Saturday, May 10, 2025

Ο γιος της μοδίστρας

Σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Μακεδονίας,  μια ανοιξιάτικη  βροχή είχε αρχίσει να πέφτει νωρίς το απόγευμα. Ένα ψιλό, επίμονο ψιλόβροχο, που πάγωνε τα χέρια και έκανε τους περαστικούς να σκύβουν  βιαστικοί.
Σε μια  γωνία ,  δίπλα σε έναν κάδο σκουπιδιών, καθόταν κουλουριασμένο ένα  μικρό αγόρι, ο Νίκος. Δέκα χρονών, με πρόσωπο που έδειχνε μεγαλύτερο,  όχι από τα χρόνια, αλλά από το βάρος τους.
Οι γονείς του είχαν χαθεί σε ένα τραγικό δυστύχημα και ο μικρός βρέθηκε ξαφνικά μόνος στον κόσμο. Χωρίς κοντινούς συγγενείς να τον φροντίσουν, άρχισε να τριγυρνά στους δρόμους, 
με μοναδική συντροφιά ένα παλιό σακίδιο και τις αναμνήσεις του.
Ο Νίκος κοιμόταν όπου έβρισκε: σε παγκάκια, σε εγκαταλελειμμένα σπίτια, ακόμα και κάτω από γέφυρες. Πεινούσε πολύ, μα η μοναξιά ήταν η μεγαλύτερη του πληγή. 
Όμως δεν έχανε ποτέ την καλοσύνη του,  βοηθούσε ηλικιωμένους να κουβαλήσουν σακούλες, μάζευε αδέσποτα και τα τάιζε όταν μπορούσε.
Ήταν βρώμικος, αδύνατος, με ένα παλιό μπουφάν δυο νούμερα μεγαλύτερο. Είχε μάθει να μην ζητά. Μόνο περίμενε.
Μια μέρα τον είδε μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία,  βγαίνοντας από τη δουλειά της. 
Δούλευε ως βοηθός σ’ ένα μικρό εργαστήριο ραπτικής που έκανε επιδιορθώσεις ρούχων. 
Ήταν είκοσι οχτώ, μόνη από τα δεκαοχτώ, με μια μητέρα που είχε πεθάνει από  στενοχώρια κι αρρώστια και έναν πατέρα που δεν τον χόρτασε, δεν την χόρτασε,  αφού είχε φύγει, όταν ήταν δεκαπέντε χρονών από εργατικό ατύχημα .  
Η μητέρα της ήταν καλή μοδίστρα  που έραβε στο σπίτι της και μερικές φορές πήγαινε μεροκάματο σε άλλα σπίτια. Από μικρή της είχε μάθει να ράβει διάφορες βελονιές  τρύπωμα, καρίκωμα ψαροκόκαλο , πισωβελονιά,  στρίφωμα , να  παίρνει  σημάδια και να είναι παρούσα στις πρόβες,  όταν τελείωνε φυσικά τα μαθήματά της.
Όμως μετά το ατύχημα του μπαμπά της , η μαμά της αναγκάστηκε να πουλήσει το διαμέρισμα για να πληρώσει τους δικηγόρους , προκειμένου να δικαιωθεί στα δικαστήρια, πράγμα που δεν υπήρξε δυνατόν, αφού η απόφαση του δικαστηρίου βγήκε υπέρ των ιδιοκτητών της επιχείρησης,  που δούλευε ο μπαμπάς της , σαν ατύχημα απροσεξίας. 
Όλα τα όνειρα της να σπουδάσει ναυάγησαν μέσα σε μια στιγμή, και δεν μπόρεσε να γίνει δασκάλα, που ήταν το όνειρο της, γιατι λάτρευε πολύ τα παιδιά. 
Έτσι  ζούσε σε ένα μικρό διαμέρισμα στο υπόγειο μιας πολυκατοικίας , που αγόρασε η μαμά της και κάθε ευρώ το μετρούσε, αλλά η καρδιά  της ήταν τόσο μεγάλη που χωρούσε τον κόσμο ολάκερο.
Δική της οικογένεια δεν μπόρεσε να κάνει, αν κι είχε ερωτευτεί κάποιον συνομιλούν της, όταν ήταν μαθήτρια, αλλά μετά την αποφοίτηση από το λύκειο οι δρόμοι τους χώρισαν για πάντα . Το μυαλό της όμως ήταν πάντα σε εκείνη την πλατωνική αγάπη  που δεν καρποφόρησε. 

Όταν ήταν δέκα χρονών η μαμά της,  της εξομολογήθηκε ότι ο Θεός δεν τους αξίωσε να γίνουν γονείς και έτσι την είχαν υιοθετήσει μωρό ακόμη, από μια πολύτεκνη οικογένεια , από άλλη πόλη κι αν ήθελε να τους γνωρίσει, θα την πήγαινε  να τους δει. Αυτή αρνήθηκε κατηγορηματικά, γιατί για αυτήν οι αληθινοί γονείς της ήταν αυτοί που της έδωσαν αμέριστη αγάπη σαν δικό τους παιδί και δεν μπορεί να δεχτεί και να αγαπήσει άλλους γονείς. 

Μόλις είδε το αγόρι αυτό, κάτι μέσα της έσπασε. Ίσως γιατί της θύμισε τον εαυτό της, ίσως  θυμήθηκε τα δικά της δύσκολα χρόνια,  Ίσως γιατί δεν άντεχε άλλο να βλέπει τη σιωπή στα μάτια των παιδιών.
Τον πλησίασε διακριτικά και του άφησε το σάντουιτς  που είχε αγοράσει για αυτήν κι ένα μπουκάλι νερό, χωρίς να πει λέξη καμμιά. Ο Νίκος το πήρε δειλά  δειλά, με ένα αχνό χαμόγελο στα χείλη και με τα μάτια χαμηλωμένα. 

Την επόμενη μέρα του έφερε  πάλι φαγητό και ένα δεύτερο μπουφάν. Την τρίτη, του μίλησε:

-Πώς σε λένε;

- Νίκο.

-Πού μένεις, Νίκο;

-Πουθενά.

Οι απαντήσεις του ήταν κοφτές. Δεν εμπιστευόταν. Είχε γνωρίσει ήδη ανθρώπους που τον είχαν εκμεταλλευτεί. Άλλοι του έταζαν φαγητό και τον χτυπούσαν. Άλλοι τον έστελναν να ζητιανέψει και του έπαιρναν τα λεφτά.

Η Μαρία δεν του ζήτησε τίποτα. Τον άφησε να αποφασίσει. Ώσπου ένα βράδυ, που ο ουρανός έσταζε και ο αέρας ούρλιαζε, τον βρήκε στην είσοδο της πολυκατοικίας της. Δεν της ζήτησε να μπει. Καθόταν στο πεζοδρόμιο. Βρεγμένος και τρέμοντας. 
Ήταν ξημέρωμα της γιορτής της μητέρας 

Έλα, του είπε μόνο.

Δεν είχε τίποτα να του προσφέρει εκτός από ένα στρώμα στο πάτωμα, λίγο  φαγητό και μια κουβέρτα, μα  είχε να του προσφέρει πολύ αγάπη Κι όμως, αυτά ήταν τα πιο πολύτιμα πράγματα που είχε ποτέ ο Νίκος. 

Την επόμενη μέρα τον πήγε σε ένα κέντρο για άστεγους ανηλίκους. Έμεινε μαζί του, πάλεψε με την γραφειοκρατία, με κοινωνικές υπηρεσίες, με νόμους που έκαναν το πιο απλό , δύσκολο .
Τι  δηλ.  ένα παιδί να έχει σπίτι. Τελικά, με την επιμονή της και τη βοήθεια μιας  κοινωνικού λειτουργού, της έδωσαν προσωρινή επιμέλεια.
Οι μέρες κύλησαν. Ο Νίκος ξαναβρήκε το γέλιο του, και η Μαρία βρήκε λόγο να ελπίζει. 
Έμαθαν να ζουν μαζί. Όχι ως μάνα και παιδί, όχι ακριβώς,  αλλά σαν δύο άνθρωποι που η ζωή  τούς φέρθηκε άσχημα κι εκείνοι βρήκαν τρόπο να χτίσουν το δικό τους καταφύγιο μέσα της.
Οι πρώτοι μήνες ήταν δύσκολοι.
 Ο Νίκος είχε συνηθίσει να κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό και να φυλάει το φαγητό του μην του το πάρουν. Πολλές νύχτες ξυπνούσε από εφιάλτες. Έκανε καιρό να αφήσει την κουβέρτα του κι ακόμα περισσότερο να κοιμηθεί χωρίς να φοβάται.

Η Μαρία προσπαθούσε να κρατήσει ισορροπίες. Πήγαινε στη δουλειά, τον άφηνε στο σχολείο, έπλενε, μαγείρευε, διάβαζε μαζί του κι όταν έπεφτε στο στρώμα της το βράδυ, δεν είχε κουράγιο ούτε να σκεφτεί. Αλλά χαμογελούσε, γιατί έβλεπε τον Νίκο να αρχίζει να σηκώνει κεφάλι. Να κοιτάει τους ανθρώπους στα μάτια. Να ζητά βιβλία. Να έχει μια ατέλειωτη δίψα μάθησης .

Όμως τίποτα δεν ήταν εύκολο. Στη γειτονιά κάποιοι σχολίαζαν  άσχημα . "Τον περιμάζεψε; Δεν έχει δικά της παιδιά; Τι το θέλει ανύπαντρη γυναίκα ;" 
Μια φορά ήρθε και κοινωνική λειτουργός στο σχολείο, να ελέγξει. 
Να διαπιστώσει αν το παιδί ήταν "καλά". 
Κάποιοι ρωτούσαν τον Νίκο αδιάκριτα. 
Κάποια παιδιά τον κορόιδευαν. 
Εκείνος κλεινόταν  πάλι μέσα του. 
Όμως η Μαρία ήταν εκεί. 
Δεν του έταζε παραμύθια, δεν του έλεγε πως όλα θα φτιάξουν αμέσως. 
Του έλεγε μόνο την αλήθεια. 
Όμως υπήρχαν και κάποιοι πονόψυχοι  άνθρωποι που τους βοηθούσαν με ρούχα, τρόφιμα και  κάποια παιχνίδια από τα δικά τους παιδιά .  

Η Μαρία όταν τον έβλεπε κάποιες φορές συννεφιασμένο , του έλεγε με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη, σφίγγοντας τον στην αγκαλιά της 

-Νίκο μου , δεν έχει σημασία από πού ήρθες, σημασία έχει πού εσύ επιθυμείς να πας.

Ο Νίκος επιτέλους βρήκε τη δική του οικογένεια όχι από αίμα αλλά από ψυχή.

Τα χρόνια πέρασαν. Ο Νίκος μεγάλωσε, έγινε δεκαπέντε, ύστερα δεκαοχτώ. 
Η Μαρία είχε ανοίξει τελικά δικό της μικρό μαγαζί. Έραβε νυφικά, κουστούμια, κουρτίνες. 
Ό,τι έφερνε ο κόσμος. 
Ο Νίκος βοηθούσε μετά το σχολείο. Έμαθε να μετρά, να κόβει, να ράβει. Ήθελε να κάνει κάτι δικό του. Όχι απαραίτητα ράφτης, αλλά δημιουργός. Ήθελε να χτίσει κάτι όπως η Μαρία είχε χτίσει εκείνον.
Στα δεκαεννιά του έδωσε εξετάσεις και πέρασε σε μια σχολή γραφιστικής. Είχε δικό του λάπτοπ,  δώρο που του έκανε η Μαρία με δανεικά. 
Δεν της το είπε ποτέ, αλλά έκλαψε όταν του το έδωσε.
Κάποια μέρα, σε μια συνέντευξη για να εργαστεί σαν υπάλληλος, τον ρώτησαν:
-Ποια ήταν η πιο δύσκολη στιγμή της ζωής σου;
Και  εκείνος απάντησε:
-Όταν νόμιζα πως κανείς δεν νοιάζεται για μένα. Αλλά έκανα πολύ μεγάλο λάθος.

Δέκα χρόνια πέρασαν από τότε που ο Νίκος πέρασε για πρώτη φορά το κατώφλι του υπογείου της Μαρίας. 
Τώρα, στα είκοσι εννέα του, έχει δική του μικρή δημιουργική εταιρεία,  δουλεύει με γραφίστες, φωτογράφους, σχεδιάζει λογότυπα, αφίσες, εξώφυλλα. 
Όχι κάτι μεγαλοπρεπές. Μα είναι δικό του δημιούργημα. 
Και κάθε του έργο έχει μια σκιά από τη Μαρία, τις ραφές της, την υπομονή της, το μάτι της  που έκοβε σε κάθε λάθος αλλά και την αγάπη της πάνω του,  σε κάθε λεπτό της ζωής του.
Η Μαρία, λίγο μεγαλύτερη πια, έχει ακόμα το μαγαζάκι της. Τα χέρια της πονάνε καμιά φορά, τα μάτια κουράζονται πιο εύκολα. Αλλά κάθε πρωί σηκώνεται, πίνει καφέ στο ίδιο ποτήρι, και ανοίγει το μαγαζί όπως πάντα. Ο Νίκος έρχεται συχνά. 
Της φέρνει γλυκά, φρούτα, λογαριασμούς πληρωμένους.

Μια μέρα, εκεί που καθόντουσαν στο παγκάκι μπροστά στο μαγαζί, του είπε:

- Δεν σε γέννησα, αλλά ήσουν πάντα το παιδί μου.
Και εκείνος απάντησε:
-Δεν με μεγάλωσες για να σου πω "ευχαριστώ". 
Με μεγάλωσες για να συνεχίσω τη ζωή μου .

Στο σπίτι της, πάνω από το τραπέζι, υπάρχει μια φωτογραφία από την αποφοίτησή του. Κάθε τόσο την κοιτάει και λέει στον εαυτό της:

Δεν έκανα πολλά στη ζωή μου. Αλλά αυτό το παιδί… ήταν το σωστό πράγμα, την σωστή στιγμή.

Και κάπως έτσι, μέσα στον θόρυβο μιας πόλης που ξεχνά, η Μαρία και ο Νίκος θυμίζουν πως κάποιες οικογένειες δεν φτιάχνονται με αίμα. 
Φτιάχνονται με επιλογή. Και κάποιες μαμάδες,  μπορεί να μην γεννούν δικά τους  παιδιά αλλά στέκονται σαν αληθινές μαμάδες  και τ' αγαπούν ίσως και  περισσότερο από αυτές.. 

©Ελένη Λούκαρη - Καλαϊτσίδου 

Υ.Γ. Η ιστορία αυτή δεν είναι αληθινή,  είναι προϊόν μυθοπλασίας.

No comments: