"Να συμβιβάζεσαι με όλους κι όλα, προκειμένου να μην μείνεις μόνος.
Αν έπρεπε να εξηγήσω τη δυστυχία με λέξεις, αυτές ακριβώς θα διαλεγα. "
Charles Bukowski
Ο Bukowski εδώ συμπυκνώνει όλη τη φιλοσοφία του για την αυθεντικότητα: το να "συμβιβάζεσαι με όλους κι όλα" σημαίνει να προδίδεις τη δική σου αλήθεια∙ κι αυτό, για εκείνον, είναι η πιο καθαρή μορφή δυστυχίας.
Δηλώνει την αντίθεση ανάμεσα στην ανάγκη για αποδοχή και στο τίμημα της απώλειας του εαυτού.
🏵️Η Τέχνη του Συμβιβασμού 🏵️
Έμαθε να χαμογελά.
Όχι γιατί ήθελε, αλλά γιατί το χαμόγελο ήταν το κλειδί που άνοιγε όλες τις πόρτες.
Οι άνθρωποι αγαπούν εκείνους που δεν δυσκολεύουν τα πράγματα, που συμφωνούν, που δεν υψώνουν ποτέ τη φωνή.
Έμαθε να λέει "ναι" σε πράγματα που τον πλήγωναν.
Να συγχωρεί χωρίς να έχει πειστεί, να σωπαίνει όταν η ψυχή του ούρλιαζε.
Με τον καιρό, το "ναι" έγινε δεύτερη φύση του. Οι φίλοι του τον θαύμαζαν για την καλοσύνη του,
οι άλλοι τον προτιμούσαν για την ηρεμία του.
Κανείς δεν καταλάβαινε πως κάθε του συγκατάβαση ήταν ένα μικρό πένθος, ένα κομμάτι του εαυτού του, που έσβηνε σιωπηλά.
Γιατί με κάθε σκύψιμο του κεφαλιού,
κατάπινε τις αντιρρήσεις του
σαν πικρό φάρμακο.
οι άλλοι τον προτιμούσαν για την ηρεμία του.
Κανείς δεν καταλάβαινε πως κάθε του συγκατάβαση ήταν ένα μικρό πένθος, ένα κομμάτι του εαυτού του, που έσβηνε σιωπηλά.
Γιατί με κάθε σκύψιμο του κεφαλιού,
κατάπινε τις αντιρρήσεις του
σαν πικρό φάρμακο.
Τα χρόνια κύλησαν σαν ήρεμο νερό.
Κανείς δεν τον μίσησε, κανείς δεν τον αγάπησε αληθινά.
Ήταν ο άνθρωπος που ταίριαζε παντού και πουθενά· ένα πρόσωπο που όλοι εμπιστεύονταν γιατί ποτέ δεν έδειχνε τι σκεφτόταν.
Και μέσα σ’ αυτή την απαλότητα της αποδοχής,
η ψυχή του σάπιζε αργά, όπως σαπίζει ένα άνθος μέσα σε βάζο χωρίς νερό.
Τις νύχτες, όταν οι δρόμοι ησύχαζαν, καθόταν στο παράθυρο και άκουγε τον εαυτό
του να αναπνέει.
Η σιωπή ήταν βαριά , σχεδόν απειλητική. Αναρωτιόταν αν αυτό που ζούσε λεγόταν
γαλήνη ή απλώς συνήθεια.
Ένιωθε ένα κενό, ένα βάρος που δεν είχε όνομα. Ήταν η αθόρυβη δυστυχία του ανθρώπου
που δεν ανήκει πουθενά,
γιατί ανήκει σε όλους.
Μια μέρα, ξύπνησε και δεν μπόρεσε
να χαμογελάσει. Το πρόσωπό του είχε
ξεχάσει πώς γίνεται.
Ένιωσε φόβο, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη
και δεν αναγνώρισε το πρόσωπο του .
Κι ύστερα μια παράξενη ανακούφιση.
Ίσως ήταν η στιγμή να θυμηθεί ποιος ήταν πριν αρχίσει να βολεύεται, πριν γίνει "καλός".
Μέσα σε εκείνη τη σιωπή, κατάλαβε ότι ,
η ευγένεια που φυτρώνει πάνω στον φόβο της μοναξιάς, δεν είναι αρετή, είναι παραίτηση.
Είναι εξορία.
Κι η αληθινή ελευθερία αρχίζει εκεί
που τελειώνει η ανάγκη να μας αγαπούν
όλοι, τη στιγμή που σταματάμε να ζητούμε την έγκριση των άλλων.
Ένιωθε ένα κενό, ένα βάρος που δεν είχε όνομα. Ήταν η αθόρυβη δυστυχία του ανθρώπου
που δεν ανήκει πουθενά,
γιατί ανήκει σε όλους.
Μια μέρα, ξύπνησε και δεν μπόρεσε
να χαμογελάσει. Το πρόσωπό του είχε
ξεχάσει πώς γίνεται.
Ένιωσε φόβο, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη
και δεν αναγνώρισε το πρόσωπο του .
Κι ύστερα μια παράξενη ανακούφιση.
Ίσως ήταν η στιγμή να θυμηθεί ποιος ήταν πριν αρχίσει να βολεύεται, πριν γίνει "καλός".
Μέσα σε εκείνη τη σιωπή, κατάλαβε ότι ,
η ευγένεια που φυτρώνει πάνω στον φόβο της μοναξιάς, δεν είναι αρετή, είναι παραίτηση.
Είναι εξορία.
Κι η αληθινή ελευθερία αρχίζει εκεί
που τελειώνει η ανάγκη να μας αγαπούν
όλοι, τη στιγμή που σταματάμε να ζητούμε την έγκριση των άλλων.
Άνοιξε το παράθυρο.
Ο αέρας μπήκε απότομα, σχεδόν βίαια, μα ήταν αληθινός.
Και για πρώτη φορά, χαμογέλασε χωρίς
να το προσπαθήσει.
© Ελένη Λούκαρη - Καλαϊτσίδου