές βρεις κάτι που σε συγκινεί, σε παρηγορεί ή σε κάνει να δεις τη ζωή με άλλη ματιά, τότε ο σκοπός τους έχει ήδη εκπληρωθεί.

Περιεχόμενα

🌟 Ενότητα 1: Το Φως της Αγάπης

Η αγάπη είναι η πρώτη και η τελευταία απάντηση σε κάθε ερώτημα της ψυχής.

Κι όμως, συχνά φοβόμαστε να την αποδεχτούμε, να τη δώσουμε ή να τη λάβουμε.

Εδώ ξεκινά το ταξίδι μας με ιστορίες που μας θυμίζει πως το φως της αγάπης και  πίστης δεν σβήνει  ποτέ.

1.Η Αννούλα και ο φροντιστής 
2. Ο γιος της μοδίστρας
 3. Το Σημάδι του Θεού 
4. Τα Χελιδόνια της Σμύρνης 

------

🌱 Ενότητα 2: Η Σοφία του Δρόμου

Η ζωή είναι γεμάτη δρόμους και σταυροδρόμια∙ άλλοι στρωμένοι, άλλοι γεμάτοι αγκάθια.

Κάθε δοκιμασία κρύβει μέσα της ένα άνθος, και κάθε άνθος μια υπόσχεση σοφίας.

1. Η Δοκιμασία του νέου 
2. Φως στη νύχτα 
3. Ο ζητιάνος και το κασελάκι 

------

🪞 Ενότητα 3: Η ομορφιά της Καρδιάς

Η ομορφιά της καρδιάς μας  μοιάζει σαν κήπος  ανθισμένος  που ανθίζει  με  την αγάπη και την ευωδιά της την σκορπά.

Μοιάζει σαν ένας καθρέφτης που δεν  βλέπουμε τον κόσμο όπως είναι, αλλά όπως είμαστε εμείς.

Οι σκιές που κουβαλάμε γίνονται  σκιές με τις οποίες κρίνουμε τους άλλους και ποδοπατουμε αισθήματα και ότι μας χαρίζουν .

Η καρδιά, όμως, ανθίζει και μοσχοβολα κι  όταν καθαρίσει, γίνεται καθρέφτης καθαρός, ικανός να αντανακλά την αλήθεια.

1.. Ο αμετανόητος κήπος 
2. Το παιδί κι ο κήπος 
3. Ο καθρέφτης της ομορφιάς 
4.Η λερωμένη Κούπα

-------

💧 Ενότητα 4: Η Δύναμη της Σιωπής

Η σιωπή δεν είναι κενό∙ είναι γεμάτη φωνές που μιλούν χωρίς λέξεις.

Μέσα της ανθίζει η υπομονή, η εσωτερική δύναμη και η γνώση που δεν χρειάζεται θόρυβο.

1. Το πηγάδι της σιωπής
2. Το δέντρο και ο άντρας 
3.Η σιωπή που έπλεκε ιστορίες 

------

🌾 Ενότητα 5: Σπόροι Ελπίδας

Όπως ο χειμώνας κρύβει μέσα του την άνοιξη, έτσι και κάθε δυσκολία φυλάει τον σπόρο μιας νέας αρχής.

Η ελπίδα είναι ο αθέατος ήλιος που θερμαίνει ακόμη και το πιο παγωμένο χώμα.

1. Ο Σπόρος και ο Χειμώνας
2. Ο Σπόρος  της Ελπίδας 

-------

🌳 Ενότητα 6: Η Ταπεινότητα της Συμπόνιας

Το πιο δυνατό δέντρο δεν είναι εκείνο που στέκεται ακλόνητο, αλλά εκείνο που ξέρει να σκύβει με ταπεινότητα.

Είναι ο περήφανος αετός που έμαθε να πετά και χαμηλά . 

Η συμπόνια είναι η ρίζα που ενώνει τις ψυχές∙ μας διδάσκει ότι η αληθινή δύναμη κρύβεται στην καλοσύνη.

1. Το δέντρο που λύγισε 
2. Ο νεαρός αετός 

-----

⌛Ενότητα 7. Ο Χρόνος δάσκαλος στη ζωή 

1. Το ποτάμι και η πέτρα 
2. Το ρολόι χωρίς δείκτες 

-------

😘Ενότητα 8 . Βιώματα 

1. Η ζωή στην Σκιά της Άνοιας και του Αλτσχάιμερ 
2. Ο Σταυρός της Μαρίας 
3. Εκδρομή παλιών συμμαθητών συμμαθητριών      
    στην Άρτα και Γιάννενα 

-------

Ενότητα 9. Προσευχές 

1. Προσευχή στην Παναγία την Κοιμωμένη
2. Προσευχή για την Κοίμηση της Θεοτόκου
3. Προσευχή για το Γενέσιο της Υπεραγίας
4 . Προσευχή στα εννιάμερα της Παναγίας 

-------

📚Ενότητα 10. Διάφορες  ιστορίες  ζωής 

1. Ο άνθρωπος που έψαχνε την ευτυχία 
2. Η ζωή είναι στιγμές  
3.  Η χρυσή πέτρα 
4. Η Άνθιση της Μικρής Αυγής 
5. Ο Κήπος της Παναγίας 
6. Τα δύο λιοντάρια 
7. Το πουλί και η σιωπή της καρδιάς 
8. Ο κήπος με τους σταυρούς 
9. Ο σπόρος που πίστευε στον ήλιο 
10. Η Βιβλιοθήκη της γιαγιάς 

---------

💢Επίλογος 

-------

🙋Οπισθόφυλλο

--------

 Ενότητα 1: Το Φως της Αγάπης

Η αγάπη είναι η πρώτη και η τελευταία απάντηση σε κάθε ερώτημα της ψυχής. 

Δένει ανθρώπους ασχέτως χρώματος φυλής,  γλώσσας και ηλικίας.

Κι όμως, συχνά φοβόμαστε να την αποδεχτούμε, να τη δώσουμε ή να την λάβουμε.

Εδώ ξεκινά το ταξίδι μας με ιστορίες  που μας θυμίζουν πως το φως και η πίστη δεν σβήνουν ποτέ, ακόμη κι όταν νομίζουμε ότι η καρδιά μας μένει άδεια.

1.Η Αννούλα και ο φροντιστής 
2. Ο γιος της μοδίστρας
 3. Το Σημάδι του Θεού 
4. Τα Χελιδόνια της Σμύρνης 

------

 1. Η Αννούλα και ο φροντιστής


Η Αννούλα ήταν μια γυναίκα γεμάτη ζωή και χαμόγελο, πάντα πρόθυμη να δώσει μια ζεστή αγκαλιά ή μια λέξη παρηγοριάς. Με τα χρόνια, η ζωή της άλλαξε χωρίς προειδοποίηση. Διαγνώστηκε με νόσο Αλτσχάιμερ, και μαζί με τη μνήμη της άρχισαν να χάνονται και κομμάτια της καθημερινής της ανεμελιάς.

Η φροντίδα της Αννούλας απαιτούσε υπομονή, γνώση και αφοσίωση. Έτσι οι συγγενείς της αποφάσισαν με τη σύμφωνη γνώμη της Αννούλας όταν ένιωθε καλά ,  να προσλάβουν ένα άνδρα να την φροντίζει , που είχε κάνει ειδικές σπουδές πάνω στο αντικείμενο αυτό. 

Οι πρώτες μέρες ήταν δύσκολες για όλους γύρω της. Τα ονόματα συγγενών μπερδεύονταν, οι ώρες χάνονταν σαν νερό, και η Αννούλα συχνά ένιωθε χαμένη μέσα στον ίδιο της τον χώρο. Η οικογένειά της βίωνε συναισθήματα σύγχυσης, θλίψης και φόβου. Όμως, μέσα σε αυτή τη θύελλα, η αγάπη παρέμενε σταθερή σαν φάρος.

Ο φροντιστής της ήξερε πολύ καλά ότι η αγάπη από μόνη της δεν αρκεί· χρειάζεται κατανόηση της νόσου, παρατήρηση των αλλαγών και προσαρμογή στις ανάγκες της. Κάθε μέρα ήταν ένα νέο κεφάλαιο,  κάποια λόγια χάνονταν, αλλά τα χαμόγελα και οι αγκαλιές έμεναν.

Μια μέρα ο φροντιστής , είχε αγοράσει μια μικρή μπάλα,  δώρο για το γιο του. Η Αννούλα μόλις την αντίκρυσε , ζήτησε να την πάρει στα χέρια της. 

Την κράτησε σφιχτά στα χέρια της σαν θησαυρό, την κοιτούσε  με ένα βλέμμα γεμάτο νοσταλγία και χαμόγελο. Μπορεί να φαινόταν ασήμαντο σε κάποιον άλλο, αλλά για εκείνη, η μπάλα ήταν συνδεδεμένη με αναμνήσεις που η νόσος της άρχιζε σιγά σιγά να της κλέβει.

 Κάποιες φορές ξεχνούσε πού είχε αφήσει τα γυαλιά της, όμως, η μπάλα παρέμενε εκεί κοντά της, σαν ένα μικρό φως μέσα στη θολή της μνήμη..

Κάποιες φορές την έβρισκε σε λάθος μέρος, αλλά η χαρά της όταν την κρατούσε ήταν αληθινή. Αυτή η μικρή μπάλα έγινε σύμβολο ότι, ακόμα και όταν η μνήμη φεύγει, κάποια πράγματα παραμένουν, Έγινε  γέφυρα ανάμεσα στο πριν και στο τώρα.

Παρά τις δυσκολίες, υπήρχαν μικρές στιγμές μαγείας. Η Αννούλα θυμόταν για λίγο τις αγαπημένες της ιστορίες, γελούσε με παιδικές αναμνήσεις, ή τραγουδούσε ένα αγαπημένο τραγούδι. Αυτές οι στιγμές ήταν το φως που έδινε νόημα στη φροντίδα, υπενθυμίζοντας ότι η αγάπη δεν χάνεται ποτέ. Κάθε μέρα ο φροντιστής έπρεπε να βρει την ισορροπία ανάμεσα στην αγάπη και στη γνώση της νόσου και δεν ήταν καθόλου εύκολη. 

Με τον καιρό, η σχέση ανάμεσα στην Αννούλα και τον φροντιστή της έγινε σύμβολο αλληλεγγύης. Η αγάπη τους δεν εξαντλήθηκε, αλλά ενισχύθηκε από τη γνώση και την κατανόηση. Κάθε χειρονομία, κάθε χαμόγελο, κάθε αγκαλιά διατήρησε τη σύνδεση τους ζωντανή, ακόμη και όταν οι λέξεις έχαναν το νόημά τους.

Δίδαγμα 

Η ιστορία της Αννούλας δεν είναι μόνο ιστορία απώλειας· είναι ιστορία φροντίδας, αφοσίωσης και αγάπης που αντέχει τα πάντα. Μας διδάσκει ότι η αγάπη, συνδυασμένη με τη γνώση, μπορεί να φέρει φως ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές και ότι η ψυχική σύνδεση δεν σβήνει ποτέ, όσο κι αν η μνήμη φεύγει 

------

2. Ο γιος της μοδίστρας
Σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Μακεδονίας,  μια ανοιξιάτικη  βροχή είχε αρχίσει να πέφτει νωρίς το απόγευμα. Ένα ψιλό, επίμονο ψιλόβροχο, που πάγωνε τα χέρια και έκανε τους περαστικούς να σκύβουν  βιαστικοί.
Σε μια  γωνία ,  δίπλα σε έναν κάδο σκουπιδιών, καθόταν κουλουριασμένο ένα  μικρό αγόρι, ο Νίκος. Δέκα χρονών, με πρόσωπο που έδειχνε μεγαλύτερο,  όχι από τα χρόνια, αλλά από το βάρος τους.
Οι γονείς του είχαν χαθεί σε ένα τραγικό δυστύχημα και ο μικρός βρέθηκε ξαφνικά μόνος στον κόσμο. Χωρίς κοντινούς συγγενείς να τον φροντίσουν, άρχισε να τριγυρνά στους δρόμους, 
με μοναδική συντροφιά ένα παλιό σακίδιο και τις αναμνήσεις του.
Ο Νίκος κοιμόταν όπου έβρισκε: σε παγκάκια, σε εγκαταλελειμμένα σπίτια, ακόμα και κάτω από γέφυρες. Πεινούσε πολύ, μα η μοναξιά ήταν η μεγαλύτερη του πληγή. 
Όμως δεν έχανε ποτέ την καλοσύνη του,  βοηθούσε ηλικιωμένους να κουβαλήσουν σακούλες, μάζευε αδέσποτα και τα τάιζε όταν μπορούσε.
Ήταν βρώμικος, αδύνατος, με ένα παλιό μπουφάν δυο νούμερα μεγαλύτερο. Είχε μάθει να μην ζητά. Μόνο περίμενε.
Μια μέρα τον είδε μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία,  βγαίνοντας από τη δουλειά της. 
Δούλευε ως βοηθός σ’ ένα μικρό εργαστήριο ραπτικής που έκανε επιδιορθώσεις ρούχων. 
Ήταν είκοσι οχτώ, μόνη από τα δεκαοχτώ, με μια μητέρα που είχε πεθάνει από  στενοχώρια κι αρρώστια και έναν πατέρα που δεν τον χόρτασε, δεν την χόρτασε,  αφού είχε φύγει, όταν ήταν δεκαπέντε χρονών από εργατικό ατύχημα .  
Η μητέρα της ήταν καλή μοδίστρα  που έραβε στο σπίτι της και μερικές φορές πήγαινε μεροκάματο σε άλλα σπίτια. Από μικρή της είχε μάθει να ράβει διάφορες βελονιές  τρύπωμα, καρίκωμα ψαροκόκαλο , πισωβελονιά,  στρίφωμα , να  παίρνει  σημάδια και να είναι παρούσα στις πρόβες,  όταν τελείωνε φυσικά τα μαθήματά της.
Όμως μετά το ατύχημα του μπαμπά της , η μαμά της αναγκάστηκε να πουλήσει το διαμέρισμα για να πληρώσει τους δικηγόρους , προκειμένου να δικαιωθεί στα δικαστήρια, πράγμα που δεν υπήρξε δυνατόν, αφού η απόφαση του δικαστηρίου βγήκε υπέρ των ιδιοκτητών της επιχείρησης,  που δούλευε ο μπαμπάς της , σαν ατύχημα απροσεξίας. 
Όλα τα όνειρα της να σπουδάσει ναυάγησαν μέσα σε μια στιγμή, και δεν μπόρεσε να γίνει δασκάλα, που ήταν το όνειρο της, γιατι λάτρευε πολύ τα παιδιά. 
Έτσι  ζούσε σε ένα μικρό διαμέρισμα στο υπόγειο μιας πολυκατοικίας , που αγόρασε η μαμά της και κάθε ευρώ το μετρούσε, αλλά η καρδιά  της ήταν τόσο μεγάλη που χωρούσε τον κόσμο ολάκερο.
Δική της οικογένεια δεν μπόρεσε να κάνει, αν κι είχε ερωτευτεί κάποιον συνομιλούν της, όταν ήταν μαθήτρια, αλλά μετά την αποφοίτηση από το λύκειο οι δρόμοι τους χώρισαν για πάντα . Το μυαλό της όμως ήταν πάντα σε εκείνη την πλατωνική αγάπη  που δεν καρποφόρησε. 

Όταν ήταν δέκα χρονών η μαμά της,  της εξομολογήθηκε ότι ο Θεός δεν τους αξίωσε να γίνουν γονείς και έτσι την είχαν υιοθετήσει μωρό ακόμη, από μια πολύτεκνη οικογένεια , από άλλη πόλη κι αν ήθελε να τους γνωρίσει, θα την πήγαινε  να τους δει. Αυτή αρνήθηκε κατηγορηματικά, γιατί για αυτήν οι αληθινοί γονείς της ήταν αυτοί που της έδωσαν αμέριστη αγάπη σαν δικό τους παιδί και δεν μπορεί να δεχτεί και να αγαπήσει άλλους γονείς. 

Μόλις είδε το αγόρι αυτό, κάτι μέσα της έσπασε. Ίσως γιατί της θύμισε τον εαυτό της, ίσως  θυμήθηκε τα δικά της δύσκολα χρόνια,  Ίσως γιατί δεν άντεχε άλλο να βλέπει τη σιωπή στα μάτια των παιδιών.
Τον πλησίασε διακριτικά και του άφησε το σάντουιτς  που είχε αγοράσει για αυτήν κι ένα μπουκάλι νερό, χωρίς να πει λέξη καμμιά. Ο Νίκος το πήρε δειλά  δειλά, με ένα αχνό χαμόγελο στα χείλη και με τα μάτια χαμηλωμένα. 

Την επόμενη μέρα του έφερε  πάλι φαγητό και ένα δεύτερο μπουφάν. Την τρίτη, του μίλησε:

-Πώς σε λένε;

- Νίκο.

-Πού μένεις, Νίκο;

-Πουθενά.

Οι απαντήσεις του ήταν κοφτές. Δεν εμπιστευόταν. Είχε γνωρίσει ήδη ανθρώπους που τον είχαν εκμεταλλευτεί. Άλλοι του έταζαν φαγητό και τον χτυπούσαν. Άλλοι τον έστελναν να ζητιανέψει και του έπαιρναν τα λεφτά.

Η Μαρία δεν του ζήτησε τίποτα. Τον άφησε να αποφασίσει. Ώσπου ένα βράδυ, που ο ουρανός έσταζε και ο αέρας ούρλιαζε, τον βρήκε στην είσοδο της πολυκατοικίας της. Δεν της ζήτησε να μπει. Καθόταν στο πεζοδρόμιο. Βρεγμένος και τρέμοντας. 
Ήταν ξημέρωμα της γιορτής της μητέρας 

Έλα, του είπε μόνο.

Δεν είχε τίποτα να του προσφέρει εκτός από ένα στρώμα στο πάτωμα, λίγο  φαγητό και μια κουβέρτα, μα  είχε να του προσφέρει πολύ αγάπη Κι όμως, αυτά ήταν τα πιο πολύτιμα πράγματα που είχε ποτέ ο Νίκος. 

Την επόμενη μέρα τον πήγε σε ένα κέντρο για άστεγους ανηλίκους. Έμεινε μαζί του, πάλεψε με την γραφειοκρατία, με κοινωνικές υπηρεσίες, με νόμους που έκαναν το πιο απλό , δύσκολο .
Τι  δηλ.  ένα παιδί να έχει σπίτι. Τελικά, με την επιμονή της και τη βοήθεια μιας  κοινωνικού λειτουργού, της έδωσαν προσωρινή επιμέλεια.
Οι μέρες κύλησαν. Ο Νίκος ξαναβρήκε το γέλιο του, και η Μαρία βρήκε λόγο να ελπίζει. 
Έμαθαν να ζουν μαζί. Όχι ως μάνα και παιδί, όχι ακριβώς,  αλλά σαν δύο άνθρωποι που η ζωή  τούς φέρθηκε άσχημα κι εκείνοι βρήκαν τρόπο να χτίσουν το δικό τους καταφύγιο μέσα της.
Οι πρώτοι μήνες ήταν δύσκολοι.
 Ο Νίκος είχε συνηθίσει να κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό και να φυλάει το φαγητό του μην του το πάρουν. Πολλές νύχτες ξυπνούσε από εφιάλτες. Έκανε καιρό να αφήσει την κουβέρτα του κι ακόμα περισσότερο να κοιμηθεί χωρίς να φοβάται.

Η Μαρία προσπαθούσε να κρατήσει ισορροπίες. Πήγαινε στη δουλειά, τον άφηνε στο σχολείο, έπλενε, μαγείρευε, διάβαζε μαζί του κι όταν έπεφτε στο στρώμα της το βράδυ, δεν είχε κουράγιο ούτε να σκεφτεί. Αλλά χαμογελούσε, γιατί έβλεπε τον Νίκο να αρχίζει να σηκώνει κεφάλι. Να κοιτάει τους ανθρώπους στα μάτια. Να ζητά βιβλία. Να έχει μια ατέλειωτη δίψα μάθησης .

Όμως τίποτα δεν ήταν εύκολο. Στη γειτονιά κάποιοι σχολίαζαν  άσχημα . "Τον περιμάζεψε; Δεν έχει δικά της παιδιά; Τι το θέλει ανύπαντρη γυναίκα ;" 
Μια φορά ήρθε και κοινωνική λειτουργός στο σχολείο, να ελέγξει. 
Να διαπιστώσει αν το παιδί ήταν "καλά". 
Κάποιοι ρωτούσαν τον Νίκο αδιάκριτα. 
Κάποια παιδιά τον κορόιδευαν. 
Εκείνος κλεινόταν  πάλι μέσα του. 
Όμως η Μαρία ήταν εκεί. 
Δεν του έταζε παραμύθια, δεν του έλεγε πως όλα θα φτιάξουν αμέσως. 
Του έλεγε μόνο την αλήθεια. 
Όμως υπήρχαν και κάποιοι πονόψυχοι  άνθρωποι που τους βοηθούσαν με ρούχα, τρόφιμα και  κάποια παιχνίδια από τα δικά τους παιδιά .  

Η Μαρία όταν τον έβλεπε κάποιες φορές συννεφιασμένο , του έλεγε με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη, σφίγγοντας τον στην αγκαλιά της 

-Νίκο μου , δεν έχει σημασία από πού ήρθες, σημασία έχει πού εσύ επιθυμείς να πας.

Ο Νίκος επιτέλους βρήκε τη δική του οικογένεια όχι από αίμα αλλά από ψυχή.

Τα χρόνια πέρασαν. Ο Νίκος μεγάλωσε, έγινε δεκαπέντε, ύστερα δεκαοχτώ. 
Η Μαρία είχε ανοίξει τελικά δικό της μικρό μαγαζί. Έραβε νυφικά, κουστούμια, κουρτίνες. 
Ό,τι έφερνε ο κόσμος. 
Ο Νίκος βοηθούσε μετά το σχολείο. Έμαθε να μετρά, να κόβει, να ράβει. Ήθελε να κάνει κάτι δικό του. Όχι απαραίτητα ράφτης, αλλά δημιουργός. Ήθελε να χτίσει κάτι όπως η Μαρία είχε χτίσει εκείνον.
Στα δεκαεννιά του έδωσε εξετάσεις και πέρασε σε μια σχολή γραφιστικής. Είχε δικό του λάπτοπ,  δώρο που του έκανε η Μαρία με δανεικά. 
Δεν της το είπε ποτέ, αλλά έκλαψε όταν του το έδωσε.
Κάποια μέρα, σε μια συνέντευξη για να εργαστεί σαν υπάλληλος, τον ρώτησαν:
-Ποια ήταν η πιο δύσκολη στιγμή της ζωής σου;
Και  εκείνος απάντησε:
-Όταν νόμιζα πως κανείς δεν νοιάζεται για μένα. Αλλά έκανα πολύ μεγάλο λάθος.

Δέκα χρόνια πέρασαν από τότε που ο Νίκος πέρασε για πρώτη φορά το κατώφλι του υπογείου της Μαρίας. 
Τώρα, στα είκοσι εννέα του, έχει δική του μικρή δημιουργική εταιρεία,  δουλεύει με γραφίστες, φωτογράφους, σχεδιάζει λογότυπα, αφίσες, εξώφυλλα. 
Όχι κάτι μεγαλοπρεπές. Μα είναι δικό του δημιούργημα. 
Και κάθε του έργο έχει μια σκιά από τη Μαρία, τις ραφές της, την υπομονή της, το μάτι της  που έκοβε σε κάθε λάθος αλλά και την αγάπη της πάνω του,  σε κάθε λεπτό της ζωής του.
Η Μαρία, λίγο μεγαλύτερη πια, έχει ακόμα το μαγαζάκι της. Τα χέρια της πονάνε καμιά φορά, τα μάτια κουράζονται πιο εύκολα. Αλλά κάθε πρωί σηκώνεται, πίνει καφέ στο ίδιο ποτήρι, και ανοίγει το μαγαζί όπως πάντα. Ο Νίκος έρχεται συχνά. 
Της φέρνει γλυκά, φρούτα, λογαριασμούς πληρωμένους.

Μια μέρα, εκεί που καθόντουσαν στο παγκάκι μπροστά στο μαγαζί, του είπε:

- Δεν σε γέννησα, αλλά ήσουν πάντα το παιδί μου.
Και εκείνος απάντησε:
-Δεν με μεγάλωσες για να σου πω "ευχαριστώ". 
Με μεγάλωσες για να συνεχίσω τη ζωή μου .

Στο σπίτι της, πάνω από το τραπέζι, υπάρχει μια φωτογραφία από την αποφοίτησή του. Κάθε τόσο την κοιτάει και λέει στον εαυτό της:

Δεν έκανα πολλά στη ζωή μου. Αλλά αυτό το παιδί… ήταν το σωστό πράγμα, την σωστή στιγμή.

Και κάπως έτσι, μέσα στον θόρυβο μιας πόλης που ξεχνά, η Μαρία και ο Νίκος θυμίζουν πως κάποιες οικογένειες δεν φτιάχνονται με αίμα. 
Φτιάχνονται με επιλογή. 

Δίδαγμα : 
Κάποιες μαμάδες,  μπορεί να μην γεννούν δικά τους  παιδιά αλλά στέκονται σαν αληθινές μαμάδες  και τ' αγαπούν ίσως και  περισσότερο από αυτές.. 
------


3.Το Σημάδι του Θεού

Μια ψυχή μόνη ,  κουρασμένη , πληγωμένη από την κακία του κόσμου ,  προσευχόταν πολλά  χρόνια και  ζητούσε από τον Θεό ένα σημάδι, έστω τόσο δα,  μια απάντηση μέσα στην έρημο της μοναξιάς. 

Κάθε βράδυ άνοιγε την καρδιά της σαν θυρίδα, με δάκρυα και φόβο και περίμενε.

Ώσπου μια μέρα, σαν να της απάντησε ο Θεός, η πόρτα της ζωής της άνοιξε. Μπήκε ένας άνθρωπος που έλαμπε ολόκληρος. με φως αβίαστο,  χωρίς μεγαλοστομίες. 

Έφερνε μαζί του αγάπη, τρυφερότητα· πλησίασε την ψυχή εκεί που κανείς δεν είχε τολμήσει να την  κοιτάξει,  χωρίς να φοβηθεί. Χάιδεψε τις πληγές της και φίλησε με σεβασμό  και καλοσύνη τα  πιο κρυφά και πληγωμένα μέρη της .

Σιγά σιγά, η ψυχή στάθηκε ξανά στα πόδια της. Ένιωσε πως μπορεί να ζήσει, να ελπίσει, να ανασάνει. Ένιωσε να βαδίζουν πλάι - πλάι  μαζί .με ένα άνθρωπο.

Μα τότε, γεμάτη τρόμο μήπως χάσει ξανά όσα βρήκε,  ξύπνησε ο φόβος, ο παλιός φύλακας. Αντί για ευγνωμοσύνη, ήρθε η  άμυνα. Άπλωσε τα χέρια και  τον έσπρωξε με βία , τον κλώτσησε και μάτωσε την ψυχή του, την αθωότητά του.

Κι όμως, δεν έπαψε να φέρει φως. Έμεινε για λίγο σιωπηλός,  χωρις να αντιδράσει και  δεν κράτησε μέσα του κακία.  Δεν επέτρεψε στις πληγές της ψυχής να φέρει κι άλλη πληγή . 

Γιατί ήξερε πως όποιος πονάει πολύ, δυσκολεύεται να δεχτεί αγάπη.

Όμως από εκεί και πέρα  τα βήματά του έγιναν πιο προσεκτικά. Άρχισε σιγα- σιγά  να απομακρύνεται από κοντά της. 

Η ψυχή, μόλις έμεινε μόνη πάλι, αισθάνθηκε την αλήθεια της απώλειας και τότε κατάλαβε πως πολλές φορές η σωτηρία δεν είναι κάποιο θαύμα με αστραπές, αλλά μια ζεστή αγκαλιά που περιμένει να την αποδεχτείς και να μοιραστείς κάθε σου συναίσθημα 

Μερικές φορές ο Θεός απαντά στις προσευχές μας όχι με θαύματα, αλλά με ανθρώπους. 

Μα η μεγαλύτερη δοκιμασία δεν είναι να λάβουμε το δώρο, αλλά να το αναγνωρίσουμε και να το κρατήσουμε χωρίς να το φοβηθούμε.

Αλλά όταν πετάς τα δώρα που στέλνει ο Θεός ,  ανθρώπους τρυφερούς  που σε αγάπησαν ανιδιοτελως , είναι σαν να πετάς τον ίδιο τον Θεό  . 

Γιατί  μια αγάπη που έρχεται  να σκεπάσει τους καημούς σου , είναι πολύτιμη και εύθραυστη. Όταν τη βρεις — έστω και μέσα στην αμηχανία σου — μην κάνεις το λάθος να τη διώξεις ,  κράτα την σφιχτά σαν πολύτιμο θησαυρό.

 Η απόρριψη μπορεί να μοιάζει ασφάλεια, αλλά συχνά είναι η πιο παγωμένη μοίρα.

Δίδαγμα:

Δεν χρειάζεται  κανείς να φοβάται  και να δοκιμάζει  αντοχές ανθρώπων, όταν μπορεί να επιβιώνει με  αγάπη και  τρυφερότητα. 

------

 4. Τα Χελιδόνια της Σμύρνης"

Στη Σμύρνη, πριν από πολλά χρόνια, ζούσαν δυο αχώριστοι φίλοι.ο -Αλέκος και ο Κερέμ. Όπως καταλαβαίνετε ο Αλέκος ήταν Έλληνας και ο Κερέμ Τούρκος.

 Κάθε μέρα στο σχολείο έπαιζαν μαζί ,  διάβαζαν μαζί και έπαιζαν μαζί στην αγορά. Έτρωγαν μαζί μερικές φορές και  κοιμόταν μαζί. Κάποιες φορές  πήγαιναν στη γιαγιά του Κερέμ αφού τους τάιζε τους έδινε και λουκούμια και  μετά έπαιζαν στην αυλή της και σκαρφάλωναν στις συκιές ψάχνοντας φώκιες χελιδονιών 

 Ποτέ  δεν καταλάβαιναν γιατί κάποιοι μεγάλοι μιλούσαν για "διαφορές". Αυτοί ένιωθαν  ίδιοι: γελούσαν με τα ίδια αστεία και αγαπούσαν τα ίδια χελιδόνια που φώλιαζαν στις στέγες.

Μια μέρα, όλα άλλαξαν. Η πόλη γέμισε φόβο, φωτιά , ουρλιαχτά  καπνό και αίμα. Οι δρόμοι, που κάποτε ήταν γεμάτοι ζωή, άδειασαν. Ήρθε  η μικρασιατική καταστροφή  και ο μεγάλος διωγμός των Ελλήνων . Οι οικογένειες χωρίστηκαν.Ο Αλέκος με την οικογένειά του έπρεπε να φύγουν για την Ελλάδα, κι ο Κερέμ έμεινε πίσω.

Πριν φύγει, ο Κερέμ μαζί με το φιλί  έδωσε στον φίλο του ένα μικρό ξύλινο χελιδόνι που είχε φτιάξει μόνος του.

" Για να με  θυμάσαι εκεί που πας " , του είπε με δάκρυα" 

Ο Αλέκος κράτησε το χελιδόνι σφιχτά  στην αγκαλιά του,  ενώ πάνω του  έσταζαν δάκρυα και του είπε

" Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ! Θα σε ξαναβρώ, όπου κι αν είσαι, όπου κι αν πας . Σου το υπόσχομαι! " .

Πέρασαν χρόνια. Οι δυο φίλοι μεγάλωσαν σε διαφορετικές χώρες, δεν βρέθηκαν ποτέ μαζί αν κι αναζητούσαν ο ένας τον άλλον Μα δεν ξέχασαν ποτέ τη παιδική φιλία τους και την αγάπη τους που ήταν χαραγμένη ανεξίτηλα στην τρυφερή καρδούλα τους. 

 Και κάπου, κάποτε, σε μια έκθεση  παιδικού βιβλίου στη Θεσσαλονίκη,   ένας άντρας καθώς κοιτούσε  ανέμελα, είδε ένα βιβλίο με εξώφυλλο " "Τα χελιδόνια της Σμύρνης" με μια φωτογραφία  δύο αγόρια   κι από πάνω από τη Σμύρνη να πετούν χελιδόνια. 

Τα  δάκρυά  του έτρεχαν ασταμάτητα  από τα μάτια του, όταν είδε την φωτογραφία, το όνομα του συγγραφέα και την αφιέρωση στην πρώτη σελίδα. 

Ο Κερέμ είχε βρει τον Αλέκο τον παιδικό του φίλο,  με λόγια καρδιάς,  των δικών τους παιδικών αναμνήσεων, την  παιδική τους αγάπη και τη δύναμη της ειρήνης μέσα στις  σελίδες ενός βιβλίου αφιερωμένο στον  ίδιο.

Διδαγμα::

Η φιλία και η αγάπη δεν έχουν πατρίδα. Οι καρδιές των παιδιών μπορούν να γεφυρώσουν ακόμα και τα πιο βαθιά χάσματα, αρκεί να μείνουν ανοιχτές  και να γίνονται μαθήματα ζωής μέσα σε σελίδες βιβλίου. 

------

🌱 Ενότητα 2: Η Σοφία του Δρόμου

Η ζωή είναι γεμάτη από δρόμους και σταυροδρόμια∙ άλλοι στρωμένοι, άλλοι γεμάτοι αγκάθια.

Κάθε δοκιμασία κρύβει μέσα της ένα άνθος, και κάθε άνθος μια υπόσχεση σοφίας.

Μέσα από τα λόγια ενός γέροντα  μέσα σε δρόμους για  αναζήτηση φωτός , θα συναντήσουμε ξανά την αξία της υπομονής και της μάθησης.

---

1. Ή δοκιμασία του νέου 



Σε μια γη που τη σάρωναν οι άνεμοι, ζούσε ένας νέος που ήθελε να μάθει ποιοι τον αγαπούσαν αληθινά.

«Θα τους δοκιμάσω» έλεγε. «Όποιος αντέξει, αυτός είναι άξιος να μείνει δίπλα μου».

Μια νύχτα πήγε σε έναν σε σοφό  γέροντα που μιλούσε με τα αστέρια. Οι άνθρωποι συνήθιζαν να τον επισκέπτονται για να τους δώσει συμβουλές στις δυσκολίες τους.

— Θέλω να μάθω ποιοι είναι δυνατοί δίπλα μου. Σκέφτομαι να τους δοκιμάσω, να τους σπρώξω στα όριά τους, για να δω αν αξίζουν να σταθούν κοντά μου"  είπε στον γέροντα 

 Ο γέροντας χαμογέλασε και  τον οδήγησε στον κήπο του. Εκεί, ανάμεσα σε πέτρες, υπήρχαν δύο άνθη. Το ένα το ποτίζε καθημερινά με τρυφερότητα κι αγάπη· το άλλο το άφηνε στον ήλιο χωρίς νερό, «για να αντέξει». Το πρώτο άνθιζε όλο και πιο πολύ, το δεύτερο μαράζωνε.

— "Βλέπεις παιδί μου "; του είπε. 

Το ένα το  πότιζα κάθε μέρα με σταγόνες νερού , αγάπης  και τρυφερότητας και άνθιζε  συνεχώς γεμάτο χρώματα κι αρώματα. 
Το άλλο το άφησα νηστικό στον ήλιο, «για να δοκιμάσω την αντοχή του· και αυτό λύγισε, μαράθηκε, έγειρε στη σιωπή.
Δεν χρειάζεται κανείς να δοκιμάζει αντοχές ανθρώπων, όταν μπορεί να επιβιώνει με αγάπη και τρυφερότητα. Η αληθινή δύναμη δεν φαίνεται και δεν μετριέται με τις πληγές που προκαλείς, αλλά στο άνθισμα που βοηθάς να γεννηθεί."

Ο νεαρός κατάλαβε και από τότε, αντί να «δοκιμάζει» όσους αγαπούσε, έμαθε να τους αγκαλιάζει. Και είδε ότι η αγάπη, όταν τη μοιράζεις, κάνει τους ανθρώπους πιο δυνατούς απ’ όσο θα μπορούσαν ποτέ να γίνουν με δοκιμασίες.

Γιατί έμαθε ότι όποιος δίνει αγάπη, χτίζει γύρω του κήπους.
Και οι κήποι είναι πάντα πιο δυνατοί από τις ερήμους.

2. Ο ζητιάνος και το κασελάκι


Ήταν κάποτε σε ένα τόπο μακρινό , ένας ζητιάνος στου δρόμους. 
Από μικρός καθόταν στο ίδιο σημείο, κάθε μέρα, και περίμενε να του δώσουν οι περαστικοί μερικά
κέρματα για να μπορέσει να φάει.
Κάποια στιγμή, περνάει από εκείνον
το δρόμο ένας άγνωστος γέρος , καθηγητής της Ιστορίας.
Βλέπει τον ζητιάνο, γουρλώνει τα μάτια του και τρέχει προς το μέρος του.
-"Ξέρεις τι είναι αυτό πάνω στο οποίο κάθεσαι;!;"
του φωνάζει προτού καν προλάβει να πλησιάσει.
-"Ένα παλιό κασελάκι που το έχω και κάθομαι πάνω του από τότε που γεννήθηκα!"
του λέει με περηφάνια ο ζητιάνος.
-"Ξέρεις, άνθρωπέ μου, ότι αυτό είναι ένα  σεντούκι θησαυρού;"
-"Μα τι λες τώρα, αυτό είναι το κασελάκι μου, το έχω από μικρός."
-"Το έχεις ανοίξει ποτέ σου να το δεις; Έχει μεγάλο θησαυρό μέσα του!"
-"Είσαι με τα καλά σου;
Δεν ξέρεις τι λες! Όχι δεν το έχω ανοίξει και ούτε θέλω, προτιμώ να κάθομαι πάνω του και δε θέλω να το χαλάσω.
Έχεις κανένα κέρμα;" του λέει ο ζητιάνος, περιμένοντας τον άγνωστο να φύγει.
Και έτσι, συνέχισε να κάθεται στη γωνιά του, περιμένοντας ελεημοσύνη απ'τους περαστικούς, χωρίς να έχει ιδέα τι υπήρχε κάτω απ'τα πόδια του για τόσα χρόνια...
--------------

Δίδαγμα : 

Έτσι είμαστε και εμείς, σαν και αυτόν τον ζητιάνο.
Πόσα δώρα έχουμε  που τα παίρνουμε για δεδομένα.
Αλλά όταν τα χάσουμε, τότε μόνο καταλαβαίνουμε τι αξία είχαν πραγματικά για εμάς.

------

3. Φως στη νύχτα

Σε ένα μικρό χωριό στους πρόποδες ενός βουνού, η νύχτα έπεφτε πάντα βαριά. Οι άνθρωποι συνήθισαν να ζουν φοβισμένοι, με τα φώτα σβηστά, να κλειδαμπαρώνουν τα σπίτια τους και να πιστεύουν ότι το σκοτάδι ήταν ανίκητο.

Ο φόβος έγινε συνήθεια, και η συνήθεια φυλακή.
Έτσι η νύχτα απλωνόταν πάνω στο χωριό σαν σιωπηλή σκιά που έπνιγε τις ψυχές.

Η Ελένη, ένα μικρό κορίτσι , ωστόσο, δεν μπορούσε να αρκεστεί σε αυτήν τη σκιά.
Καθόταν κάθε βράδυ στο παράθυρο, κοιτώντας τον ουρανό και τα αστέρια, αναζητώντας κάτι που να θυμίζει πως πέρα από το σκοτάδι υπάρχει φως.
Ένα βράδυ, ανάμεσα στα δέντρα, διέκρινε μια αχνή λάμψη. Δεν ήξερε αν ήταν όνειρο, ψευδαίσθηση ή πραγματικότητα·.

Παρά τον φόβο της, αποφάσισε να  βγει έξω να την ακολουθήσει.
Περπατώντας ανάμεσα στα δέντρα, το φως δυνάμωνε ώσπου , στο βάθος του δάσους βρήκε ένα παλιό φανάρι πάνω σε μια πέτρα ξεχασμένο, σκονισμένο, μα με μια σπίθα ακόμα ζωντανή.
Το άναψε. Το φως δεν ήταν δυνατό, αλλά αρκούσε για να σπάσει την απόλυτη σκοτεινιά και το δάσος έγινε πιο  φιλικό.
Με εκείνο το μικρό φως, γύρισε πίσω στο χωριό

Οι άνθρωποι την κοίταξαν γεμάτοι δυσπιστία.
"Τι μπορεί να αλλάξει ένα τόσο μικρό φως;"
έλεγαν. Μα το σκοτάδι γύρω τους υποχώρησε έστω και λίγο, και αυτό ήταν αρκετό.
Άρχισαν να βγαίνουν σιγά-σιγά από τα σπίτια τους
και ν' ανάβουν τα φανάρια τους , μέχρι που η νύχτα δεν ήταν πια εχθρός, αλλά καμβάς για τα μικρά τους φώτα που  σκόρπιζε  θαλπωρή.

Κι έτσι κατάλαβαν πως το σκοτάδι δεν νικιέται με μάχη, αλλά με τόλμη.
Δεν χρειάζεται μεγάλα όπλα· μόνο το θάρρος να κρατήσεις ένα μικρό φως αναμμένο και να μην το αφήσεις να σβήσει.

Από τότε, κάθε βράδυ, το χωριό άναβε τα φανάρια του. Και όλοι θυμόντουσαν πως χρειάστηκε μόνο ένα μικρό παιδί να τολμήσει να φέρει το πρώτο φως στη νύχτα.

Δίδαγμα : 

Οι φόβοι, οι προκαταλήψεις, η αδράνεια φέρνουν σκοτάδι στην ψυχή. Αρκεί ένας άνθρωπος μόνο να  τολμήσει, για να εμπνεύσει τους άλλους και να αλλάξει την κοινή μοίρα.

-----

🪞 Ενότητα 3:  Ο Ομορφιά της Καρδιάς

Η όμορφη Καρδιά  μοιάζει σαν κήπος που αν το ποτίζεις και το προσέχεις πάντα θα ανθίζει και θα μοσχοβολα. 

Μοιάζει όπως και σαν καθρέφτης που δεν βλέπει  τον κόσμο όπως είναι, αλλά όπως αισθάνεται αυτή μέσα της 

Εάν κουβαλά σκέψεις σκοτεινές που  γίνονται  σκιές τότε θα γίνουν σκιές με τις οποίες κρίνουμε τους άλλους.

Η καρδιά, όμως, όταν καθαρίσει, γίνεται καθρέφτης καθαρός, ένας κήπος ανθισμένος  ικανός να  αντανακλά αλήθεια και να σκορπά αγάπη .

------

1. Ο Αμετανόητος κήπος 

Σε μια άκρη του κόσμου, εκεί όπου οι πέτρες ήταν πιο πολλές από το χορτάρι, απλώνονταν ένας μικρός κήπος. Κανείς δεν ήξερε πώς γεννήθηκε,∙ λέγανε πώς , μια γυναίκα κουρασμένη από ταξίδι στάθηκε εκεί, έσπειρε λίγους σπόρους και ύστερα χάθηκε στο δρόμο της.

Οι σπόροι φύτρωσαν και γέμισαν τη γη με χρώματα. Ο κήπος δεν κράτησε τίποτα για τον εαυτό του: μοίραζε το άρωμά του στον αέρα, τη δροσιά του στο χώμα, τα άνθη του στους περαστικούς. 
Τα παιδιά έπλεκαν στεφάνια, οι γέροντες έβρισκαν σκιά, τα πουλιά έκαναν τις φωλιές τους.

Κάποιοι όμως δεν σεβάστηκαν τη γενναιοδωρία του. Έκοβαν τα λουλούδια άγρια, ξερίζωναν φυτά για να τα πουλήσουν, ή απλώς περνούσαν αδιάφοροι, κοιτάζοντας μόνο τον δρόμο μπροστά τους. Ο κήπος πόνεσε∙ για μια στιγμή σκέφτηκε να κλείσει τα άνθη του και να μη δίνει τίποτα άλλο.
Μα τότε φύσηξε ο άνεμος και του ψιθύρισε:
— "Η αξία σου δεν είναι στο πώς σε κοιτούν οι άλλοι, αλλά στο ότι υπάρχες για να δίνεις. Άνθισε ξανά, γιατί αυτή είναι η αλήθεια σου."

Κι έτσι έκανε. 
Κάθε άνοιξη άνοιγε πιο δυνατά τα πέταλα, κάθε καλοκαίρι γέμιζε τον τόπο με ζωή.
 Εκείνοι που δεν τον εκτίμησαν, έφευγαν και μετά μετανίωναν όταν έβρισκαν μόνο πέτρα και σκόνη στο μονοπάτι τους.

Ο κήπος όμως δεν μετάνιωσε ποτέ. 
Γιατί ήξερε ότι το να χαρίζεις είναι το μόνο 
που αφήνει αληθινό αποτύπωμα στον κόσμο

 Δίδαγμα :
Δεν έχει σημασία πως σε κρίνουν οι άλλοι , σημασία έχει να υπάρχεις , να ζεις, και να προσφέρεις , γιατί έτσι αφήνεις το αποτύπωμα σου στη γη.

------

2.Το παιδί και ο κήπος 

Κάποτε, σε μια πολιτεία όπου οι άνθρωποι κουβαλούσαν κήπους μέσα στην καρδιά τους, οι κήποι αυτοί δεν φαίνονταν με τα μάτια· μόνο με την ψυχή μπορούσε κανείς να τους διακρίνει.

Γιατί αυτοί δεν μιλούσαν με τα μάτια μας μα με τα λόγια, αφού  υπήρχε ένας κήπος κρυμμένος μέσα σε κάθε καρδιά. Άλλοι τον φρόντιζαν με αγάπη, κι έτσι άνθιζαν τριαντάφυλλα, γιασεμιά και κρίνα που μοσχοβολούσαν σε όλη τους τη ζωή,  σκορπίζοντας  άρωμα και έδιναν χαρά σε όποιον πλησίαζε.

Άλλοι όμως, είτε από φόβο ή θυμό, τον άφηναν να μαραθεί· κι εκεί ξεπετάγονταν αγκάθια που τρυπούσαν όποιον πλησίαζε, γεμάτο τσουκνίδες.  Τότε οι καρδιές τους πονούσαν και πονούσαν και όσους τους πλησίαζαν.

Μια μέρα, ένα παιδί με καθαρό βλέμμα πέρασε από την πολιτεία. Όπου κι αν στεκόταν, οι άνθρωποι ένιωθαν γαλήνη και μύριζαν ευωδιά. Όλοι αναρωτήθηκαν πώς γίνεται να έχει τόσο όμορφο κήπο.

Το παιδί τους απάντησε:

— Κάθε μέρα ποτίζω τον κήπο μου με ευγνωμοσύνη και φροντίζω να ξεριζώνω τα αγκάθια πριν πληγώσουν. Έτσι, όσα δίνω επιστρέφουν σε μένα, και ο κήπος μου παραμένει ανθισμένος.

Κι από τότε, οι άνθρωποι θυμήθηκαν πως η καρδιά τους είναι σαν κήπος: ό,τι σπείρουν μέσα της, αυτό θα ανθίσει.

Δίδαγμα: 

Η καρδιά μας είναι σαν κήπος· αν τη φροντίζουμε με καλοσύνη, συγχώρεση και ευγνωμοσύνη, θα ανθίσει και θα σκορπίζει ομορφιά και χαρά γύρω μας. Αν την αφήσουμε χωρίς φροντίδα, θα γεμίσει αγκάθια που πληγώνουν εμάς και τους άλλους.

------

3. Ο Καθρέφτης της Ομορφιάς

Κάποτε, σε μια κοιλάδα ανάμεσα σε δυο βουνά, υπήρχε ένα παράξενο αντικείμενο: ένας καθρέφτης, καρφωμένος στο έδαφος, που δεν έδειχνε το είδωλο όποιου τον κοιτούσε. Αντίθετα, έδειχνε την ομορφιά του κόσμου, όπως αυτή καθρεφτιζόταν μέσα από τα μάτια εκείνου που τον πλησίαζε.

Οι χωρικοί τον ονόμαζαν Ο Καθρέφτης της Ομορφιάς, κι έρχονταν από μακριά για να τον κοιτάξουν. Άλλοι έβλεπαν ανθισμένα λιβάδια, γέλια παιδιών, ζεστές αγκαλιές και φωτεινά αστέρια. Έφευγαν με μάτια γεμάτα φως.

Κάποιοι που ήταν γεμάτοι κακία, έβλεπε μπροστά τους σκοτεινές  μορφές με μάτια σαν σκιές.

Κάποιοι άλλοι, που κουβαλούσαν  φόβους, έβλεπαν το είδωλό τους σπασμένο, γεμάτο ρωγμές.

Κι άλλοι όμως, κοιτώντας τον, έβλεπαν κατεστραμμένες πόλεις, δάκρυα σε μάτια μανάδων, μοναξιά σε γέρικες σκιές, και ένα βαθύ σκοτάδι που έμοιαζε να τα σκεπάζει όλα. Έφευγαν σιωπηλοί, με την καρδιά κομμένη στα δύο.

Μα όσοι είχαν αγάπη, έβλεπαν γύρω τους ένα φως απαλό που αγκάλιαζε και τους ίδιους και τους περαστικούς.

Ο καθρέφτης δεν έλεγε ψέματα. Δεν ήταν καλός ή κακός. Ήταν αληθινός .

Μια μέρα, ένα κορίτσι , η  Ελένη  πήγε να τον δει. Στο είδωλό της είδε ένα μωρό να γελά στα χέρια ενός πατέρα, αλλά ταυτόχρονα, πίσω από τη σκηνή, μια σκιερή φιγούρα να φεύγει μόνη μέσα στη βροχή. Γέλασε και δάκρυσε μαζί.

Κι ο καθρέφτης ράγισε. Όχι από λύπη. Από κατανόηση.

Από τότε, όποιος τον κοιτούσε, έβλεπε και τις δυο πλευρές – τη γλυκύτητα και την αγωνία, το φως και τη σκιά – την ομορφιά που κόβει, αλλά και θεραπεύει.

Γυρνώντας  η Ελένη στο σπίτι γεμάτη συγκίνηση μονολογούσε : 

—" Είναι αλήθεια. Ο κόσμος είναι όμορφος, αλλά η ομορφιά του πονάει κι ότι κουβαλάς μέσα σου καθρεφτίζεται . 

Αν  βλέπεις ανθρώπους γεμάτους κακία, ίσως κοιτάς τη δική σου σκιά. Αν τους βλέπεις  με καλοσύνη, ίσως καθρεφτίζεται η δική σου καρδιά.

Διδαγμα:

Η καρδιά είναι ο πρώτος καθρέφτης: ό,τι φωτίζει μέσα της, φωτίζει και τον κόσμο."

------

4. Η λερωμένη κούπα 

Ένα πρωινό ηλιόλουστο καλοκαιρινό , η κυρία Αγγελική σκέφτηκε να καλέσει για καφέ την καινούργια της γειτόνισσα, τη νεαρή Ελένη. 

Μάλιστα είχε φτιάξει και τυροπιτάκια, σαν καλή νοικοκυρά που ήταν . 

Τα σπίτια τους  ήταν μπροστά στη θάλασσα  

Το κύμα ανάσαινε στους τοίχους τους και οι γλάροι άφηναν τα φτερά στα παραθύρια.Η αλμύρα χαϊδευε το ξύλο των παντζουριών,και το φως — πάντα το φως —σκορπούσε σκιές από θαλασσινά όνειρα στους τοίχους..Όταν φυσούσε ο αέρας τα παραθυρόφυλλα δεν έκλειναν , χορεύανε ..

Γιατί το σπίτι μπροστά στη θάλασσα δεν είναι μόνο τοίχοι και κεραμίδια — είναι καρδιά.Που χτυπάει στον ρυθμό των κυμάτωνκαι θυμίζει στον άνθρωποπως κάποτε ήξερε να ζει πιο απλά, πιο βαθιά,πιο κοντά στο φως γεμάτο από αγάπη και καλοσύνη 

Της τον πρόσφερε με χαμόγελο και αγάπη, αλλά μόλις η Ελένη πήρε την πρώτη γουλιά, έκανε ένα μορφασμό.

"Τι συμβαίνει;" ρώτησε η Αγγελική με απορία , δεν σου άρεσε , μήπως θέλεις να σου φτιάξω άλλο 

" Συγγνώμη, απλώς… η κούπα είναι λερωμένα έχει ένα λεκέ. 

Νομίζω πως δεν πλύθηκε καλά."

Η Αγγελική κοίταξε την κούπα, αλλά δεν είδε τίποτα.

Απορημένη, την κοίταξε στα μάτια προσεκτικά και της χαμογέλασε.
"Κοίτα από την άλλη πλευρά του γυαλιού.
 Ο λεκές δεν είναι στην κούπα... είναι στα γυαλιά σου." 
Η Ελένη έβγαλε αμήχανα τα γιαλάκια της και τα έστρεψε προς τον ήλιο 
Ήταν γεμάτα σκόνη ίσως από την τσάντα της. 
Τότε κοίταξε την κούπα και είδε ότι ήταν ολοκάθαρη.

Η Αγγελική της γέλασε τρυφερά και της είπε με μάτια γεμάτα φως, αγάπη και καλοσύνη. 

"Έλα αγαπημένη μου μην στενοχωριέσαι, δεν έγινε και τίποτε , μην τα παίρνεις όλα τοις μετρητοίς. 
Μερικές φορές, αυτό που νομίζουμε πως βλέπουμε στους άλλους… είναι απλώς το αποτύπωμα από τα δικά μας γυαλιά.

Δίδαγμα: 

Μην πιστεύεις πως όλα έχουν μια μόνο όψη.
Ο κόσμος είναι καλειδοσκόπιο· γυρνάει, αλλάζει, μεταμορφώνεται ανάλογα με το πώς τον κοιτάς.
Να ζυγίζεις, ναι —
αλλά με την καρδιά και όχι μόνο με τη λογική.
Και πάνω απ’ όλα, να θυμάσαι: δεν είναι όλα όπως φαίνονται, ούτε όλα αξίζουν να τα κουβαλάς
σαν βεβαιότητες.
Άσε χώρο για το μυστήριο, για την αμφιβολία,
για την ελπίδα.

Γιατί στη ζωή, ό,τι δεν παίρνουμε τοις μετρητοίς ίσως είναι τελικά το πιο αληθινό.

------

💧 Ενότητα 4: Η Δύναμη της Σιωπής

Η σιωπή δεν είναι κενό∙ είναι γεμάτη φωνές που μιλούν χωρίς λέξεις.

Μέσα της ανθίζει η υπομονή, η εσωτερική δύναμη και η γνώση που δεν χρειάζεται θόρυβο.

---

1. Το Πηγάδι της Σιωπής

2. Η Σιωπή που έπλεκε Ιστορίες

3. Το δέντρο και ο άντρας 

-----

1. Το Πηγάδι της Σιωπής

Στην άκρη ενός χωριού υπήρχε ένα παλιό πηγάδι. Οι χωρικοί έλεγαν πως όποιος έσκυβε μέσα του και μιλούσε, έπαιρνε πίσω μια απάντηση. Άλλοτε γλυκιά, άλλοτε σκληρή, πάντα όμως αληθινή.

Ένας ανυπόμονος νεαρός πλησίασε το πηγάδι. Φώναξε δυνατά:

— «Θέλω να βρω την ευτυχία μου, πες μου πού είναι!»

Η φωνή του αντήχησε στα τοιχώματα και γύρισε πίσω απόκοσμα:

— «Περίμενε…»

Ο νέος θύμωσε. Ήθελε απαντήσεις γρήγορα, όχι σιωπές. Έφυγε απογοητευμένος.

Πέρασαν μέρες και μια ηλικιωμένη γυναίκα στάθηκε στο ίδιο πηγάδι. Έσκυψε σιωπηλή, χωρίς να μιλήσει. Άφησε μονάχα ένα δάκρυ να πέσει μέσα του. Το νερό αναταράχτηκε και φανέρωσε στην επιφάνεια μια εικόνα: ένα μονοπάτι λουσμένο στο φως, που οδηγούσε σε έναν μικρό κήπο.

Ο νέος, που παρακολουθούσε κρυφά, πλησίασε και ρώτησε:

— «Γιατί σε σένα μίλησε και σε μένα όχι;»

Κι εκείνη απάντησε:

— «Το πηγάδι μιλά μόνο όταν ξέρεις να σωπάς. Δεν απαντά στις κραυγές, αλλά στα δάκρυα και στην υπομονή. Η αλήθεια του αναδύεται μόνο μέσα στη σιωπή».

Κι έτσι ο νέος έμαθε ότι υπάρχουν πράγματα που δεν κατακτιούνται με θόρυβο, αλλά με ηρεμία. Και πως η υπομονή είναι σαν πηγάδι βαθύ — μέσα της κρύβεται το πιο καθαρό νερό.

Δίδαγμα:

Η σιωπή και η υπομονή δεν είναι αδυναμία· είναι δρόμοι που οδηγούν στη βαθύτερη αλήθεια. Όποιος ξέρει να σωπαίνει, μπορεί να ακούσει την ψυχή του

-----

2. Η Σιωπή που Έπλεκε Ιστορίες

Στην καρδιά ενός δάσους υπήρχε ένα ξέφωτο όπου οι άνθρωποι δεν τολμούσαν να μιλούν. Όχι γιατί κάποιος το απαγόρευε, αλλά γιατί μόλις άνοιγαν το στόμα τους, οι ήχοι χάνονταν, σαν να τους ρουφούσε ο αέρας.

Μια μέρα, έφτασαν στο ξέφωτο τρεις ταξιδιώτες: η Έλενα, ο Μάνος και το μικρό τους αδελφάκι, ο Νίκος. Στην αρχή έμειναν άφωνοι, νιώθοντας αμήχανα. «Δεν θα καταλάβουμε τίποτα εδώ» ψιθύρισε η Έλενα. Ο Μάνος κοίταξε γύρω και είδε τα δέντρα να κουνιούνται σαν να χαιρετούσαν. Ο Νίκος, αντίθετα, άρχισε να παρατηρεί: τα πουλιά, τις σκιές των φύλλων στο χώμα, ακόμη και την ανάσα των άλλων.

Σιγά σιγά κατάλαβαν κάτι παράξενο: η σιωπή δεν ήταν άδεια. Αν άφηναν την προσοχή τους να ταξιδέψει, άκουγαν ιστορίες που μιλούσαν χωρίς λέξεις. Η αγάπη της Έλενας για τον αδελφό της φαινόταν στα βλέμματα, η ανησυχία του Μάνου για την ομάδα τους έβγαινε στις κινήσεις του, και ο Νίκος, με τα μικρά του χέρια, ζωγράφιζε σιωπηλά χαμόγελα στον αέρα.

Κάθισαν εκεί ώρες. Όταν ήρθε η ώρα να φύγουν, το παιδί έγραψε στο χώμα με ένα κλαδί: «Η σιωπή σας με έμαθε περισσότερα από χίλιες φωνές». Και όλοι χαμογέλασαν, γιατί κατάλαβαν πως η σιωπή δεν ήταν ποτέ κενό. Ήταν ένας τόπος όπου οι ψυχές μιλούσαν χωρίς ήχο, πιο δυνατά από ποτέ.

Δίδαγμα: 

Η σιωπή δεν είναι αδυναμία ή κενό. Αν την ακούμε προσεκτικά, μπορεί να μας διδάξει όσα οι λέξεις δεν μπορούν — να μας φέρει πιο κοντά στους άλλους, να μας κάνει να καταλάβουμε τον εαυτό μας και να εκτιμήσουμε τα συναισθήματα που κρύβονται πίσω από τις φωνές.

-------

3.Το δέντρο και ο άντρας 

Σε μια μικρή πεδιάδα, στεκόταν ένα μεγάλο δέντρο. Οι ρίζες του ήταν βαθιές, τα κλαδιά του απλώνονταν σαν αγκαλιά, και τα φύλλα του χόρευαν με τον άνεμο.

Κοντά του ζούσε ένας άντρας.
Όταν ήταν παιδί, έτρεχε να σκαρφαλώσει στα κλαδιά, να βρει σκιά τις ζεστές μέρες και να ακούσει το θρόισμα των φύλλων σαν παραμύθι.
Το δέντρο ήταν για εκείνον φίλος, καταφύγιο και σύντροφος στο παιχνίδι.

Όμως τα χρόνια πέρασαν 
Ο άντρας μεγάλωσε. Δεν είχε πια χρόνο να παίζει. Ερχόταν μόνο όταν χρειαζόταν κάτι.
Μια μέρα ζήτησε από το δέντρο ξύλα για να χτίσει το σπίτι του.
Το δέντρο του έδωσε τα κλαδιά του με χαρά.
Άλλη φορά ζήτησε καρπούς για να πουλήσει στην αγορά.
Το δέντρο άφησε τους καρπούς του να πέσουν. Χρόνο με τον χρόνο, ο άντρας πήρε ό,τι μπορούσε.

Το δέντρο έμεινε γυμνό, με κορμό κομμένο και φύλλα λίγα. Κι όμως, δεν παραπονέθηκε.
Περίμενε.

Όταν ο άντρας γέρασε και δεν είχε πια δυνάμεις ούτε ανάγκες, ήρθε και κάθισε δίπλα του.
– Δεν έχω τίποτα πια να σου δώσω, είπε το δέντρο.
– Δεν θέλω τίποτα, αποκρίθηκε ο άντρας.
Θέλω μόνο να ξεκουραστώ.

Κι εκεί, στη ρίζα του, βρήκε γαλήνη.

Το δέντρο και ο άντρας έμειναν σιωπηλοί, κοιτάζοντας τον ουρανό.
Και ήταν σαν να μιλούσαν χωρίς λόγια...

Δίδαγμα

Η αγάπη δεν μετριέται με όσα δίνεις ή παίρνεις, αλλά με τη σιωπηλή παρουσία που σε κρατά όρθιο σε όλη σου τη ζωή. 

---

4. Το δέντρο και ο άνεμος 

Σε μια κοιλάδα γεμάτη πράσινο, ζούσε ένα  μεγάλο δέντρο.

 Ψηλό, με δυνατές ρίζες και φύλλα που άστραφταν στον ήλιο. 

Όλοι έβρισκαν σκιά και καταφύγιο κάτω από τα κλαδιά του. Τα πουλιά ανάμεσα στην πλούσια φυλλωσιά του πετούσαν χαρούμενα και  έκτιζαν τις φωλιές τους 

Ένας άνεμος περνούσε κάθε τόσο από εκεί , θαύμαζε το δέντρο  και το φύλλωμα του .Όμως  του άρεσε να  παίζει μαζί του, δοκιμάζοντας  τη δύναμη του δέντρου. 

Άλλοτε φύσαγε γλυκά, άλλοτε μαινόταν με ορμή, λυγίζοντας τα κλαδιά του.

"Δέντρο", του έλεγε, "πόσο  αλήθεια θα αντέξεις, κάποτε  σίγουρα θα πέσεις!"

Το Δέντρο έμενε σιωπηλό. 

Έσκυβε λίγο, λύγιζε, μα δεν έσπαγε, κι ας πονούσαν οι ρίζες του . .

"Δεν έχω να σου αποδείξω τίποτα", ψιθύριζε μέσα του".

Ο άνεμος συνέχισε χρόνια ολόκληρα να το δοκιμάζει, ώσπου κουράστηκε. 

Ένα βράδυ, ξάπλωσε να ξεκουραστεί και σκέφτηκε:

"Ίσως η δύναμη δεν είναι να λυγίζεις τους άλλους, αλλά να αντέχεις εσύ ο ίδιος τη σιωπή τους".

Έτσι, ο άνεμος αποφάσισε να μην παίζει άλλο μαζί του, να  ησυχάσει  και το δέντρο, χωρίς να έχει φωνάξει, χωρίς να έχει πολεμήσει, είχε κερδίσει.

Δίδαγμα: 

 Η αληθινή δύναμη δεν χρειάζεται φωνές ούτε μάχες. Είναι η σιωπή, η αντοχή και η ρίζα που ξέρει πού ανήκει.

----

🌾 Ενότητα 5: Σπόροι Ελπίδας

Όπως ο χειμώνας κρύβει μέσα του την άνοιξη, έτσι και κάθε δυσκολία φυλάει τον σπόρο μιας νέας αρχής.

Η ελπίδα είναι ο αθέατος ήλιος που θερμαίνει ακόμη και το πιο παγωμένο χώμα, για να φυτρώσει ένας μικρός σπόρος 

Σε αυτές τις  ιστορίες, θα δούμε πώς η πίστη στη ζωή μπορεί να φυτρώσει εκεί που όλα φαίνονται χαμένα.

1. Ο Σπόρος και ο χειμώνας 

2. Ο Σπόρος της ελπίδας 

--

1.Ο Σπόρος και ο Χειμώνας

Σε μια γη σκεπασμένη από χιόνια, όλοι πίστευαν πως τίποτα δεν μπορούσε να ζήσει. Ο αέρας ήταν παγωμένος, τα δέντρα γυμνά, και οι άνθρωποι περίμεναν την άνοιξη με αγωνία.

Μα βαθιά μέσα στο χώμα, ένας μικρός σπόρος ψιθύριζε:

— «Φοβάμαι το σκοτάδι και το κρύο. Μήπως δεν αντέξω;»

Η γη τον αγκάλιασε τρυφερά και του απάντησε:

— «Μην ανησυχείς. Ο χειμώνας δεν ήρθε να σε καταστρέψει, αλλά να σε δυναμώσει. Σου φαίνεται σαν θάνατος, μα είναι προετοιμασία για ζωή».

Κι έτσι ο σπόρος έμεινε σιωπηλός. Δεν βιάστηκε. Περίμενε.

Οι μήνες πέρασαν, το χιόνι έλιωσε, ο ήλιος ζέστανε τη γη. Και τότε, εκεί που όλοι έβλεπαν μόνο παγωνιά, ένα μικρό πράσινο βλαστάρι ξεπρόβαλε.

Οι άνθρωποι θαύμασαν:

— «Πώς άντεξες;»

Κι εκείνος χαμογέλασε:

— «Δεν με έσωσε η δύναμή μου, αλλά η υπομονή μου. Ο χειμώνας δεν ήταν το τέλος μου, ήταν η αρχή της άνοιξής μου».

Δίδαγμα:

Οι δυσκολίες μοιάζουν με χειμώνες. Παγώνουν την ψυχή, αλλά κρύβουν μέσα τους τον σπόρο της άνοιξης. Όποιος αντέξει με πίστη και υπομονή, θα δει την ελπίδα να ανθίζει ξανά.

-------

2. Ο Σπόρος της ελπίδας 

Σε ένα μικρό χωριό που έζησε πολλά χρόνια σκληρής ξηρασίας, οι άνθρωποι είχαν σχεδόν ξεχάσει τι σημαίνει χαρά. Τα σπίτια ήταν φτωχά, τα πρόσωπα κουρασμένα, και τα παιδιά είχαν σταματήσει να παίζουν.

Μια μέρα, ένας ηλικιωμένος περιπλανώμενος έφτασε στο χωριό με μια μικρή σακούλα στο χέρι. Την άνοιξε μπροστά σε όλους και έβγαλε έναν μόνο σπόρο. «Αυτός είναι ο Σπόρος της Ελπίδας», είπε. «Φυτέψτε τον, φροντίστε τον, και δείτε τι θα γίνει».

Οι χωρικοί γελούσαν στην αρχή. «Ένας μόνο σπόρος; Τι θα αλλάξει;» αναρωτήθηκαν. Όμως ένα μικρό κορίτσι, η Μαρία, πήρε τον σπόρο και τον φύτεψε με προσοχή στο μικρό της κήπο. Κάθε μέρα τον πότιζε, μιλούσε στον σπόρο, του τραγουδούσε.

Μέρες πέρασαν και τίποτα δεν φαινόταν να μεγαλώνει. Ο κόσμος άρχισε να ξεχάσει τον σπόρο. Αλλά η Μαρία συνέχιζε, πιστεύοντας. Και τότε, ένα πρωί, ένα μικρό πράσινο φύλλο βγήκε από τη γη. Σιγά σιγά, το φυτό μεγάλωνε, και μαζί του μεγάλωνε και η διάθεση των ανθρώπων. Οι χωρικοί άρχισαν να φυτεύουν κι αυτοί, να περιποιούνται, να γελούν ξανά. Το χωριό άνθισε, όχι μόνο με φυτά, αλλά και με ελπίδα.

Δίδαγμα: 

Ένας μόνο σπόρος μπορεί να αλλάξει πολλά — όταν υπάρχει πίστη, φροντίδα και υπομονή. Η ελπίδα είναι σαν σπόρος: χρειάζεται να την ποτίζουμε για να ανθίσει, και όταν ανθίζει, μπορεί να μεταμορφώσει ολόκληρο τον κόσμο γύρω μας.

------

🌳 Ενότητα 6: Η Ταπεινότητα της Συμπόνιας

Το πιο δυνατό δέντρο δεν είναι εκείνο που στέκεται ακλόνητο, αλλά εκείνο που ξέρει να σκύβει με ταπεινότητα. Ούτε ευτυχισμένος είναι πάντα ο αετός που πετάει ψηλά .

Η συμπόνια είναι η ρίζα που ενώνει τις ψυχές∙ μας διδάσκει ότι η αληθινή δύναμη κρύβεται στην καλοσύνη.

Οι ιστορίες αυτές μάς χαρίζουν έναν ύμνο στην ταπεινότητα που λυγίζει χωρίς να σπάει.

1. Το δένδρο που λύγισε 

2. Ο νεαρός αετός 

-----

1. Το δένδρο που λύγισε

Σε ένα λιβάδι στεκόταν ένα μεγάλο δέντρο, 
περήφανο και ψηλό. 
Τα κλαδιά του υψώνονταν στον ουρανό και όλοι 
οι περαστικοί θαύμαζαν τη δύναμή του.
Μα ένα καλοκαίρι ήρθε καταιγίδα. 
Ο άνεμος ορμητικός, η βροχή βαριά,
 κι όλα γύρω λύγιζαν. 
Το μεγάλο δέντρο στάθηκε σκληρό και αλύγιστο.
— «Δεν θα υποχωρήσω!» φώναξε.
Ο άνεμος δυνάμωσε, οι ρίζες του τεντώθηκαν,
 κι όταν η καταιγίδα answer, το δέντρο είχε σπάσει
 ένα μεγάλο κλαδί του.

Λίγο πιο πέρα υπήρχε μια ιτιά. 
Όταν φύσηξε ο ίδιος άνεμος, εκείνη έσκυψε 
τα κλαδιά της και άφησε τον άνεμο να τα παρασύρει.
 Όταν η καταιγίδα τελείωσε, η ιτιά στεκόταν ολόκληρη, άθικτη.
Το μεγάλο δέντρο την κοίταξε με απορία:
— «Πώς άντεξες, ενώ εγώ πληγώθηκα;»
Κι εκείνη απάντησε ήρεμα:
— «Η δύναμη δεν είναι πάντα στο να αντιστέκεσαι. 
Μερικές φορές είναι στο να ξέρεις να σκύβεις ταπεινά. 
Ταπεινότητα δεν σημαίνει αδυναμία· είναι σοφία που σώζει».
Κι από τότε το μεγάλο δέντρο έμαθε. πως η πραγματική δύναμη κρύβεται 
στην ευλυγισία και στην καλοσύνη, όχι μόνο στην περηφάνια.

Δίδαγμα:

Η ταπεινότητα δεν μειώνει την αξία· τη μεγαλώνει.
 Όπως το δέντρο που σκύβει για να σωθεί, 
έτσι κι ο άνθρωπος που σκύβει από καλοσύνη 
γίνεται πιο δυνατός από εκείνον που μένει 
αλύγιστος.

---

2. Ο νεαρός αετός 

Σε μια κοιλάδα, περιτριγυρισμένη από ψηλά βουνά, ζούσε ένας νεαρός αετός. Από μικρός ένιωθε διαφορετικός∙ είχε τα πιο μεγάλα φτερά απ’ όλους, και πίστευε πως ήταν προορισμένος να πετάξει ψηλότερα από κάθε άλλον.

Μόλις μεγάλωσε λίγο, άρχισε να πετά πάνω από τα σύννεφα, κομπάζοντας για τη δύναμή του. Κανείς δεν μπορούσε να τον φτάσει. Τα άλλα πουλιά τον κοιτούσαν με θαυμασμό, μα κι εκείνος τους κοιτούσε με μια κρυφή περιφρόνηση.

Μια μέρα, καθώς πετούσε περήφανα πάνω από τα βουνά, σηκώθηκε δυνατός άνεμος. Ο αετός, βέβαιος για τη δύναμή του, δεν κούρνιασε σε βράχο ούτε κρύφτηκε σε σπηλιά. Αντίθετα, ύψωσε τα φτερά του και φώναξε:

— Εγώ είμαι γεννημένος για να νικήσω τις θύελλες!

Η καταιγίδα όμως τον τσάκισε. Τα φτερά του βάρυναν, κι έπεσε πληγωμένος σε μια χαράδρα. Εκεί, αδύναμος, αναγκάστηκε να μείνει στο έδαφος, δίπλα σε μικρά πουλιά που ποτέ δεν είχε προσέξει. Εκείνα, χωρίς να τον κοροϊδέψουν, του έφεραν σπόρους και νερό.

Ο νεαρός αετός έμεινε μέρες να γιατρεύεται, και μέσα του άρχισε να αλλάζει κάτι. Κατάλαβε πως η δύναμή του δεν σήμαινε τίποτα χωρίς ταπεινότητα και ευγνωμοσύνη.

Όταν ξαναπέταξε, δεν ένιωσε την ανάγκη να αποδείξει τίποτα. Πέταγε ψηλά, αλλά και χαμηλά, δίπλα στους άλλους. Κι η χαρά του δεν ήταν πια στο ύψος, αλλά στη συντροφιά.

Δίδαγμα:

Η ταπείνωση δεν μας μικραίνει∙ μας δίνει 
τη σοφία να χρησιμοποιούμε τη δύναμή μας 
με αγάπη και σεβασμό.

-------

Ενότητα 7. Ο χρόνος δάσκαλος στη ζωή 
1. Η πέτρα και το ποτάμι 
2. Το ρολόι χωρίς δείκτες 
3. Ζήσε το τώρα 
4.Το φεγγάρι και το γέρικο δένδρο 
-----

1. Η πέτρα και το ποτάμι

Σε μια χαράδρα κυλούσε ένα ποτάμι. Τα νερά του ήταν ανήσυχα, γεμάτα ζωή, και δεν σταματούσαν ποτέ.

Στην όχθη του υπήρχε μια μεγάλη πέτρα. Στεκόταν ακίνητη, βαριά, αιώνια. Κάθε μέρα έβλεπε το ποτάμι να περνά και να αλλάζει. Άλλοτε γεμάτο από βροχές, άλλοτε ήρεμο και διάφανο.

– Γιατί βιάζεσαι τόσο; ρώτησε η πέτρα.

– Γιατί αυτό είναι η ζωή μου, να κυλώ, να προχωρώ, να ταξιδεύω, απάντησε το ποτάμι.

– Μα εγώ μένω εδώ σταθερή, δεν φεύγω ποτέ. Δεν φοβάμαι να χαθώ.

– Κι όμως, χωρίς να το καταλάβεις, κι εσύ αλλάζεις. Κάθε μέρα τα νερά μου σε λειαίνουν λίγο περισσότερο. Δεν το βλέπεις, αλλά ο χρόνος σε σμιλεύει όπως κι εμένα.

Η πέτρα σιώπησε. Κατάλαβε ότι η ακινησία της δεν ήταν αιωνιότητα· ήταν απλώς ένας άλλος τρόπος αλλαγής.

Κι έτσι, η πέτρα κι το ποτάμι έμειναν μαζί: το ένα να σμιλεύει, το άλλο να αφήνεται να σμιλεύει. Δυο διαφορετικοί τρόποι να ζεις, που όμως τελικά μοιράζονταν τον ίδιο χρόνο.

-------
2. Το ρολόι χωρίς δείκτες 
Σ’ έναν κήπο όπου τα λουλούδια μιλούσαν και οι σκιές τραγουδούσαν, υπήρχε ένα ρολόι χωρίς δείκτες. Κανείς δεν ήξερε πότε άρχιζε η μέρα και πότε τελείωνε. Μόνο το φως και η καρδιά το ένιωθαν.

Η Ελένη πλησίασε το ρολόι και ρώτησε:

— Πώς ξέρεις την ώρα;

Το ρολόι χαμογέλασε χωρίς χείλη.

— Δεν τη μετράω. Τη ζω.

Και τότε ο κήπος άρχισε να αλλάζει μορφή.

Τα δέντρα ντύθηκαν με ρούχα από αναμνήσεις, οι πεταλούδες κουβαλούσαν λόγια που ποτέ δεν ειπώθηκαν και ένα ποτάμι κυλούσε αντίστροφα, σαν να ήθελε να επιστρέψει στις πηγές του.

Η Ελένη βούτηξε τα χέρια της στο νερό.

Μαζί με το ρεύμα έφευγαν όλες οι αναβολές, οι «μια μέρα θα…», οι «όταν θα είμαι έτοιμη…».

Στην παλάμη της έμεινε μόνο μια χρυσή σπίθα.

— Τι είναι αυτό; ρώτησε.

— Είναι το Τώρα σου, είπε το ποτάμι. Αν δεν το κρατήσεις, θα φύγει.

Τότε κατάλαβε: Η ζωή δεν περιμένει να βρούμε χρόνο. Είναι ο χρόνος που περιμένει να τον ζήσουμε. Κι έτσι, με τη σπίθα στο χέρι, η  Ελένη άρχισε να χορεύει μέσα στον κήπο, χωρίς να φοβάται το αύριο και χωρίς να λυπάται το χθες. Γιατί το ρολόι χωρίς δείκτες χτυπούσε πάντα την ίδια ώρα: Τώρα.

Δίδαγμα : 

Η ζωή  όλων μας, είναι μία και μοναδική. Κάθε λεπτό είναι ένα προσκλητήριο για να το ζήσουμε, χωρίς εκπτώσεις, χωρίς ναι μεν…, χωρίς φόβο αλλά με πάθος…

-------

3. Ζήσε το Τώρα 

Ξημέρωσε και σήμερα . Ο ήλιος ανέβηκε ψηλά κι όλα γύρω λάμπουν 
Στην άκρη του χωριού, η Ελένη  καθόταν στην παλιά ξύλινη κούνια,   αφήνοντας τα πόδια της να λικνίζονται στον αέρα.
Τα καταξανθα μαλλιά της  με τις ασημι ανταύγιες έλαμπαν ακόμη περισσότερο.
Δεν σκεφτόταν το χθες, δεν κυνηγούσε το  αύριο.
Μόνο η μυρωδιά από το γιασεμί και ο ήχος των φύλλων που σιγοψιθύριζαν και τα πουλάκια πάνω στα κλαδιά που κελαηδούσαν,  αυτά ήταν ο κόσμος της τώρα . 
Κάποτε πίστευε πως η ζωή 
είναι δρόμος με σημεία ελέγχου, 
πως πρέπει να φτάνει συνεχώς κάπου,
να συλλέγει "στιγμές" σαν βραβεία.
Τώρα καταλάβαινε: η ζωή δεν είναι αναμονή,
 ούτε κούρσα.
Είναι η ανάσα που παίρνεις τώρα.
Είναι το φως που βάφει χρυσά τα μαλλιά σου,
το βλέμμα που σου χαρίζει ένας άγνωστος, η σταγόνα νερού που γλιστράει στο μάγουλο και δεν σε νοιάζει 
αν είναι δάκρυ ή βροχή.

Σηκώθηκε και περπάτησε ξυπόλυτη στο χώμα.
Κάθε βήμα ήταν υπόσχεση πως θα είναι παρούσα.
Όχι αύριο.
Όχι όταν "όλα θα φτιάξουν"
Τώρα κι όχι μετά 
Κι άρχισε να σιγοτραγουδα ...
❤️Ζήσε το τώρα .. ❤️

Δίδαγμα :
 Αυτό που ονομάζουμε ζωή, δεν είναι τίποτα άλλο
παρά μια ακολουθία από  τα "τώρα " που μας δόθηκαν για να τα ζήσουμε.
-----

4. Το φεγγάρι και το γέρικο δένδρο 

Στην άκρη ενός ήσυχου κήπου υπήρχε ένα  γέρικο δέντρο που νόμιζε πως είχε ξεχάσει πώς να ανθίζει. 
Όσοι περνούσαν και το έβλεπαν   έλεγαν: « Ποιος άραγε να το φύτεψε και το ξέχασε ; Είναι  πολύ αργά για να ανθίσει ξανά».
Μια νύχτα, όταν το φεγγάρι χτύπησε τα κλωνάρια του με ασήμι, έκπληκτο το δέντρο  άκουσε μια μικρή φωνή να του ψιθυρίζει: «Ποτέ δεν είναι αργά».
Από το επόμενο πρωί το δέντρο  άπλωνε τις ρίζες του όπου υπήρχε νερό. Ήπιε ασταμάτητα νερό της βροχής , στρέφοντας τα κλωνάρια του στον ήλιο. 
Και μια  μέρα, παρά τις αμφιβολίες όλων, ένα μικρό πράσινο φύλλο άρχισε να φυτρώνει στην κορυφή του και να λάμπει στον ήλιο. 

Οι άνθρωποι έμειναν έκπληκτοι: το δέντρο είχε ανθίσει ξανά. Και το μόνο που έκανε ήταν να συνεχίσει να περιμένει, να φροντίζει, να πιστεύει.
Και κάθε μέρα, το δέντρο έστελνε ψηλά τα κλαδιά του, σαν να χόρευε με τον άνεμο, ξαναβρίσκοντας τη μαγεία του, ανθισμένο. 
Έμαθε πως όσο υπάρχει υπομονή και πίστη, ακόμα και το πιο ξεχασμένο δέντρο μπορεί να ανθίσει ξανά.

Διδαγμα :

«Μην πεις ποτέ ότι είναι αργά»  για αλλαγή, για μάθηση, για να κυνηγήσεις ένα όνειρο ή να διορθώσεις κάτι στη ζωή σου. 

Ο χρόνος δεν πρέπει να μας περιορίζει,  όσο έχουμε τη θέληση και τη δράση, υπάρχει πάντα μια ευκαιρία.

---++

Ενότητα 8. Βιώματα 

1. Η ζωή στην Σκιά της άνοιας και Αλτσχάιμερ 
2. Ο Σταυρός της Μαρίας 

----
1. Η ζωή στην σκιά της άνοιας και Αλτσχάιμερ 

Προοίμιο

Υπάρχουν φωτογραφίες που μοιάζουν με μικρά θαύματα. 
Κρατούν για πάντα μια στιγμή που δεν μπορεί να επιστρέψει. Σε μια τέτοια φωτογραφία, έχω δίπλα μου τη μαμά μου· χαμογελάμε, κι εγώ την κρατάω. Την κρατάω στο χέρι, στην αγκαλιά, μα πιο πολύ την κρατάω μέσα μου, στη μνήμη στην καρδιά μου. Γιατί ήρθε  κάποτε ο καιρός που εκείνη άφηνε σιγά σιγά το παρόν να της ξεγλιστρά, κι έπρεπε εγώ να γίνω η μνήμη της.

Κι όταν η ζωή βρέθηκε στη σκιά της άνοιας και του Αλτσχάιμερ —στη μαμά μου και στην πεθερά μου αντίστοιχα — κατάλαβα πως οι άνθρωποι δεν είναι μόνο οι αναμνήσεις τους.
 Είναι η δύναμη, ο κόπος, τα χέρια, τα μάτια, το χάδι, όλα όσα άφησαν πίσω.

Μέρος Α΄ – Η Ζωή πριν τη Σκιά

Η μαμά μου

Η μαμά μου ήταν γυναίκα με τσαγανό. Όμορφη, δυναμική, χρυσοχέρα. Ήταν μοδίστρα, και στα χέρια της το ύφασμα γινόταν ιστορία. Μπορούσε να κόψει, να ράψει, να στολίσει, να δώσει μορφή σε κάτι που πριν ήταν απλά ένα κομμάτι ύφασμα. Και δεν έφτιαχνε μόνο φορέματα· έφτιαχνε  στιγμές. Στα ρούχα που έραβε κρύβονταν χαρές, γιορτές, βαφτίσια, γάμοι. Όλα περνούσαν από τη βελόνα της.
Οι στολές από τα χεράκια της 
Δεν ήταν μόνο μοδίστρα· ήταν κι αρχόντισσα της καθημερινότητας. Το σπίτι μας ήταν γεμάτο μυρωδιές από φαγητά, από φρεσκοπλυμένα ρούχα, από εκείνη τη φροντίδα που μόνο μια μάνα ξέρει να δίνει. Κι όλα αυτά με χαμόγελο και με εκείνη την αποφασιστικότητα που έκανε τους γύρω της να τη θαυμάζουν.


Η πεθερά μου

Η πεθερά μου είχε άλλες ρίζες. Πόντια, αρχοντογυναίκα  ήρθε μικρή στην Ελλάδα μετά τον διωγμό. Από παιδί έμαθε τι σημαίνει δουλειά και κόπος. Έζησε στα χωράφια, με το χώμα στα χέρια, άρμεξε αγελάδες, έμαθε να ζυμώνει ψωμί που μύριζε σπιτικό και να στήνει τραπέζια που έθρεφαν πολλούς. Ήταν πολύ καλή νοικοκυρά, γυναίκα με υπομονή και καρδιά πλατιά.
Μας διηγούνταν ότι στην Πατρίδα ζούσαν πολύ καλά. Η οικογένεια της ήταν πλούσια και μάλιστα μορφωμένη  και μια μαύρη νύχτα τα έχασαν ολα. Ακόμα από τη μνήμη της δεν σβήνει η γειτονιά που μεγάλωσε , το σπίτι της κι αν γυρνούσε καμμία μέρα εκεί θα το αναγνώριζε αμέσως . 

Μεγάλωσε πέντε παιδιά. Ο άντρας μου ήταν το μικρότερο· το «σφουγγαράκι», όπως λέμε. Το παιδί που απορροφά τα πάντα από την οικογένεια, καλό ή δύσκολο. Η πεθερά μου έδωσε σ’ όλα της τα παιδιά αγάπη και στέρεες βάσεις, αλλά στον μικρό είχε πάντα μια αδυναμία.
Στο παλιό κουτί των φωτογραφιών, υπάρχει μια εικόνα τους όλοι μαζί. Οι γονείς και τ’ αδέλφια του άντρα μου, στημένοι με σοβαρότητα για τον φακό. Δεν χαμογελούν, μα τα βλέμματα μιλούν: περηφάνια, κούραση, επιμονή. Εκείνη η φωτογραφία είναι μάρτυρας μιας εποχής που πέρασε, μα κουβαλάει ακόμα την αλήθεια της οικογένειας.

Μέρος Β΄ – Η Σκιά

Κάποια στιγμή, άρχισε να τρυπώνει η λησμονιά. Στην αρχή δειλά, σαν αθώο παιχνίδι: η μαμά μου ξεχνούσε πού είχε αφήσει τα κλειδιά. Τα έψαχνε θυμωμένη, αναστατωμένη. Κι ύστερα, άρχισε να κλειδώνει την πόρτα και να λέει πως την κρατάμε φυλακισμένη. Ενώ τα είχε μέσα στην τσέπη της ποδιάς της , δεν το θυμόταν γιατί φοβόταν πολύ από αυτά που άκουγε στις ειδήσεις  και κλείδωνε  Πώς να της εξηγήσεις ότι κανείς δεν της στέρησε την ελευθερία; Ότι εκείνη ήταν που κλείδωσε; Η πραγματικότητα είχε αρχίσει να αλλάζει μέσα της.

Μια μέρα μού είπε με βεβαιότητα πως της έκλεψα χρήματα. «Μου τα πήρες χωρίς να με ρωτήσεις , τι τα έκανες ;», έλεγε. Μα δεν μου είχε δώσει ποτέ λεφτά για να τα φυλάξω ή να πληρώσω κάποιο λογαριασμό όπως συνήθως έκανα. Κι όταν «έφυγε», βρίσκαμε χαρτονομίσματα κρυμμένα σε κάθε γωνιά· σε πορτοφόλια ξεχασμένα, σε τσέπες, σε κουτιά. Σαν να είχε απλώσει τον μικρό της θησαυρό σε κρυψώνες, για να νιώθει ασφαλής. Εκείνη που πάντα είχε τον έλεγχο, τώρα πάλευε να κρατήσει κομμάτια από την τάξη και την ασφάλεια της ζωής της.
Κάποιες άλλες φορές ζητούσε να τις αγοράσω πράγματα σε ώρες που δεν μπορούσα αλλά δεν σήκωνε καμμία άρνηση . Έλεγε "τώρα το θέλω " και έπρεπε να γίνει. Έτσι δεν της χάλαγα ποτέ χατηρια. 
Αλήθεια πώς να χαλάσω χατηρια στον άνθρωπο που με έφερε στη ζωή, που έδωσε την ψυχή της για να μεγαλώσω, να σπουδάσω κι αργότερα στο μεγάλωμα του γιου μου. 

Ό θεράπων ιατρός όταν αναφέραμε όλα αυτά με συμβούλεψε ότι κακώς δεν της έλεγα "όχι "  και ότι αφού την φρόντιζα έπρεπε να πάρω κάποιες οδηγίες για την συμπεριφορά μου στην εξέλιξη της νόσου. 

Όταν αρρώστησε περισσότερο και χρειάστηκε να νοσηλευτεί στο Νοσοκομείο, μας αναγνώριζε όλους μας κοιτούσε με μάτια γεμάτα ευγνωμοσύνη γιατί την φροντίζαμε πολύ . Και μια μέρα πριν φύγει μας είπε "σας αγαπώ πολύ  να έχετε την ευχή μου δεν θα ξεχάσω ποτέ για ότι κάνατε για μένα " .

Η πεθερά μου, από την άλλη, περπάτησε τον δρόμο του Αλτσχάιμερ. Εκείνη, παρόλο που ξεχνούσε πολλά, εμένα με θυμόταν. Με έλεγε με τρυφερότητα « καλώς την νυφαδιά μου, την Ελένη μου». Μα τον γιο της, τον άντρα μου, δεν τον αναγνώριζε. «Εσύ ποιανού παιδί είσαι;» τον ρωτούσε. Κι εκείνος της έλεγε με παράπονο : «Είμαι ο γιος σου ρε μάνα , δεν με κατάλαβες; », στο δε γιο μου φώναζε Κωστάκη Κωστάκη έλα να σε φιλήσω ! Και εκείνος της απάντησε δεν είμαι ο γιος σου ο Κωστάκης , ο εγγονός σου είμαι ο Παναγιώτης , ο γιος της Ελένης!" Στρέφοντας τότε το βλέμμα της γεμάτο συγκίνηση και καμάρι μου είπε «Μπράβο! Έκανες παιδί!»

Μια Μεγάλη Εβδομάδα, όπως συνηθίζαμε, είχαμε πάει στο χωριό της για να περάσουμε το Πάσχα με την οικογένεια.
 Εκείνες τις μέρες η ζωή μας ήταν πάντα διαφορετική· πιο αργή, πιο ήσυχη, γεμάτη με τα αρώματα του χωριού αγάπη  και τις φωνές των συγγενών.
Ένα μεσημέρι, μείναμε στο σπίτι μόνο εγώ και η πεθερά μου. Κάποια στιγμή «λερώθηκε» και την καθάριζα. Γύρισε, με κοίταξε στα μάτια και μου είπε:

«Τι καλά που με προσέχεις… σε ευχαριστώ πολύ. Να ’χες την ευχή μου».
Συγκινήθηκα και της απάντησα:

«Μακάρι να ήμασταν μαζί για να σε κοιτούσα πάντα… αλλά σε κοιτάει η Αμαλία η νύφη σου ».

Κι εκείνη γύρισε και μου είπε:

«Χάσ’ την αυτή, όλο στα χωράφια είναι».

Η μνήμη της ζούσε σε έναν άλλο χρόνο, μα η ευγνωμοσύνη της, εκείνη τη στιγμή, ήταν αληθινή.

Ενώ η Αμαλία – η νύφη της από τον μεγάλο γιο που έμενε πάντα μαζί της  – την φρόντιζε ασταμάτητα, μέρα και νύχτα, εκείνη θυμόταν μόνο την εικόνα από τα παλιά, όταν αυτή όντως ήταν αφοσιωμένη στα χωράφια, ενώ η πεθερά μου φρόντιζε το σπίτι και τα παιδιά της . 
Σε όλη την πορεία της νόσου, ήταν ο φύλακας-άγγελός της, ακούραστη δίπλα της μέρα και νύχτα. Δεν δέχτηκε ποτέ βοήθεια από κανέναν. Ενώ της ζητήσαμε να συμμετέχουμε με κάτι σαν  βοήθεια , αλλά η απάντησή της ήταν “όχι”. Κανείς δεν θα μπορούσε ποτέ να φροντίσει την πεθερά της ,  όπως εκείνη, γιατί τη θεωρούσε σαν μάνα της , ακόμη και στη νοσηλεία της στο νοσοκομείο τις τελευταίες ημέρες της ζωής της ήταν πάντα δίπλα της 

Στιγμές σπαρακτικές και γλυκόπικρες. Από τη μια, η θλίψη του άντρα μου να μην τον γνωρίζει η ίδια του η μάνα. Από την άλλη, το δικό μου δέσιμο μαζί της, που έμενε φωτεινό ακόμη κι όταν όλα τα άλλα σκοτείνιαζαν.

Μέρος Γ΄ – Το Φως που Μένει

Και στις δύο γυναίκες η σκιά έγινε βαριά. 

Η μαμά μου, που είχε τσαγανό και δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί της, έμοιαζε να μικραίνει μέρα με τη μέρα. Τα δυνατά της χέρια, που κάποτε έκοβαν υφάσματα και έραβαν φορέματα, τώρα έτρεμαν ψάχνοντας κλειδιά και κρυψώνες. Η πεθερά μου, που σήκωσε πέντε παιδιά στα χέρια της και δούλεψε σαν στρατιώτης της ζωής, ταξίδευε σε μνήμες που δεν μπορούσε πια να μοιραστεί.

Κι όμως, ακόμα κι εκεί που η μνήμη έσβηνε, η αγάπη δεν έσβησε ποτέ.

Η μαμά μου μπορεί να έλεγε πως την κρατούσαμε φυλακισμένη, αλλά όταν της κρατούσα το χέρι, ηρεμούσε.

Η πεθερά μου μπορεί να μην αναγνώριζε τον γιο της, αλλά έλαμπε όταν με φώναζε «νυφίτσα μου».

Κατάλαβα τότε πως οι άνθρωποι δεν χάνονται εντελώς μέσα στην άνοια. Αλλάζουν, ναι· μπερδεύονται, ναι· όμως η ουσία τους μένει. Είναι εκεί, κρυμμένη όπως τα λεφτά της μαμάς μου στα πορτοφόλια· σκόρπια, μα υπαρκτή.

Κι εγώ, στη μέση, ήμουν αυτή που τις κρατούσε. Όχι μόνο στις φωτογραφίες, όχι μόνο στις μνήμες, αλλά στην ίδια τη ζωή. Εκείνες μπορεί να άφησαν να τους ξεγλιστρήσουν οι αναμνήσεις, μα εγώ δεν άφησα ποτέ το χέρι τους.

Επίλογος 

Θέλησα να μοιραστώ αυτή την εμπειρία μαζί σας, γιατί ξέρω ότι πολλοί έχετε νιώσει ό,τι και εγώ.
Η νόσος του Αλτσχάιμερ μπορεί να κλέψει τις μνήμες, αλλά δεν μπορεί να πάρει την αγάπη.
 Αυτό το φως παραμένει ζωντανό, οδηγεί τη φροντίδα και κρατά τη σύνδεση ανάμεσα στον ασθενή και τον φροντιστή.

Όμως η αγάπη από μόνη της δεν αρκεί. 
Χρειάζεται γνώση της νόσου, κατανόηση των αλλαγών και των αναγκών του ασθενούς, 
για να γίνει η φροντίδα πραγματικά ουσιαστική.
Όταν συνδυάζεται η αγάπη με τη γνώση, 
ακόμη και οι λέξεις που χάνονται αφήνουν 
χώρο για ψυχική σύνδεση και αληθινή παρουσία.

Δίδαγμα: 
Η άνοια της μητέρας μου και το Αλτσχάιμερ της πεθεράς μου δεν είναι μόνο ιστορίες απώλειας. Είναι ιστορίες φροντίδας, αφοσίωσης και αγάπης που παραμένει ζωντανή, ακόμη και όταν οι λέξεις φεύγουν και η μνήμη χαλαρώνει.
 Μας διδάσκουν ότι η αγάπη, σε συνδυασμό με τη γνώση, μπορεί να κρατήσει το φως μέσα μας και μέσα τους, ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές.

-------- 
2. Ο Σταυρός της Μαρίας 

Θα σας διηγηθώ μια πραγματική δική μου ιστορία , 
η οποία συνέβη  όταν υπηρετούσα Προϊσταμένη   στη Διεύθυνση Υγείας και Πρόνοιας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ημαθία. 
Πρέπει να ήταν γύρω στο 2000 

Μια μέρα συνηθισμένη, από εκείνες τις καθημερινές που δεν υποψιάζεσαι πως θα σ’ αγγίξει  τόσο πολύ  – με το γραφείο μου γεμάτο φακέλους, τηλεφωνήματα, αποφάσεις και αριθμούς. 

Κι όμως, εκείνη τη μέρα με  επισκέφθηκαν στο γραφείο  μου δύο φιγούρες: μια μητέρα  με την  κόρη της την  Μαρία — δεκαπέντε χρονών, ένα πανέμορφο ξανθό κορίτσι με πράσινα μάτια που κουβαλούσαν παράδεισο  και σιωπή.

Η μητέρα της, με φωνή ανήσυχη, μου είπε πως η Μαρία ήθελε να εγκαταλείψει το σχολείο.
Τους εξήγησα πως δεν είμαι ψυχολόγος, και τις παρέπεμψα στις αρμόδιες  συναδέλφους .
. Όμως η μητέρα με κοίταξε με βλέμμα που δεν σήκωνε άρνηση 

"Σας εμπιστεύομαι κυρία Διευθύντρια  . 

Μου έχουν μιλήσει για εσάς με τα καλύτερα λόγια ." 
Να πω την αλήθεια  κολακευτικα λιγουδακι . 
Τους πρότεινα να καθίσουν. Τους ρώτησα
 αν θέλουν νερό ή αναψυκτικό γιατί έκανε ζέστη 
Η Μαρία μίλησε με δισταγμό.
"Βλέπω θολά. Νιώθω άβολα. Σαν να μην ανήκω εκεί."
Η μητέρα της μου εξήγησε ότι είναι μια πάθηση όρασης εκ γενετής και δεν διορθώνεται. 

Την παρακολουθεί και ψυχολόγος και παίρνουν επίδομα από την Πρόνοια. 
Δεν της απάντησα αμέσως. Μόνο έβγαλα σιωπηλά τα ακουστικά απ’ τα αυτιά μου — εκείνα που φορούσα απ’ όταν ήμουν 32 χρονών , λόγω βαρηκοΐας. κληρονομιά από τον μπαμπά μου .

Τη κοίταξα  με τρυφεροτητα 
"Κοίτα με. Χωρίς αυτά δεν ακούω τίποτα.
 Κι όμως έφτασα εδώ, στην Ανώτατη Βαθμίδα της Δημόσιας Διοίκησης. 

Αν τα κατάφερα εγώ, μπορείς κι εσύ. 
Το φως σου δεν σβήνει επειδή είναι διαφορετικό. Το φως σου λάμπει επειδή είναι δικό σου.," 
Άλλωστε έχεις το δικαίωμα να δώσεις  προφορικές εξετάσεις 

Τα μάτια της βούρκωσαν. Δεν χρειάστηκαν άλλα λόγια.
Με ευχαρίστησαν κι αποχώρησαν . 
Λίγες μέρες μετά, η μητέρα της Μαρίας  με επισκέφθηκε πάλι. 
 Στα χέρια της κρατούσε ένα μικρό κουτί. 
Μέσα του, ένα ασημένιο σταυρουδάκι με μια αλυσίδα.
'Από τη Μαρία," μου είπε. "Ήθελε να σας ευχαριστήσει. Συνέχισε το σχολείο."
Το κράτησα σαν φυλαχτό. Από τότε, κοσμεί τον λαιμό μου — όχι ως στολίδι, αλλά ως ανάμνηση πίστης, δύναμης και ανατροπής.

Δεν ξαναείδα τη Μαρία.

Αργότερα, έφυγα από τη Διεύθυνση Υγείας.

 Μετά από 25 χρόνια προσφοράς στη Δημόσια Διοίκηση, διορίστηκα στην Εκπαίδευση — καθηγήτρια οικονομολόγος, το 2001 
Ετσι στα 45 μου χρόνια το όνειρο μου έγινε πραγματικότητα, να γίνω δασκάλα. Άνοιξα τα φτερά μου και πέταξα στην Έδεσσα . Στο ΕΠΑΛ Αριδαίας 
Και το 2011 βγήκα στην συνταξη .

Ήρθε κι η πανδημία. Όλα σίγησαν.

Μια μέρα, στη  δημόσια υπηρεσία,  ΚΕΠΑ περίμενα βυθισμένη στις σκέψεις μου. Είχα πάει να καταθέσω τα δικαιολογητικά για το  πιστοποιητικό αναπηρίας προκειμένου να το χρησιμοποιήσω για την Εφορία. 

Ήμουν ανήσυχη — τι θα με ρωτούσαν; 
Πώς θα με έκριναν; Και τότε, ακούω:
" Κυρία Διευθύντρια , Κυρία  Λούκαρη!" 
Γύρισα απότομα. Μια γυναίκα ντυμένη στα μαύρα, με δάκρυα στα μάτια, πλησίασε.
Δεν την αναγνώρισα.

"Είμαι η μητέρα της Μαρίας", μου είπε.
Η φωνή της έτρεμε. Κι ύστερα — τα ευχάριστα  και τα δυσάρεστα  νέα . 
Η Μαρία σπούδασε. Έγινε δασκάλα. Δουλεύει. Στέκεται στα πόδια της.
Αλλά εγώ έχασα τον άντρα μου . 
Δεν σκέφτηκα ούτε μάσκες, ούτε αποστάσεις. Την αγκάλιασα σφιχτά, καθώς τα δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια μου ανεξέλεγκτα.

"Πες της θερμά συγχαρητήρια…" της είπα, 
"Πες της πως την αγαπώ, πως την καμαρώνω. 
Και πως ακόμη φοράω τον σταυρό της. 
Δεν τον έβγαλα ποτέ."

Αυτή είναι η ιστορία μου.

Τη μοιράζομαι, για ένα μοναδικό λόγο —  μήπως, λέω μήπως, κάποια μέρα φτάσει στην Μαρία .

Μαρία μου γλυκιά, αν τύχει και το διαβάζεις αυτό, θέλω να ξέρεις ο σταυρός σου είναι ακόμα στον λαιμό μου.
Η δύναμη σου για μένα είναι φως 

Δίδαγμα : 
Κάθε δεξιότητα σου σκορπάει  φως  σε σένα και στους άλλους 

------
3. Εκδρομή παλιών συμμαθητριών στην Άρτα και Γιάννενα 

Λένε ότι τους φίλους που κάνει κάποιος στο Δημοτικό Σχολείο και στο Γυμνάσιο δύσκολα τους ξεχνάει και νιώθει πάντα την ανάγκη να τους ξαναδεί με πολύ νοσταλγία.
Με αυτή τη νοσταλγία οι δύο συμμαθήτριες μας η  Άννα και η Σμαρώ αποφάσισαν μια συνάντηση παλιών συμμαθητριών, όχι σαν τις συναντήσεις   που συνηθίζεται να γίνονται μέχρι τώρα.  Αλλά μια  συνάντηση - εκδρομή στην Άρτα και Ιωάννινα, με μια μικρή παρέα συμμαθητριών που πηγαίναμε μαζί στο Γυμνάσιο Θηλέων Βέροιας  από το έτος 1967.
 Επειδή  όμως φοβήθηκαν  ότι δεν θα υπήρχε συμμετοχή , προτίμησαν να ειδοποιήσουν 16 μόνο συμμαθήτριες , αυτές μόνο που  μένουμε εδώ στη Βέροια , να συναντηθούν προκειμένου  να ξαναφέρνουμε στη μνήμη μας, την αθωότητα και την ανεμελιά των εφηβικών μας χρόνων,  να ξαναθυμηθούμε μαζί όλα εκείνα τα πρόσωπα των φίλων , που ίσως και να έχουμε να τα δούμε από τότε που ήμασταν ακόμη στο σχολείο. 
Μετά την τηλεφωνική ειδοποίηση, τα μονοπάτια που είχαν σκορπίσει θεληααν να  ξανασμίξουν. σαν πουλιά που πέταξαν σε διαφορετικούς ουρανούς,  ακούγοντας  το ίδιο αεράκι να τους  καλεί, μετά από  44 χρόνια , σχεδόν μισό αιώνα. Μπορεί να μην ήταν νεοσσοί μα η φτερούγα τους είχε ακόμα την ίδια μνήμη. 
Λαχταρούσαν να ακούσουν το κελάηδημα τους ξανά ,  σαν να μην πέρασε μια μέρα.

Έτσι  ανταποκρίθηκαμε θετικά  κάποιες ,  με μια γλυκιά σκέψη στο μυαλό να  πλημμυρίσει τις καρδιές μας  φέροντας στη μνήμη μας  τις εκδρομές που κάναμε όταν ήμασταν μαθήτριες . 
Αλήθεια  ποιες θα ήμασταν αυτές οι συμμαθήτριες, θα αναγνωρίσουμε η μία την άλλη ; Τι μπορούμε να πούμε μετά από  τόσα χρόνια; Τι να φορέσουμε; 
Τι καιρό θα είχε άραγε;
Έτσι λοιπόν ήταν  η ευκαιρία  να ξαναβρεθούμε χωρίς κανέναν άλλον, παρά μόνον  εμάς τους ίδιους,  το τότε φωτεινό μας πρόσωπο  και με την τότε παλιά μας εκείνη τη καρδιά  . 
 Δεν φοβηθήκαμε το χρόνο,  τη φθορά του, γιατί αυτή  την αναπληρώνει η αγάπη που είχαμε μεταξύ μας,  στο τότε ζευγαράκι μας,  στην τότε παιδική μας φίλη από το δημοτικό, στη κολλητή μας στο Γυμνάσιο. 
Η κρυφή όμως  ελπίδα  και το όνειρο των διοργανωτριών ήταν  να γίνει η παρέα μας ακόμη μεγαλύτερη με περισσότερες εμάς, πλημμυρισμένη από γλυκά αισθήματα  αγάπης , τρυφερότητας και ελπίδας.
Παρούσες ήταν η Αννα, Μαρία, η Δέσποινα, η Ευαγγελία,  Ελένη  η Αννούλα, η Τασούλα, η Μαρία , η  Τζένη Κελεσίδου, η Έλλη, η Ταμπακοπούλου Αννούλα, Κουικόγλου Σμαρούλα , Κουικόγλου Καίτη , Ελένη , η Σοφία, η  Μαρία  . 
Η συγκίνηση και  η χαρά μας  δεν περιγράφεται, ήταν μια από τις ομορφότερες στιγμές της ζωής μας.
Κάθε πρόσωπο που φάνηκε στο φως της συνάντησης έμοιαζε γνώριμο και άγνωστο μαζί, σαν σε καθρέφτη όπου το παρόν και το παρελθόν αγγίζονται. Στα μάτια, όμως, κρυβόταν πάντα το ίδιο φως: εκείνο της νιότης που δεν ξεθωριάζει.

 Ήταν παρούσα το ζευγαράκι μου, η παιδική μου φίλη από το Δημοτικό η κολλητή μου.
Αμέσως νιώσαμε  τη ζεστασιά της μαθητικής ζωής και την ομορφιά της μνήμης, καταργώντας τους καθρέπτες και τις επιθέσεις του χρόνου. Νιώσαμε την ομορφιά της εκδρομής όπως τότε που πηγαίναμε σαν μαθήτριες στο σχολείο. 
Οι περισσότερες από εμάς είχαν προκόψει, συνταξιούχες  του δημοσίου οι περισσότερες, άλλες ακόμη εργαζόμενες στον ιδιωτικό τομέα , όλες είχαν κάνει οικογένεια και μερικές από αυτές ήταν γιαγιάδες. Μερικές από αυτές έκαναν  παρέα και μετά το γυμνάσιο.
Η ενδυμασία μας ήταν  απλή, άνετη χωρίς ακριβά συνολάκια ,    όπως ταίριαζε άλλωστε στην περίπτωση «ένδυμα περιπάτου ».
Θυμηθήκαμε ξεχωριστές στιγμές των σχολικών μας χρόνων, όπως τις σκανδαλιές που σκαρώναμε και εξόργιζαν τους καθηγητές μας, μπορεί να σας φαίνεται παράξενο αλλά αναγνωρίσαμε η μία την άλλη. Ξαναζήσαμε τα μαθητικά μας εκείνα όμορφα χρόνια.
Η επιλογή των πόλεων που επισκεφθήκαμε πολύ πετυχημένη, γιατί συνδύαζε  να φέρουμε στη μνήμη μας ιστορικά τοπία και μνημεία και να εμπλουτίσουμε τις γνώσεις μας ακόμη περισσότερο  . Η ημέρα  της εκδρομής άριστη , μια ηλιόλουστη και ζεστή φθινοπωρινή μέρα. 
Η εκδρομή είχε λοιπόν το νόημα το «το τερπνόν μετά του ωφελίμου» δηλ. μιας εκπαιδευτικής μαθητικής εκδρομής, όπως εκείνα τα παλιά μαθητικά μας χρόνια,   που θα εμπλούτιζε με πληροφορίες τις γνώσεις μας περισσότερο σχετικά με τις Πόλεις Άρτα και Γιάννενα  και φυσικά να ξεφαντώσουμε με τις παλιές μας συμμαθήτριες.

Το ραντεβού αναχώρησης ήταν στο Πάρκο της Ελιάς 7.00 το πρωί  14-10-2017 με  ένα μικρό λεωφορείο από το τουριστικό  γραφείο achileas tours Έλενα  Αλατσιδου 

Οι σκηνές που εξελίχθηκαν την ώρα της συνάντησης  ήταν πολύ συγκινητικές που αξίζει να τις ζήσει κανείς και δεν μπορεί να τις περιγράψει .
Το κλίμα μέσα στο λεωφορείο ήταν πάρα πολύ φιλικό . Ακούγονταν παντού γέλια και φωνές, από πρόσωπα φωτεινά με παιδικές και αθώες καρδιές Σαν να μην πέρασε ούτε μια μέρα .

Είπαμε ανέκδοτα, χορέψαμε και τραγουδήσαμε. Δεν καταλάβαμε πότε φθάσαμε στην Άρτα.
Επισκεφθήκαμε πρώτα  την  Άρτα και κάναμε βόλτα  στα Αξιοθέατα της Άρτα το Γεφύρι της Άρτας και το Λαογραφικό Μουσείο Σκουφά, το Πύργο του Ρολογίου , το τείχος της Αρχαίας Αμβρακίας  , θαυμάσαμε τους ωραίους Βυζαντινούς ναούς  και την ομορφιά της πόλης


 Η Άρτα μας υποδέχτηκε με το γεφύρι της, ακουμπισμένο ακόμη πάνω στο ποτάμι σαν παλιά μνήμη που δεν λησμονείται.
 Κι ήταν σαν οι πέτρες του να ψιθύριζαν τα βήματα μας  που κάποτε αντήχησαν εκεί.
Η ώρα πέρασε θαυμάζοντας  όλα αυτά τα βυζαντινά μνημεία και τοπία χωρίς να το καταλάβουμε  φλυαρώντας και γελώντας και ήρθε η ώρα του φαγητού. 'Έτσι ξεκινήσαμε για το σύντομο ταξίδι στη πόλη Ιωαννίνων και συγκεκριμένα στη Λίμνη των Ιωαννίνων  γιατί Άρτα χωρίς Γιάννενα δεν γίνεται

Επισκεφθήκαμε τη Λίμνη των Ιωαννίνων που απλωνόταν μπροστά μας , ήσυχη σαν καθρέφτης. Τα νερά της κρατούσαν τα γέλια, τις φωνές μας, τα όνειρα μας  που  κάποτε  κάναμε μαθήτριες∙ τώρα πια γυναίκες με ζωές ολόκληρες, και όμως καθρέφτιζε το ίδιο φως στα μάτια, μέσα της 
Εκεί  φάγαμε στο εστιατόριο Αγνάντι θαυμάζοντας  τη θέα της Λίμνης και πήραμε το καραβάκι για το νησάκι  του Αλί Πασά για καφέ 

Η όμορφη και αξέχαστη εκδρομούλα μας μάλλον είχε τελειώσει, ήρθε η ώρα της επιστροφής. 
Η επιστροφή μας όμως ήταν ακόμη πιο έντονη,  γιατί σε όλο το ταξίδι τραγουδούσαμε όλες μαζί . Κάποιες από εμάς πιο τολμηρές παρά την κούραση που είχαν χόρεψαν μάλιστα.

 Η Σμαρούλα τραγούδησε το τραγούδι του αποχωρισμού που τραγουδήσαμε στη γιορτή της αποφοίτησης μας και  οι φωνές μας  ενώθηκαν με τη δική της , στο τραγούδι που δεν ξεχάστηκε ποτέ — μόνο σιωπούσε υπομονετικά, περιμένοντας τη στιγμή να ξανακουστεί.


Ευχαριστούμε το Θεό που  μας αξίωσε να συναντηθούμε παλιές μου συμμαθήτριες γερές και δυναμικές.
Οφείλουμε να πούμε θερμά συγχαρητήρια και ένα μεγάλο ευχαριστώ στις διοργανώτριες και ευχόμαστε να έχουμε υγεία και δύναμη να ξανασυναντηθούμε και να κάνουμε και άλλες εκδρομούλες .

Δίδαγμα
Η ζωή μπορεί να μας σκορπίζει σε τόπους και χρόνια, μα οι δεσμοί της νιότης  μένουν ρίζες βαθιές.
 Όταν ξανασμίγουμε, δεν συναντιόμαστε μόνο σαν παρέα ∙ συναντιόμαστε και με τον ίδιο μας τον εαυτό, εκείνον τον νεαρό που κάποτε ονειρεύτηκε. Η φιλία  κι αγάπη δεν χάνεται∙ απλώς περιμένει υπομονετικά, ώσπου να την καλέσουμε ξανά.

------
Ενότητα  9 . Προσευχές 
1. Προσευχή στην Παναγία την Κοιμωμένη
2. Προσευχή για την Κοίμηση της Θεοτόκου
3. Προσευχή για το Γενέσιο της Υπεραγίας
4. Προσευχή για τα εννιάμερα της Παναγίας 
-------

1. Προσευχή στην Παναγία την Κοιμωμένη

Υπεραγία Μητέρα του Φωτός,
εσύ που εκοιμήθης εν ειρήνη,
και μετέστης στην άφθαρτη δόξα του Υιού σου,
δέξου τη δέηση της ταπεινής μου καρδιάς.

Όπως κράτησες στην αγκαλιά σου τον Χριστό,
κράτησε και εμένα στις δυσκολίες μου.
Όπως μεσίτευσες για τους μαθητές Του,
μεσίτευσε και για την ψυχή μου τώρα.

Στην Κοίμησή σου δεν άφησες τον κόσμο ορφανό,
μα τον σκέπασες με τη χάρη σου.
Σκέπασέ μας, Παναγία μου,
από κάθε λύπη, φόβο και πειρασμό.

Δώσε μας ειρήνη στην καρδιά,
φως στο σκοτάδι,
και ελπίδα στις δοκιμασίες.

Και όταν έρθει η ώρα της αναχώρησής μας,
κράτησε το χέρι μας,
και οδήγησέ μας στον Υιό και Θεό σου,
για να δοξάζουμε αιώνια
την άπειρη αγάπη Του.

Αμήν.

---------

2Προσευχή για την Κοίμηση της Θεοτόκου

Κυρά των ουρανών,
στην άφθαρτη κλίνη σου
εν ειρήνη αναπαύθηκες,
κι όμως η γη πλημμύρισε  
αγάπη και άπειρο φως.

Οι Απόστολοι ήρθαν απ’ άκρη 
σε άκρη της οικουμένης,
συγκεντρωμένοι γύρω σου
 σαν άστρα γύρω απ’ τον ήλιο.
Άνθη μοσχοβόλησαν τον τάφο σου,
κι ο άνεμος ψιθύριζε ύμνους.

Ω ..Αγία μου Μητέρα
δεν έσβησε η παρουσία σου·
μετακινήθηκες στον ουρανό,
αλλά άφησες στην καρδιά μας
τη σκέπη, τη ζεστασιά, την ελπίδα.

Όταν τα κύματα της ζωής 
με καταπνίγουν,
γίνε το απαλό μου  λιμάνι 
Όταν η ψυχή μου παγώνει,
γίνε η μητρική μου αγκάλη 

Μητέρα της Ζωής,
στην Κοίμησή σου φανερώνεις 
την αιώνια Ανάσταση·
Κράτησέ μας κοντά σου,
ώσπου να αντικρίσουμε
 κι εμείς τον Υιό σου 
στο φως της αιωνιότητας.

Υπεραγία Θεοτόκε, Μητέρα 
του Κυρίου μας Ιησού Χριστού,
Σκέπασε μας με τη χάρη Σου 
φέρε γαλήνη στη ψυχή και νου 

Πρέσβευε, Δέσποινα, στον Υιό Σου,
να μας φυλάει από κάθε κακό,
δώσε μας πίστη, αγάπη, ελπίδα,
να ζούμε με νου ταπεινό.

Αμήν.

-----------

3.Προσευχή για το Γενέσιο της Υπεραγίας Θεοτόκου 🙏

Υπεραγία Θεοτόκε Παρθένε,
σήμερα χαίρεται ο ουρανός και η γη,
γιατί γεννήθηκες εσύ,
το δώρο του Θεού στον κόσμο.
Εσύ που έφερες την αυγή της σωτηρίας,
φώτισε και την ψυχή μου με ελπίδα.

Δίδαξέ με να πιστεύω,
όπως οι δίκαιοι Ιωακείμ και Άννα,
να περιμένω με υπομονή
το θέλημα του Θεού,
και να γεμίζω τη ζωή μου
με ευγνωμοσύνη.

Παναγία  μας  Αγία Μητέρα,
κάλυψέ μας με το άγιο μαφόρι σου,
προστάτεψε τις οικογένειές μας,
και γέμισε τις καρδιές μας
με ειρήνη και αγάπη.

Πρέσβευε στον Υιό Σου,
να χαρίζει ειρήνη, δύναμη και ελπίδα
σε μένα και σε όλον τον κόσμο.

Αμήν.

---------

4. Προσευχή για τα εννιάμερα της Παναγίας!

Χαίρε, Μητέρα του Φωτός,
αστέρι που δεν σβήνει στην ψυχή μου.
Σκέπασέ  με την Αγία Σκέπη Σου,
δίδαξέ με την υπομονή και την αγάπη.

Σύ, που νίκησες τον θάνατο
με την Κοίμησή Σου
πρέσβευε στον Υιό Σου,
να χαρίζει ειρήνη, δύναμη και ελπίδα
σε μένα και σε όλον τον κόσμο.

«Παναγία μου Μητέρα,
Όταν κλείνω τα μάτια μου 
στο φως της ημέρας
και τα παραδίδω στη Σκέπη Σου.

Φύλαξέ με από κάθε κακό τη νύχτα,
γλύκανε την καρδιά μου με γαλήνη ,
δώσε μου ύπνο γαλήνιο και ήσυχο.

Σκέπασέ με την Χάρη και
με την αγάπη Σου,
Πρέσβευε στον Υιό Σου
να με ξυπνήσει σε καινούρια 
ημέρα ελπίδας.

Αμήν.!

Ενότητα 10. Διάφορες ιστορίες ζωής 

1. Ο άνθρωπος που έψαχνε την ευτυχία 

Υπήρχε ένας άνθρωπος που έψαχνε την Ευτυχία σαν να ήταν χαμένος θησαυρός. Κουβαλούσε χάρτες, πυξίδες και ταξίδευε από τόπο σε τόπο, ρωτώντας όλους:

— "Πού κρύβεται η Ευτυχία;"

Κάποιοι του έλεγαν ότι βρίσκεται στην κορυφή ενός βουνού, άλλοι σε μια μεγάλη πόλη, άλλοι σε σπίτια γεμάτα χρυσό. Μα όσο κι αν ταξίδευε, δεν την έβρισκε.

Μια μέρα, κουρασμένος και πεινασμένος , κάθισε στη ρίζα ενός δέντρου. Ένα παιδί πέρασε τρέχοντας και του χαμογέλασε. Ένας γέροντας τον κέρασε καφέ  με  λουκούμι . Ένα πουλί κάθισε κοντά του και κελάηδησε. 

Κι εκεί, χωρίς να το καταλάβει, ένιωσε την καρδιά του να γεμίζει φως. Τότε κατάλαβε: η Ευτυχία δεν τον περίμενε κάπου μακριά, ήταν κοντά του , του χαμογελούσε κάθε μέρα, μέσα από μικρές στιγμές.

Κι από τότε, δεν ταξίδευε για να την ψάξει. Ταξίδευε για να τη συναντά ξανά και ξανά. 

Δίδαγμα

Η ευτυχία δεν είναι κάπου “έξω” σαν να πρέπει να τη βρεις σε έναν χάρτη. 

Συνήθως βρίσκεται μέσα σου, σε στιγμές που νιώθεις γαλήνη, αποδοχή ή ευγνωμοσύνη.

Στις σχέσεις σου, όταν μοιράζεσαι αγάπη, καλοσύνη και αληθινή επαφή με τους άλλους.

Στις μικρές στιγμές, όπως μια βαθιά ανάσα, ένα χαμόγελο, ένα ηλιοβασίλεμα, μια κουβέντα που σε αγγίζει, σε μια αγκαλιά σε όμορφο βιβλίο που διαβάζεις , σε συναντήσεις με φίλους, σε  ένα  τραγούδι. 

Στην πορεία και όχι στον προορισμό· όταν απολαμβάνεις το ταξίδι χωρίς να περιμένεις “να φτάσεις” κάπου για να χαρείς.

--------

2

Στην άκρη ενός ήσυχου κήπου υπήρχε ένα  γέρικο δέντρο που νόμιζε πως είχε ξεχάσει πώς να ανθίζει. 
Όσοι περνούσαν και το έβλεπαν   έλεγαν: « Ποιος άραγε να το φύτεψε και το ξέχασε ; Είναι  πολύ αργά για να ανθίσει ξανά».
Μια νύχτα, όταν το φεγγάρι χτύπησε τα κλωνάρια του με ασήμι, έκπληκτο το δέντρο  άκουσε μια μικρή φωνή να του ψιθυρίζει: «Ποτέ δεν είναι αργά».
Από το επόμενο πρωί το δέντρο  άπλωνε τις ρίζες του όπου υπήρχε νερό. Ήπιε ασταμάτητα νερό της βροχής , στρέφοντας τα κλωνάρια του στον ήλιο. 
Και μια  μέρα, παρά τις αμφιβολίες όλων, ένα μικρό πράσινο φύλλο άρχισε να φυτρώνει στην κορυφή του και να λάμπει στον ήλιο. 

Οι άνθρωποι έμειναν έκπληκτοι: το δέντρο είχε ανθίσει ξανά. Και το μόνο που έκανε ήταν να συνεχίσει να περιμένει, να φροντίζει, να πιστεύει.
Και κάθε μέρα, το δέντρο έστελνε ψηλά τα κλαδιά του, σαν να χόρευε με τον άνεμο, ξαναβρίσκοντας τη μαγεία του, ανθισμένο. 
Έμαθε πως όσο υπάρχει υπομονή και πίστη, ακόμα και το πιο ξεχασμένο δέντρο μπορεί να ανθίσει ξανά.

«Μην πεις ποτέ ότι είναι αργά»  για αλλαγή, για μάθηση, για να κυνηγήσεις ένα όνειρο ή να διορθώσεις κάτι στη ζωή σου. 

Ο χρόνος δεν πρέπει να μας περιορίζει,  όσο έχουμε τη θέληση και τη δράση, υπάρχει πάντα μια ευκαιρία.

------

3. Η Χρυσή Πέτρα

Σε έναν μακρινό τόπο, υπήρχε ένα χωριό που βρισκόταν στη σκιά ενός μεγάλου, απότομου βουνού. Το βουνό αυτό λεγόταν Θαβώρ, αλλά οι χωρικοί το φώναζαν απλώς «Το Σκοτεινό», γιατί πάντα φαινόταν να το σκεπάζει σύννεφο, ακόμα και τις ηλιόλουστες μέρες.

Λέγανε πως στην κορυφή του υπήρχε μια χρυσή πέτρα που φώτιζε τα πάντα γύρω της, αλλά κανείς δεν την είχε δει.

 Μόνο οι σοφοί και οι καθαροί στην καρδιά μπορούσαν να τη βρουν.

 Οι περισσότεροι κορόιδευαν:

"Χρυσή πέτρα; Μάλλον χρυσή φαντασία!"

Ένας νεαρός, ονομαζόμενος Λάμπης, είχε από μικρός την καρδιά του στραμμένη στον ουρανό.  Δεν τον ένοιαζε που τον θεωρούσαν ονειροπαρμένο.

 Μια μέρα, πήρε την απόφαση:

— «Θα ανεβώ στο βουνό. Ό,τι κι αν γίνει.»

Κανείς δεν του ευχήθηκε καλή τύχη. 

Μόνο η γιαγιά του τού έδωσε ένα ψωμί και μια μικρή λάμπα:

— «Αν δεν βλέπεις μπροστά σου, γιε μου ,  φρόντισε τουλάχιστον να φωτίζεις μέσα σου», του είπε.

Ο Λάμπης ανέβαινε μέρες και νύχτες. Συνάντησε σκιές, φωνές, εγωισμούς μεταμορφωμένους σε δράκους, φόβους με μορφή ανέμου. Κάθε φορά που νόμιζε πως θα γυρίσει πίσω, θυμόταν τη λάμπα της γιαγιάς και άναβε λίγο φως μέσα του.

Όταν έφτασε στην κορυφή, όλα ήταν σιωπηλά. Ο ήλιος δεν φαινόταν. 

Ο Λάμπης κάθισε, κουρασμένος. Και τότε, δεν φάνηκε η χρυσή πέτρα. Φάνηκε εκείνος. Το σώμα του άρχισε να λάμπει, όχι από χρυσό, αλλά από κάτι που έβγαινε από μέσα του.

Ένιωσε ειρήνη, χαρά, καθαρότητα. 

Μια φωνή απλώθηκε γύρω του:

— «Τώρα βλέπεις, γιατί έμαθες να φωτίζεις πρώτα την καρδιά σου.»

Ο Λάμπης κατέβηκε ξανά στο χωριό.Δεν μίλησε πολύ. 

Μόνο βοηθούσε, χαμογελούσε, φώτιζε. 
Και κάποιοι, σαν τον κοίταζαν, έλεγαν:
— «Δεν ξέρω τι έχει αλλάξει σε αυτόν, αλλά είναι σαν να κουβαλάει φως.»
Και κάποιοι άρχισαν να ανεβαίνουν κι αυτοί στο βουνό.

Δίδαγμα : 

Η Μεταμόρφωση δεν είναι μόνο ένα γεγονός στο παρελθόν. 
Είναι ένα μονοπάτι εσωτερικής ανάβασης, που οδηγεί στο φως του Θεού, όταν αφήσουμε την καρδιά μας να καθαριστεί και να γεμίσει  με αγάπη, πίστη και ταπείνωση.

---------

4.Η Άνθιση της Μικρής Αυγής

Κάποτε, σε μια γη που έμοιαζε ξεχασμένη, ζούσε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι.
Ο κήπος τους ήταν όμορφος, μα έλειπε από αυτόν το πιο ποθητό λουλούδι· εκείνο που χρόνια περίμεναν να φυτρώσει.
Κάθε μέρα έσπερναν σπόρους, ποτίζανε
με δάκρυα και ελπίδα, μα ο κήπος έμενε σιωπηλός.

Κι όμως, δεν έπαψαν να πιστεύουν. Έλεγαν:
— «Ο Κηπουρός του Ουρανού γνωρίζει πότε θα ανθίσει ο σπόρος.»

Μια νύχτα γλυκιά, καθώς ο ουρανός άναψε με αστέρια πιο λαμπερά από ποτέ, ένας μικρός βλαστός ξεπρόβαλε από τη γη τους.
Δεν ήταν τυχαίος· ήταν το πιο αγνό και όμορφο άνθος που είχε δει ποτέ ο κόσμος.

Το λουλούδι εκείνο ονομάστηκε Αυγή,
γιατί με το φως της έφερνε την υπόσχεση μιας νέας ημέρας.
Δεν ήταν απλά μια χαρά για το σπίτι των γερόντων, αλλά για όλη τη γη· γιατί από αυτό το άνθος θα έλαμπε κάποτε ο Ήλιος της Δικαιοσύνης.

Και από τότε, κάθε 8 Σεπτέμβρη, οι άνθρωποι θυμούνται πως ακόμα κι όταν όλα μοιάζουν αδύνατα, ο Θεός μπορεί να φέρει την πιο τρυφερή και αληθινή χαρά εκεί που δεν την περιμένεις.

---------

5. Το Μυστικό του Κήπου της Παναγίας 

Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα χωριό που έβλεπε τη θάλασσα, υπήρχε ένας μικρός κήπος. 

Τον φρόντιζε ένα παιδί που το έλεγαν Νικόλα. 

Ο κήπος ήταν όμορφος, αλλά τις περισσότερες μέρες του χρόνου έμοιαζε απλός· λίγα λουλούδια, λίγη πρασινάδα. Όμως κάθε 15 Αυγούστου, στον  κήπο γινόταν ένα θαύμα!

Τα λουλούδια άνοιγαν όλα μαζί, γεμάτα φως και άρωμα, κι ένα χρυσό πουλάκι στεκόταν πάνω στην πιο μεγάλη ροδιά και κελαηδούσε χαρούμενα. 

Όλοι οι άνθρωποι του χωριού ερχόντουσαν τότε, γελούσαν, προσεύχονταν και έπαιρναν κουράγιο.

Ο Νικόλας πρόσεξε πως η ομορφιά αυτή δεν χανόταν αμέσως. Για οχτώ μέρες ο κήπος συνέχιζε να λάμπει, σαν να τον σκέπαζε μια αόρατη αγκαλιά. Και την τελευταία μέρα, στις 23 Αυγούστου, το πουλάκι τραγουδούσε πιο δυνατά από ποτέ, και μια γλυκιά φωνή φάνηκε να λέει:

"Μην νομίζεις πως το θαύμα τελειώνει εδώ.

 Ό,τι βλέπεις και ό,τι χαίρεσαι μένει για πάντα μέσα στην καρδιά σου, αρκεί να το κρατήσεις με αγάπη".

Από τότε, ο Νικόλας έμαθε πως ο κήπος της Παναγίας δεν ανθίζει μόνο για λίγες μέρες· ανθίζει μέσα στις ψυχές όλων όσων πιστεύουν στην αγάπη και στην ελπίδα. Και ότι η Παναγία πάντα μας σκεπάζει με την Χάρη και την Αγάπη της σε κάθε μας πρόβλημα 

Είναι Μητέρα όλων μας και μεσίτρια στον Χριστό. Οι άνθρωποι την αισθάνονται σαν στήριγμα και παρηγοριά σε κάθε δυσκολία – γι’ αυτό και την προσφωνούμε "Σκέπη του κόσμου"και "Καταφυγή των θλιβομένων".

Όταν ένα παιδί φοβάται, τρέχει στη μητέρα του. 

Έτσι κι όταν ένας άνθρωπος πονά ή χάνει τον δρόμο του, στρέφεται στην Παναγία. 

Είναι σαν ένα μεγάλο δέντρο που στέκεται σταθερό στο κέντρο ενός χωριού· ό,τι κι αν συμβεί –θύελλα, βροχή ή καύσωνας– όλοι ξέρουν πως κάτω από τη σκιά του θα βρουν ανάπαυση και ότι της Παναγίας η αγκαλιά είναι πάντα ανοικτή και μοσχοβολα σαν κήπος 

Δίδαγμα: 

Η Παναγία είναι στήριγμα ακούραστο, μια αγκαλιά που μοσχοβολα και  που δεν κλείνει ποτέ, ένα φως που δεν σβήνει, όσο κι αν γύρω μας βασιλεύει το σκοτάδι.

-------

6. Τα δύο λιοντάρια 

Κάποτε, σε μια απέραντη σαβάνα, ζούσαν δύο λιοντάρια.
Το ένα ήταν βασιλιάς του βορρά, δυνατό και περήφανο.
Το άλλο περιπλανιόταν στον νότο, ελεύθερο και αδάμαστο.

Μια μέρα οι δρόμοι τους συναντήθηκαν κοντά σε μια όαση.
Τα γύρω ζώα τρόμαξαν· περίμεναν μάχη, γιατί έτσι είχαν μάθει:
"Δύο λιοντάρια δεν μπορούν να συνυπάρξουν."

Μα όταν τα δύο θηρία κοίταξαν το ένα το άλλο,
δεν είδαν εχθρό∙
είδαν τον εαυτό τους σε διαφορετικό καθρέφτη.
Το βλέμμα τους έσμιξε,
και μέσα του αναγνώρισαν αλήθεια,
κουράγιο και μοναξιά.

Κι εκεί που όλοι περίμεναν πόλεμο,
γεννήθηκε φιλία αληθινή κι αγάπη παντοτινή
Μια φιλία που έμαθε στη σαβάνα ότι η πραγματική δύναμη δεν βρίσκεται στη νίκη, αλλά στη συντροφιά.

Διδαγμα:

Οι ισχυρές ψυχές δεν έχουν ανάγκη να συγκρουστούν για να αποδείξουν
τη δύναμή τους.
Η αληθινή τους φύση φαίνεται
όταν επιλέγουν τη φιλία, την αγάπη
αντί για τη μάχη.

------

7. Το Πουλί και η Σιωπή της Καρδιάς

Ένα πουλί ταξίδευε αδιάκοπα χωρίς να αναπαύεται.
Πέρασε βουνά, ποτάμια, θάλασσες∙ γνώρισε τόπους ξένους και ουρανούς αμέτρητους.
Όμως όσο και  μακριά κι αν  πετούσε , μέσα του ένιωθε ένα μεγάλο  κενό.

«Γιατι δεν είμαι ευχαριστημένος; 
Ίσως χρειάζομαι μεγαλύτερες αποστάσεις», έλεγε.

Και κάθε μέρα σε κάθε νεα  πτήση  η καρδιά γινόταν πιο βαριά, κάθε ορίζοντας πιο αδιάφορος.
Μια μέρα, κουρασμένο, με βαριές τις φτερούγες στάθηκε σε έναν βράχο. 
Ησυχία απλωνόταν  γύρω του.
Μέσα σ’ αυτή τη σιωπή άκουσε μια φωνή αχνή, σχεδόν ξεχασμένη:
«Αλήθεια που θέλεις να πας ;  Γιατί δεν είσαι χαρούμενος; 
Μήπως δεν είναι οι αποστάσεις που γεμίζουν την ψυχή σου ; Αλλά ο δρόμος που δείχνει η καρδιά.»

Ήταν η ίδια του η καρδιά που του μιλούσε.
Το πουλί σταμάτησε, έκλεισε τα μάτια του και συλλογίστκε  
Τόσα χρόνια πετούσε  και ποτέ δεν ρώτησε την καρδιά του. 
Δεν ήθελε άλλα ξένα μέρη· ήθελε να βρει έναν τόπο όπου θα τραγουδά και θα ανήκει.

Έτσι γύρισε πίσω, ακολούθησε τη φωνή της καρδιάς , στα μέρη όπου ένιωθε του χτύπους της να χτυπούν δυνατά .
Κι όταν βρήκε ένα δέντρο, γεμάτο κλαδιά έτοιμα να το φιλοξενήσουν κάθησε πάνω στα κλαδιά .
 Εκεί κελάηδησε για πρώτη φορά με αληθινή χαρά , χωρίς φόβο και κατάλαβε ότι το αληθινό ταξίδι δεν μετριέται σε μίλια, αλλά σε βήματα συμφιλίωσης
 με την καρδιά

Δίδαγμα :

Η ζωή είναι ταξίδι — για κάποιους μεγάλο, για κάποιους μικρό.
Κι όμως, όταν συνειδητοποιήσεις ότι πέρασες στιγμές που δεν σε γέμισαν, ότι διέσχισες δρόμους χωρίς να γεμιζεις την καρδιά και χωρίς το προσωπικό σου νόημα, να ξέρεις πως ποτέ δεν είναι αργά.
Μπορείς να αλλάξεις πορεία. 
Να ακουμπήσεις τις επιλογές σου στην καρδιά. 
Να επιλέξεις τον δρόμο που αυτή σε οδηγεί.

---------

8. Ο Κήπος με τους Σταυρούς

Ήταν νύχτα όταν ο Νικόλας, εξαντλημένος από τις δοκιμασίες που τον ακολουθούσαν, ύψωσε το βλέμμα στον ουρανό.

«Δεν αντέχω άλλο, Κύριε», ψιθύρισε. «Ο σταυρός μου είναι βαρύς, πολύ πιο βαρύς απ’ όσο μπορώ να κουβαλήσω. Γιατί σε μένα τόσος πόνος; Γιατί τόση δυσκολία;»

Κουρασμένος αποκοιμήθηκε. Και τότε είδε ένα όνειρο.

Βρέθηκε σε έναν απέραντο κήπο, σιωπηλό αλλά γεμάτο φως. Όσο προχωρούσε, συνειδητοποιούσε ότι ολόκληρος ο κήπος ήταν γεμάτος σταυρούς. Άλλοι έστεκαν όρθιοι σαν δέντρα, άλλοι ήταν ακουμπισμένοι στο έδαφος. Μερικοί έλαμπαν, φτιαγμένοι από σπάνιο ξύλο, κι άλλοι έμοιαζαν φτωχικοί, δεμένοι πρόχειρα με αγκαθωτά κλαδιά.

Ξαφνικά, μια φωνή τον κάλεσε:

«Εδώ βρίσκονται οι σταυροί όλων των ανθρώπων. Διάλεξε όποιον θες, αν πιστεύεις πως ο δικός σου είναι αβάσταχτος.»

Ο Νικόλας πλησίασε έναν τεράστιο σταυρό με πολύτιμα σκαλίσματα. Τον σήκωσε με δυσκολία και αμέσως ένιωσε να τον πλακώνει, πιο βαρύς κι από βουνό. Τον άφησε γρήγορα.

Δοκίμασε έναν μικρότερο, φτιαγμένο από χοντρά αγκάθια. Μα το ξύλο τρυπούσε τις παλάμες του και κάθε βήμα γινόταν μαρτύριο.

Προχώρησε σε άλλον, πιο απλό. Μα κι αυτός είχε το δικό του αφόρητο βάρος, σαν να ήταν γεμάτος πέτρες αθέατες.

Έτσι περιπλανιόταν από σταυρό σε σταυρό, ώσπου βρήκε έναν μέτριο, ούτε πολύ λαμπερό ούτε πολύ φτωχικό. Τον σήκωσε διστακτικά. Κι ένιωσε πως του ταίριαζε· ήταν βαρύς, μα μπορούσε να τον αντέξει.

«Αυτόν θα κρατήσω», είπε με ανακούφιση.

Κι αμέσως άκουσε ξανά τη φωνή:

«Παιδί μου, αυτός ήταν ο δικός σου σταυρός από την αρχή.»

Ο Νικόλας έμεινε σιωπηλός. Τότε κατάλαβε πως ο καθένας κουβαλάει τον σταυρό που είναι φτιαγμένος για εκείνον· μπορεί να μοιάζει βαρύς, αλλά είναι το μέτρο μέσα από το οποίο μαθαίνει, δυναμώνει και πορεύεται.

Όταν ξύπνησε, τα μάτια του ήταν υγρά, αλλά η καρδιά του πιο ήρεμη. Δεν είχε πάψει να κουβαλά τον σταυρό του· είχε όμως πάψει να ζηλεύει τον σταυρό των άλλων.

Δίδαγμα: 

Κάθε άνθρωπος κουβαλά τον δικό του σταυρό, μοναδικό και φτιαγμένο στα μέτρα του. Μπορεί να μας φαίνεται βαρύς ή άδικος, όμως είναι εκείνος που μας δίνει τη δύναμη να μάθουμε, να αντέξουμε και να εξελιχθούμε. Αν κοιτάξουμε τους σταυρούς των άλλων, θα δούμε ότι κι αυτοί έχουν τα δικά τους βάσανα, αόρατα ή φανερά.

-------

9. Ο σπόρος που πίστευε στον ήλιο 

Κάποτε, σε ένα έρημο λιβάδι, ζούσε ένας μικρός σπόρος. Κοιτούσε γύρω του και έβλεπε μόνο πέτρες, σκιά και ξηρασία. 

«Πώς να μεγαλώσω εδώ;» σκεφτόταν, φοβισμένος.

Μια μέρα, μια σταγόνα βροχής έπεσε πάνω του. Ο σπόρος τρόμαξε, αλλά αποφάσισε να πιστέψει στη ζωή. Σιγά σιγά άρχισε να σκάβει τη γη και να μεγαλώνει, παρ’ όλα τα εμπόδια: οι πέτρες τον εμπόδιζαν, οι άνεμοι τον κούραζαν, και οι ξηρές μέρες τον δοκίμαζαν.

Μα κάθε φορά που ένιωθε ότι δεν μπορούσε πια, θυμόταν τον ήλιο στον ουρανό και τα λόγια της βροχής: «Πίστεψε σε μένα, και θα δεις φως». Ο σπόρος κράτησε την πίστη του, κι όταν ήρθε η κατάλληλη στιγμή, άνθισε σε ένα πανέμορφο λουλούδι, φωτεινό σαν ήλιος.

Οι περαστικοί που έβλεπαν το λουλούδι θαύμαζαν τη δύναμή του. Κανείς δεν ήξερε ότι η ομορφιά του είχε γεννηθεί μέσα από εμπόδια και αμφιβολίες, μόνο με την πίστη και την αισιοδοξία ενός μικρού σπόρου.

Δίδαγμα:

 Ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές, η αισιοδοξία  δεν είναι απλώς η προσδοκία ότι όλα θα πάνε καλά — είναι η πίστη,  η ικανότητα  να βλέπεις  φως  μες στο σκοτάδι , να κρατάς την καρδιά σου ζωντανή,  για να μπορέσει να μετατρέψει τα πιο άγονα μέρη σε άνθηση με υπομονή και πίστη .

-------
10. Η βιβλιοθήκη της γιαγιάς 

Η βιβλιοθήκη της γιαγιάς 
Η Ελένη αγαπούσε να πηγαίνει στο σπίτι της γιαγιάς της. Εκεί υπήρχε μια μεγάλη ξύλινη βιβλιοθήκη γεμάτη βιβλία – άλλα χρυσά και λαμπερά, άλλα παλιά και τριμμένα, άλλα με σελίδες που μύριζαν βανίλια και σκόνη. Η γιαγιά της συνήθιζε να της λέει:

«Κάθε βιβλίο είναι μια ανάμνηση. Όταν τα διαβάζουμε, ξαναζούμε τη ζωή μας».

Με τον καιρό, η Ελένη  παρατήρησε κάτι παράξενο. Κάποια βιβλία εξαφανίζονταν από τα ράφια. Άλλα έχαναν σελίδες ή μπέρδευαν τις ιστορίες τους. Η γιαγιά έψαχνε να βρει την αρχή ή το τέλος, μα δεν τα έβρισκε.

«Μα γιαγιά, πού πήγαν τα βιβλία;» ρώτησε ένα βράδυ.

Η γιαγιά χαμογέλασε αχνά: «Ορισμένα ταξιδεύουν μακριά. Μα ακόμα κι αν λείπουν, η καρδιά θυμάται πως κάποτε τα διάβασε».

Η Ελένη τότε αποφάσισε να γίνει η μικρή «βιβλιοθηκάριος» της. Κάθε μέρα της διάβαζε φωναχτά, κρατούσε σημειώσεις και έγραφε ξανά τις χαμένες σελίδες. Δεν ήταν πάντα ίδιες όπως πριν, μα γέμιζαν αγάπη.

Έτσι, η βιβλιοθήκη της γιαγιάς μπορεί να έχανε κάποια βιβλία, αλλά ποτέ δεν έπαψε να έχει φως. 

Δίδαγμα : 

Εκείνο που μένει, όταν οι ιστορίες τελειώνουν , είναι η αγκαλιά και η ζεστασιά που τις κρατά ζωντανές.

---------
Επίλογος

Κάθε τέλος είναι κι μια  νέα  αρχή .

Οι «Ψίθυροι Ψυχής» δεν τελειώνουν με το κλείσιμο της ανάγνωσης  αυτού του βιβλίου∙ συνεχίζουν να υπάρχουν σε κάθε πράξη καλοσύνης, σε κάθε χαμόγελο, σε κάθε στιγμή που επιλέγουμε να δούμε το φως αντί για το σκοτάδι.

Ας κρατήσουμε μέσα μας την απλότητα αυτών των μικρών μαθημάτων ζωής, και ας τα αφήσουμε να ανθίσουν στις μέρες μας.

Οπισθόφυλλο

Μερικές φορές η ζωή δεν μιλά με κραυγές∙ μα ψιθυρίζει απαλά, σαν άνεμος που περνά μέσα από τα φύλλα.

Κάθε ιστορία εδώ είναι ένας ψίθυρος∙ μια σπίθα αγάπης, ένα άγγιγμα σοφίας, ένα δάκρυ σιωπής, ένας σπόρος ελπίδας, μια ρίζα ταπεινότητας που στηρίζει την ψυχή, ένα ταξίδι στο χρόνο που κυλά σαν ποτάμι ασταμάτητα. 

Δεν χρειάζονται μεγάλα λόγια για να διδάξουν. Απλές ιστορίες που κρύβονται μέσα σε   εικόνες της φύσης , σε ένα σπόρο,  σε ένα δέντρο , , γίνονται  μαθήματα που χωρούν στην καρδιά και ανθίζουν σε όποιον επιτρέψει να τα ακούσει.

Κλείσε τα μάτια, άφησε τις σελίδες να μιλήσουν∙ ίσως εκεί, ανάμεσα στις γραμμές, ακούσεις τον δικό σου ψίθυρο ψυχής.

©Ελένη Λούκαρη - Καλαϊτσίδου 

----------------------------------------------------------------------


ΨΗΦΙΑΚΉ ΣΥΛΛΟΓΉ 
ΜΙΚΡΆ ΜΟΝΟΠΆΤΙΑ 
ΜΕΓΆΛΩΝ ΑΛΗΘΙΩΝ



Ποιήματα και Τραγούδια μου 


Αναζητήσετε το κανάλι μου στο YouTube  Helen Loukari Kalaitsidou ή Ελένη Λούκαρη Καλαϊτσίδου 

Εδώ οι λέξεις δεν είναι μόνο λέξεις∙ είναι ανάσες, φλόγες, σταγόνες φωτός.
Κάθε ποίημα, κάθε τραγούδι, κάθε ιστορία είναι μια πύλη προς το άπειρο.
Ό,τι ψιθυρίζει η ψυχή, εδώ βρίσκει φωνή και  γαλήνη 

Ευχαριστώ πολύ  για την εκτίμηση και την αγάπη σας 

Ελένη Λούκαρη Καλαϊτσίδου 

 

No comments: