Μαύρος Σεπτέμβρης για τους Ίωνες Σμυρναίους δεν ξεχνούμε !
Ένα συγκινητικό αφήγημα για τη Σμύρνη από ένα διαδικτυακό φίλο τον Σταύρο Παπαδόπουλο, δημιουργό ποιητικού και πεζού λόγου από την Κομοτηνή , με τον οποίο συμπορευόμαστε μαζί στην ομάδα Ποίηση και Μελωδία του κοινωνικού δικτύου του Facebook,
Το αφήγημα αυτό του το αφηγήθηκε η γιαγιά του, και ανήκει στη συλλογή του" οι ιστορίες της γιαγιάς μου της Σμυρνιάς ".
Ζωντανεύει μπροστά μας, με τη γλαφυρή γραφή του και μας παρουσιάζει μια ιστορία με τα δεινά που υπέφεραν οι πρόσφυγες στις " αλησμόνητες πατρίδες ", από τη κυβέρνηση των Νεοτούρκων, που πλήρωσαν με τη ζωή τους την τόση βαρβαρότητα από αυτούς, υπομένοντας με θάρρος και αυταπάρνηση, τα τόσα βασανιστήρια, την πείνα,τη δίψα τον ξεριζωμό, αλλά όμως οι μνήμες τους, αν και έζησαν τόση φρίκη, δεν ξέχασαν ποτέ την πατρίδα τους...
Μας μεταφέρει όμως και μια πικρή αλήθεια σχετικά με την υποδοχή που έτυχαν στην "Ελλάδα" όταν ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους και πόσο δύσκολη ήταν επιβίωση τους.
Μας μεταφέρει ένα μήνυμα αισιοδοξίας ότι όσο δύσκολη να είναι η ζωή , όσες φορές πέφτουμε μπορούμε να ξανασηκωθούμε . Να κοιτάμε μπροστά ακόμα και όταν όλα μοιάζουν ότι έχουν χαθεί, γιατί πρέπει να συνεχίσουμε να προχωράμε . Έτσι θα μάθουμε να πολεμάμε και να συνεχίζουμε το ταξίδι της ζωής .
Ο δημιουργός είναι ένας ιδιαίτερα ευαίσθητος άνθρωπος της καθημερινότητας και της βιοπάλης , αφού το κύριο επάγγελμά του είναι Κτηνίατρος και αυτό μπορεί κάποιος να το διαπιστώσει μέσα από τα κείμενά του, που με τόσο ευαισθησία εκφράζει τα συναισθήματα , την ανθρωπιά του , που μας συναρπάζουν, μας ταξιδεύουν και μας γαληνεύουν .
Σε Ευχαριστούμε πολύ που μοιράστηκε μαζί μας μια τόση συγκινητική ιστορία της γιαγιάς σου !!
...Το μοναστήρι της Παναγιάς...
Μεγάλες φλόγες έκαιγαν εκείνο το βράδυ το μοναστήρι της Παναγιάς έφταναν ως τον ουρανό πυκνός καπνός είχε σκεπάσει τον καλοκαιρινό ουρανό. .
Είχαν βάλει φωτιά στο μεγάλο μοναστήρι της Παναγιάς οι άπιστοι
Πηδούσαν απο τα παράθυρα τα καλογεράκια...κι όσοι δεν τσακίστικάν έτρεχαν σαν κυνηγημένα ζωάκια να κρυφτούν στο βουνό στις σπηλιές και στα φαράγγια να γλυτώσουν απο το μαχαίρι του Τούρκου. Μυρωδιά καπνού και καμένης σάρκας είχε αγκαλιάσει τον μαχαλά και όλο το χωριό. .
Τρέχανε οι τζαντερμαδες και οι νιζαμιδες κάθε καρύδιας καρύδι σκυλιά φερμένα από τα βάθη της ανατολής..να ξεπάστρεψουν τους Ρωμιούς. Γαύγιζαν δαιμονισμένα τα σκυλιά άλογα κροταλιζαν τα πέταλα τους στα καλντερίμια. Κι εμείς ζωάκια τρομαγμένα αγκαλιά με την μάνα μας να κλαίμε.
Κι ο πατέρας με ένα σκουριασμένο όπλο να περιμένει πίσω από την αμπαρομένη πόρτα..
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή:
Το μοναστήρι τής Παναγιάς χτισμένο επάνω στον βράχο σαν αετού φωλιά εκεί ψηλά στο βουνό
Για να πας επάνω έπρεπε να περάσεις ένα μονοπάτι ανάμεσα από το δάσος με τις βελανιδιές και τις οξιές δέντρα πελώρια που αγκάλιαζε ο ουρανός..
Στο δρόμο πηγές με κρύο νερό δρόσιζαν τον διαβάτη. Πουλιά κελαηδούσαν και πίσω από τις φυλλωσιές και τις βατό μουριές κρυμμένα αγρίμια παραφιλούσαν..
Ένα κομμάτι του μονοπατιού σε ένα σημείο όπου περνούσε επικίνδυνα δίπλα από τον γκρεμό μπορούσες να δεις το ποτάμι να στριφό γυρνά κάτω στην χαράδρα,
Ακουγόταν φοβερό να χτυπιέται ανάμεσα σε βράχους καί πέτρες.
Και ξανά να συνεχίζει ανάμεσα σε οξιές και αγριολούλουδα να κελαηδούν κορυδαλλοι κι αηδόνια, σωστός παράδεισος
Ο ηγούμενος και καμιά εικοσαριά καλόγεροι έμειναν στο μοναστήρι της Παναγιάς
Ο ηγούμενος άνθρωπος του Θεού και οι καλόγεροι θεό σεβόμενοι Βοηθούσαν όσο μπορούσαν τους Ρωμιούς.
Εδώ έστελναν οι Ρωμιοί που έμεναν στα γύρω χωριά τα παιδιά τους χωριατακια και τσομπανακια να μαθαίνουν γράμματα.
Ιστορίες της πατρίδας τον Ηρακλή τον Θησέα τον Κύκλωπα και τον Οδυσσέα και όλο το μεγαλείο της Ρωμέικης ιστορίας.
Φυσικά στην Σμύρνη υπηρχαν κολέγια και παρθεναγωγεία εδώ στο βουνό σχολείο ηταν το μοναστήρι.
Να μπει στο μυαλό τους ότι εμείς είμαστε Ρωμιοί κι απόγονοι των Ελλήνων κι οι άπιστοι Βάρβαροι και κατακτητές.
Δεν έβλεπε ο πασάς με καλό μάτι το άγιο μοναστήρι.
Γκιαούριδες κατασκευάζουν εκεί μέσα και μια μέρα θα πάρουν τα όπλα να πολεμήσουν την μεγάλη αυλή καί τον Σουλτάνο
Περίμενε λοιπόν ο πασάς ευκαιρία να αμολήσει τα σκυλιά του Τσέτες και Αλβανούς να πατήσουν το μοναστήρι της Παναγιάς...
Εκείνο το βράδυ επέστρεφε ο ηγούμενος από ένα πανηγύρι στο διπλανό χωριό. .
Όλη την ημέρα ο πάτερ ευλογούσε τους πιστούς κι ότι γρόσια και μετζίτια μάζεψε στο τέλος της ημέρας τα μοίρασε στους φτωχούς χωριάτες. .
Ξεκίνησε με το βασίλεμα του ήλιου να γυρίσει με τον γάιδαρο του στο μοναστήρι.
Του έστησαν καρτέρι δύο ληστές καταραμένα σκυλιά. Τον σταμάτησαν εκεί στο βουνό να τον ληστέψουν.
Πάλεψε ο άνθρωπος του Θεού με τούς άπιστους ψηλός δυνατός σαν βουνό. Τους παρέσυρε στο ξέφωτο δίπλα στον γκρεμό εκεί πάλεψε ο Γούμενος σαν γίγαντας λιοντάρι σωστό, μέχρι που βρήκε τη ευκαιρία κι έσπρωξε το έναν με δύναμη στο γκρεμό.
Τώρα που είμαστε μόνοι θα λογαριαστούμε φώναξε στον άλλον Τούρκο που βλέποντας το λιοντάρι αγριεμένο πέταξε το μαχαίρι και χάθηκε τρέχοντας στο σκοτάδι.
Γύρισε ο Γούμενος στο μοναστήρι άναψε το καντήλι της Παναγιάς έκανε τον σταυρό του...
Βοήθησε μας Παναγιά μου να μην μας εύρει το κακό...
Εφτασε όμως το χαμπερι στον πασά ...
Ετρεξε ο ληστής στον πασά
Του είπε πως ο ηγούμενος κουβαλούσε όπλα στο μοναστήρι και σκότωσε εναν χωριάτη που προσπάθησε να τον σταματήσει
Λυσσαξέ ο πασάς έστειλε ασκέρι με δολοφόνους να ξεπαστρέψει το μοναστήρι να πιάσει τον ηγούμενο
Να φέρεται μπροστά μου τον Γκιαούρη...να προσκυνήσει τον Αλλάχ...ούρλιαξε σαν λύκος που μύρισε θήραμα και αίμα!
Ενα ασκέρι με τουρκάλαδες έφτασε εξω απο το μοναστήρι το περικύκλωσαν. Πρόλαβαν οι καλόγεροι και σφάλισαν την μεγάλη πόρτα...
Τρεις μέρες χτυπούσαν τα νταούλια οι Τούρκοι και άναβαν φωτιές γύρο απο το μοναστήρι...Την τέταρτη μέρα κάναν το μεγαλο γιουρούσι ουρλιάζοντας Αλλάχ Αλλάχ ξεχύθηκαν σαν λύσσασμένα σκυλιά γαυγιζοντας βρίζοντας να πατήσουν την μονη της Παναγιάς.
Χτυπούσαν τα νταούλια και οι ζουρνάδες διψούσαν για αίμα χριστιανών οι Αγαρηνοί ευκαιρία να μπουν να κουρσεψουν την Παναγιά χρυσο και ασήμι πίστευαν πως ηταν γεμάτο το μοναστήρι...
Μάζεψε τους αδερφούς καλόγερους ο Γούμενος έψαλαν όλοι το στρατηγέ τα νικητήρια ύμνησαν τον θεο και την Παναγία και όλοι μαζί έστρεψαν το βλέμμα τους στον γέροντα..
Ψηλός γεμάτος ο γέροντας άσπρα μακριά τα μαλλιά του και τα γένια του...
Αφού μετάλαβε και προσευχήθηκε στην Παναγιά ξεκίνησε με το μυαλό του για το Μεγάλο ταξίδι!
Σαν άλλος Μωυσής ήρεμο το πρόσωπο του σαν αρχάγγελος τους κοίταξε στα δακρυσμένα μάτια τους και με φωνή τρεμάμενα βαριά τους είπε :
Μην φοβάστε αδέρφια εμένα θέλουν εμένα θα πάρουν.
Του φίλησαν ένας ένας τα χέρια δακρυσμένοι
Μη γέροντα μην πας θα σε σκοτώσουν τα σκυλιά
Μην φοβάστε για μένα τώρα άνοιξε η μεγάλη πόρτα του παραδείσου και με περιμένει...Μην με κλάψτε αδέρφια εγώ πεθαίνω...
Για την χριστιανοσύνη για την πατρίδα το γένος φώναξε και άνοιξε την μεγάλη πόρτα του μοναστηριού προχώρησε ανάμεσα στα λυσσασμένα σκυλιά.
Ανέμιζαν τα άσπρα του μαλλιά ασημένια και τα γένια του έλαμπαν σαν η πρωινή δροσιά τον χάιδεψε κι οι πρωινές ακτίνες του ήλιου..
Έριξε χρυσές τις ακτίνες του ο ήλιος της ανατολής και χάιδεψε τον άγγελο το παλικάρι τον μάρτυρα της γενιάς μας..
Τον έσυραν οι άπιστοι σαν το μουλάρι στα τέσσερα και δίπλα τούρκοι χωριάτες λυσσασμένοι τον χτυπούσαν με τους σουγιάδες, γέμισε το κορμί του αίματα
Τον έσυραν μπροστά στον πασά...
Σηκώθηκε ο γέροντας όρθιος αίματα έτρεχαν απο τις πληγές του παλιές και καινούργιες..
Όρθιος καθάριο το βλέμμα του μυρμήγκιαζαν οι πλάτες του γέροντα σαν να έβγαζαν φτερά.. Κοίταζε με αγέρωχο βλέμμα τον πασά σαν αετός έτοιμος να πετάξει.
Κόκκινα τα άσπρα του μαλλιά και τα γένια του από το αίμα που έτρεχε και το βλέμμα του περήφανο σπαθί...
Σκύψε Γκιαούρη φώναξε ο πασάς προσκύνησε τον πασά και τον Αλλάχ κι εγώ ελεύθερο θα σ αφήσω...
Δεν προσκυνάω πασά,τις εικόνες την Παναγιά μονο προσκυνώ και την Ρωμιοσύνη...φώναξε με δυνατή φωνη ο αγιος ο ήρωας της φυλής μας
Καμπάνα ηχούσε η φωνη του κι έβλεπε μπροστά του τις πύλες του παραδείσου...
Αφρισε ο πασάς..κρεμάστε τον ορε τον Γκιαούρη φώναξε!
Πέταξε το σκηνή ο αράπης στο καμπαναριό της εκκλησιάς έβαλε το σκαμνί απο κάτω..
Εκανε ενα βήμα μπροστά ανεβηκε στο σκαμνί ο άγιος άνθρωπος μας πέρασε την θηλιά στο λαιμό του κοίταξε τον ουρανό τα βουνά την θάλασσα που χρυσιζε τον ήλιο που χρυσός στόλιζε τον κόσμο ...έχε γεια κόσμε...φώναξε!
Για την Ελλάδα φώναξε για τον Χριστό τη Ρωμιοσύνη και έδωσε μια κλωτσιά στο σκαμνί...
Έφυγε ο Γούμενος αετός άγγελος με ανοιχτά φτερά για τον παράδεισο του Χριστού της Ρωμιοσύνης...
Χτύπησε πένθιμα η καμπάνα από το βάρος του καλόγερου σταυροκοπήθηκαν οι Χριστιανοί πίσω από τα κλειστά κιουπεγκια και έκλαψαν τον αρχηγό τον άγιο άνθρωπο...
Γέμισε μίσος και θλίψη η καρδιά τους...
Ως πότε Παναγιά τσι Σμύρνης ως πότε θα μαρτυρά το γένος των Ελλήνων...
Αυτό ήταν η αρχή του τέλους των Ιώνων των Ρωμιών της Σμύρνης Αύγουστος μήνας ήτανε κι ο ήλιος έκαιγε και στόλιζε τα χωριά τους, τους μπαξέδες τ αμπέλια που έφταναν μέχρι την θάλασσα με τα σύκα τα σταφύλια τα φρούτα. Την Σμύρνη με το Αϊβαλί το Μπουνάρμπασι την Μπέλλα βίστα την θάλασσα το λιμάνι την Σμύρνη βασίλισσα της ανατολής.
Έφευγε το καλοκαίρι αφήνοντας στον τρόμο τους Ρωμιούς που αισθανόταν την καταστροφή
Έτσι ρχισε το τέλος των Ρωμιών τσι Σμύρνης .
Σε λιγες μέρες τα σκυλιά κρέμασαν τον Δεσπότη τον Χρυσόστομο και έβαλαν φωτιά στην Σμύρνη.
Μας έδιωξαν αγόρι μου μας έδιωξαν και φύγαμε στα ξένα.
Και που έβλεπαν την ομορφιά στην Ελλάδα ξερότοπος και νταμάρια και φτώχια αχ Σμύρνη Σμύρνη μάνα μας και που είσαι να δεις τα παιδιά σου πως κατάντησαν...
Τενεκέδες με λίρες έθαψαν στις αυλές τους...και τώρα δεν έχουν να φάνε, μήτε τα κλειδιά απο τα σπίτια τους πήραν με την ελπίδα πως γρήγορα θα γυρίσουν..
Φτώχια βρωμιά ψείρες και πείνα εδώ στα ξένα ...Παλιά Ελλάδα έλεγαν και ούτε ελληνική σημαία έβλεπες πουθενά.
Φθόνος και ζήλια για μας που ήρθαμε απο την πατρίδα ...
Όμως εμείς υψωσαμε το μπόι μας και χτίσαμε και δημιουργήσαμε ξάνα..γίναμε νοικοκυραίοι όπως παλιά !
Κι έτσι η Σμύρνη μας δεν πέθανε ούτε θα πεθάνει ποτέ ..θα ζει στις ιστορίες μας στο μυαλό μας στα εγγόνια μας για παντα!
Μια μέρα ποιος ξέρει μπορεί ο σπόρος να γυρίσει ξανά στον τόπο μας και να φυτρώσει να ανθίσει ξανά!
Σταύρος "Valentino"26/9/20
Καλημερα στους Ιωνες και τους φιλους!