Προοίμιο
Υπάρχουν φωτογραφίες που μοιάζουν με μικρά θαύματα.
Κρατούν για πάντα μια στιγμή που δεν μπορεί να επιστρέψει. Σε μια τέτοια φωτογραφία, έχω δίπλα μου τη μαμά μου· χαμογελάμε, κι εγώ την κρατάω. Την κρατάω στο χέρι, στην αγκαλιά, μα πιο πολύ την κρατάω μέσα μου, στη μνήμη στην καρδιά μου. Γιατί ήρθε κάποτε ο καιρός που εκείνη άφηνε σιγά σιγά το παρόν να της ξεγλιστρά, κι έπρεπε εγώ να γίνω η μνήμη της.
Κι όταν η ζωή βρέθηκε στη σκιά της άνοιας και του Αλτσχάιμερ —στη μαμά μου και στην πεθερά μου αντίστοιχα — κατάλαβα πως οι άνθρωποι δεν είναι μόνο οι αναμνήσεις τους.
Είναι η δύναμη, ο κόπος, τα χέρια, τα μάτια, το χάδι, όλα όσα άφησαν πίσω.
Μέρος Α΄ – Η Ζωή πριν τη Σκιά
Η μαμά μου
Η μαμά μου ήταν γυναίκα με τσαγανό. Όμορφη, δυναμική, χρυσοχέρα. Ήταν μοδίστρα, και στα χέρια της το ύφασμα γινόταν ιστορία. Μπορούσε να κόψει, να ράψει, να στολίσει, να δώσει μορφή σε κάτι που πριν ήταν απλά ένα κομμάτι ύφασμα. Και δεν έφτιαχνε μόνο φορέματα· έφτιαχνε στιγμές. Στα ρούχα που έραβε κρύβονταν χαρές, γιορτές, βαφτίσια, γάμοι. Όλα περνούσαν από τη βελόνα της.
![]() |
Οι στολές από τα χρυσά χεράκια της |
Δεν ήταν μόνο μοδίστρα· ήταν κι αρχόντισσα της καθημερινότητας. Το σπίτι μας ήταν γεμάτο μυρωδιές από φαγητά, από φρεσκοπλυμένα ρούχα, από εκείνη τη φροντίδα που μόνο μια μάνα ξέρει να δίνει. Κι όλα αυτά με χαμόγελο και με εκείνη την αποφασιστικότητα που έκανε τους γύρω της να τη θαυμάζουν.
Η πεθερά μου
Η πεθερά μου είχε άλλες ρίζες. Πόντια, αρχοντογυναίκα ήρθε μικρή στην Ελλάδα μετά τον διωγμό. Από παιδί έμαθε τι σημαίνει δουλειά και κόπος. Έζησε στα χωράφια, με το χώμα στα χέρια, άρμεξε αγελάδες, έμαθε να ζυμώνει ψωμί που μύριζε σπιτικό και να στήνει τραπέζια που έθρεφαν πολλούς. Ήταν πολύ καλή νοικοκυρά, γυναίκα με υπομονή και καρδιά πλατιά.
Μας διηγούνταν ότι στην Πατρίδα ζούσαν πολύ καλά. Η οικογένεια της ήταν πλούσια και μάλιστα μορφωμένη και μια μαύρη νύχτα τα έχασαν ολα. Ακόμα από τη μνήμη της δεν σβήνει η γειτονιά που μεγάλωσε , το σπίτι της κι αν γυρνούσε καμμία μέρα εκεί θα το αναγνώριζε αμέσως .
Μεγάλωσε πέντε παιδιά. Ο άντρας μου ήταν το μικρότερο· το «σφουγγαράκι», όπως λέμε. Το παιδί που απορροφά τα πάντα από την οικογένεια, καλό ή δύσκολο. Η πεθερά μου έδωσε σ’ όλα της τα παιδιά αγάπη και στέρεες βάσεις, αλλά στον μικρό είχε πάντα μια αδυναμία.
Στο παλιό κουτί των φωτογραφιών, υπάρχει μια εικόνα τους όλοι μαζί. Οι γονείς και τ’ αδέλφια του άντρα μου, στημένοι με σοβαρότητα για τον φακό. Δεν χαμογελούν, μα τα βλέμματα μιλούν: περηφάνια, κούραση, επιμονή. Εκείνη η φωτογραφία είναι μάρτυρας μιας εποχής που πέρασε, μα κουβαλάει ακόμα την αλήθεια της οικογένειας.
Μέρος Β΄ – Η Σκιά
Κάποια στιγμή, άρχισε να τρυπώνει η λησμονιά. Στην αρχή δειλά, σαν αθώο παιχνίδι: η μαμά μου ξεχνούσε πού είχε αφήσει τα κλειδιά. Τα έψαχνε θυμωμένη, αναστατωμένη. Κι ύστερα, άρχισε να κλειδώνει την πόρτα και να λέει πως την κρατάμε φυλακισμένη. Ενώ τα είχε μέσα στην τσέπη της ποδιάς της , δεν το θυμόταν γιατί φοβόταν πολύ από αυτά που άκουγε στις ειδήσεις και κλείδωνε Πώς να της εξηγήσεις ότι κανείς δεν της στέρησε την ελευθερία; Ότι εκείνη ήταν που κλείδωσε; Η πραγματικότητα είχε αρχίσει να αλλάζει μέσα της.
Μια μέρα μού είπε με βεβαιότητα πως της έκλεψα χρήματα. «Μου τα πήρες χωρίς να με ρωτήσεις , τι τα έκανες ;», έλεγε. Μα δεν μου είχε δώσει ποτέ λεφτά για να τα φυλάξω ή να πληρώσω κάποιο λογαριασμό όπως συνήθως έκανα. Κι όταν «έφυγε», βρίσκαμε χαρτονομίσματα κρυμμένα σε κάθε γωνιά· σε πορτοφόλια ξεχασμένα, σε τσέπες, σε κουτιά. Σαν να είχε απλώσει τον μικρό της θησαυρό σε κρυψώνες, για να νιώθει ασφαλής. Εκείνη που πάντα είχε τον έλεγχο, τώρα πάλευε να κρατήσει κομμάτια από την τάξη και την ασφάλεια της ζωής της.
Κάποιες άλλες φορές ζητούσε να τις αγοράσω πράγματα σε ώρες που δεν μπορούσα αλλά δεν σήκωνε καμμία άρνηση . Έλεγε "τώρα το θέλω " και έπρεπε να γίνει. Έτσι δεν της χάλαγα ποτέ χατηρια.
Αλήθεια πώς να χαλάσω χατηρια στον άνθρωπο που με έφερε στη ζωή, που έδωσε την ψυχή της για να μεγαλώσω, να σπουδάσω κι αργότερα στο μεγάλωμα του γιου μου.
Ό θεράπων ιατρός όταν αναφέραμε όλα αυτά με συμβούλεψε ότι κακώς δεν της έλεγα "όχι " και ότι αφού την φρόντιζα έπρεπε να πάρω κάποιες οδηγίες για την συμπεριφορά μου στην εξέλιξη της νόσου.
Όταν αρρώστησε περισσότερο και χρειάστηκε να νοσηλευτεί στο Νοσοκομείο, μας αναγνώριζε όλους μας κοιτούσε με μάτια γεμάτα ευγνωμοσύνη γιατί την φροντίζαμε πολύ . Και μια μέρα πριν φύγει μας είπε "σας αγαπώ πολύ να έχετε την ευχή μου δεν θα ξεχάσω ποτέ για ότι κάνατε για μένα " .
Η πεθερά μου, από την άλλη, περπάτησε τον δρόμο του Αλτσχάιμερ. Εκείνη, παρόλο που ξεχνούσε πολλά, εμένα με θυμόταν. Με έλεγε με τρυφερότητα « καλώς την νυφαδιά μου, την Ελένη μου». Μα τον γιο της, τον άντρα μου, δεν τον αναγνώριζε. «Εσύ ποιανού παιδί είσαι;» τον ρωτούσε. Κι εκείνος της έλεγε με παράπονο : «Είμαι ο γιος σου ρε μάνα , δεν με κατάλαβες; », στο δε γιο μου φώναζε Κωστάκη Κωστάκη έλα να σε φιλήσω ! Και εκείνος της απάντησε δεν είμαι ο γιος σου ο Κωστάκης , ο εγγονός σου είμαι ο Παναγιώτης , ο γιος της Ελένης!" Στρέφοντας τότε το βλέμμα της γεμάτο συγκίνηση και καμάρι μου είπε «Μπράβο! Έκανες παιδί!»
Μια Μεγάλη Εβδομάδα, όπως συνηθίζαμε, είχαμε πάει στο χωριό της για να περάσουμε το Πάσχα με την οικογένεια.
Εκείνες τις μέρες η ζωή μας ήταν πάντα διαφορετική· πιο αργή, πιο ήσυχη, γεμάτη με τα αρώματα του χωριού αγάπη και τις φωνές των συγγενών.
Ένα μεσημέρι, μείναμε στο σπίτι μόνο εγώ και η πεθερά μου. Κάποια στιγμή «λερώθηκε» και την καθάριζα. Γύρισε, με κοίταξε στα μάτια και μου είπε:
«Τι καλά που με προσέχεις… σε ευχαριστώ πολύ. Να ’χες την ευχή μου».
Συγκινήθηκα και της απάντησα:
«Μακάρι να ήμασταν μαζί για να σε κοιτούσα πάντα… αλλά σε κοιτάει η Αμαλία η νύφη σου ».
Κι εκείνη γύρισε και μου είπε:
«Χάσ’ την αυτή, όλο στα χωράφια είναι».
Η μνήμη της ζούσε σε έναν άλλο χρόνο, μα η ευγνωμοσύνη της, εκείνη τη στιγμή, ήταν αληθινή.
Ενώ η Αμαλία – η νύφη της από τον μεγάλο γιο που έμενε πάντα μαζί της – την φρόντιζε ασταμάτητα, μέρα και νύχτα, εκείνη θυμόταν μόνο την εικόνα από τα παλιά, όταν αυτή όντως ήταν αφοσιωμένη στα χωράφια, ενώ η πεθερά μου φρόντιζε το σπίτι και τα παιδιά της .
Σε όλη την πορεία της νόσου, ήταν ο φύλακας-άγγελός της, ακούραστη δίπλα της μέρα και νύχτα. Δεν δέχτηκε ποτέ βοήθεια από κανέναν. Ενώ της ζητήσαμε να συμμετέχουμε με κάτι σαν βοήθεια , αλλά η απάντησή της ήταν “όχι”. Κανείς δεν θα μπορούσε ποτέ να φροντίσει την πεθερά της , όπως εκείνη, γιατί τη θεωρούσε σαν μάνα της , ακόμη και στη νοσηλεία της στο νοσοκομείο τις τελευταίες ημέρες της ζωής της ήταν πάντα δίπλα της
Στιγμές σπαρακτικές και γλυκόπικρες. Από τη μια, η θλίψη του άντρα μου να μην τον γνωρίζει η ίδια του η μάνα. Από την άλλη, το δικό μου δέσιμο μαζί της, που έμενε φωτεινό ακόμη κι όταν όλα τα άλλα σκοτείνιαζαν.
Μέρος Γ΄ – Το Φως που Μένει
Και στις δύο γυναίκες η σκιά έγινε βαριά.
Η μαμά μου, που είχε τσαγανό και δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί της, έμοιαζε να μικραίνει μέρα με τη μέρα. Τα δυνατά της χέρια, που κάποτε έκοβαν υφάσματα και έραβαν φορέματα, τώρα έτρεμαν ψάχνοντας κλειδιά και κρυψώνες. Η πεθερά μου, που σήκωσε πέντε παιδιά στα χέρια της και δούλεψε σαν στρατιώτης της ζωής, ταξίδευε σε μνήμες που δεν μπορούσε πια να μοιραστεί.
Κι όμως, ακόμα κι εκεί που η μνήμη έσβηνε, η αγάπη δεν έσβησε ποτέ.
Η μαμά μου μπορεί να έλεγε πως την κρατούσαμε φυλακισμένη, αλλά όταν της κρατούσα το χέρι, ηρεμούσε.
Η πεθερά μου μπορεί να μην αναγνώριζε τον γιο της, αλλά έλαμπε όταν με φώναζε «νυφίτσα μου».
Κατάλαβα τότε πως οι άνθρωποι δεν χάνονται εντελώς μέσα στην άνοια. Αλλάζουν, ναι· μπερδεύονται, ναι· όμως η ουσία τους μένει. Είναι εκεί, κρυμμένη όπως τα λεφτά της μαμάς μου στα πορτοφόλια· σκόρπια, μα υπαρκτή.
Κι εγώ, στη μέση, ήμουν αυτή που τις κρατούσε. Όχι μόνο στις φωτογραφίες, όχι μόνο στις μνήμες, αλλά στην ίδια τη ζωή. Εκείνες μπορεί να άφησαν να τους ξεγλιστρήσουν οι αναμνήσεις, μα εγώ δεν άφησα ποτέ το χέρι τους.
Επίλογος
Θέλησα να μοιραστώ αυτή την εμπειρία μαζί σας, γιατί ξέρω ότι πολλοί έχετε νιώσει ό,τι και εγώ.
Η νόσος του Αλτσχάιμερ μπορεί να κλέψει τις μνήμες, αλλά δεν μπορεί να πάρει την αγάπη.
Αυτό το φως παραμένει ζωντανό, οδηγεί τη φροντίδα και κρατά τη σύνδεση ανάμεσα στον ασθενή και τον φροντιστή.
Όμως η αγάπη από μόνη της δεν αρκεί.
Χρειάζεται γνώση της νόσου, κατανόηση των αλλαγών και των αναγκών του ασθενούς,
για να γίνει η φροντίδα πραγματικά ουσιαστική.
Όταν συνδυάζεται η αγάπη με τη γνώση,
ακόμη και οι λέξεις που χάνονται αφήνουν
χώρο για ψυχική σύνδεση και αληθινή παρουσία.
Η άνοια της μητέρας μου και το Αλτσχάιμερ της πεθεράς μου δεν είναι μόνο ιστορίες απώλειας. Είναι ιστορίες φροντίδας, αφοσίωσης και αγάπης που παραμένει ζωντανή, ακόμη και όταν οι λέξεις φεύγουν και η μνήμη χαλαρώνει.
Μας διδάσκουν ότι η αγάπη, σε συνδυασμό με τη γνώση, μπορεί να κρατήσει το φως μέσα μας και μέσα τους, ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές.
© Ελένη Λούκαρη - Καλαϊτσίδου