Thursday, December 18, 2025

Παγκόσμια ημέρα των μεταναστών


Σήμερα 18 Δεκεμβρίου – Παγκόσμια Ημέρα Μεταναστών

 Είναι μια ημέρα αφιερωμένη στους ανθρώπους που αφήνουν την πατρίδα τους αναζητώντας ασφάλεια, αξιοπρέπεια και ελπίδα. Μας υπενθυμίζει τη συμβολή των μεταναστών στις κοινωνίες, αλλά και την ανάγκη για σεβασμό των δικαιωμάτων, ενσυναίσθηση και ανθρώπινη αλληλεγγύη.

Μια ημέρα που μας θυμίζει ότι πίσω από κάθε μετακίνηση υπάρχει μια ανθρώπινη ιστορία: φόβος, απώλεια, αλλά και ελπίδα.

Οι μετανάστες δεν είναι αριθμοί∙ είναι άνθρωποι με όνειρα, δεξιότητες και δύναμη που εμπλουτίζουν τις κοινωνίες μας.

Ας επιλέγουμε τη συμπόνια αντί της προκατάληψης και την αλληλεγγύη αντί της αδιαφορίας.

Η ανεξέλεγκτη μετανάστευση κατά μήκος ολοένα και πιο επικίνδυνων διαδρομών έχει τεράστιο ανθρώπινο κόστος. Πίσω από κάθε αριθμό υπάρχει ένας άνθρωπος: μια μητέρα, ένας πατέρας, ένα παιδί.

Η μετανάστευση δεν είναι ξένη στην ελληνική ιστορία. Από τα κύματα εργατών της δεκαετίας του ’70 έως τη μαζική φυγή νέων στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες αναζήτησαν αξιοπρεπείς συνθήκες ζωής στο εξωτερικό. Από το 2010 έως το 2021, πάνω από 590.000 άτομα με ελληνική υπηκοότητα μετανάστευσαν, κυρίως νέοι και παραγωγικής ηλικίας, ενώ το μεταναστευτικό ισοζύγιο παρέμεινε αρνητικό.

Παρά τη μείωση της εκροής τα τελευταία χρόνια, το φαινόμενο συνεχίζεται, γεγονός που δείχνει ότι βαθύτερα δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας εξακολουθούν να ωθούν τους ανθρώπους να φεύγουν. 

Η μετανάστευση δεν είναι απλώς στατιστική· είναι μια ανθρώπινη ιστορία που συνεχίζεται.

🏵️Εκεί που η γη τελειώνει 🏵️

Όταν η γη σου σε διώχνει

κι ο δρόμος σε καλεί,

δεν ψάχνεις πια πατρίδα

μονάχα μια ζωή.


Παίρνεις φως απ’ την καρδιά σου,

δυο ανάσες, μια ευχή,

 Ψάχνεις για κάποιο τόπο ,

 να σε καλοδεχτεί 


Δεν γράφτηκε σε χάρτη,

δεν έχει φωνή,

είναι τόπος  ανθρώπων

που ψάχνουν ζωή.


Κανένας δεν τον ξέρει,

κανείς δεν ρωτά,

μα όποιος έχει πόνο

εκεί  μόνο γυρνά.


Εκεί που η γη τελειώνει

κι αρχίζει ο ουρανός,

υπάρχει ένας τόπος μόνος

που δεν είναι κανενός.


Εκεί ζουν μες στ’ όνειρό τους

σιωπηλές ψυχές,

τις νύχτες που κρυώνουν

και νιώθουν μοναχές.


Εκεί που σβήνει η μνήμη

κι αρχίζει να ξεχνά 

αν βρεις μια αγκαλιά

γεννά "πατρίδα " ξανά.


Εκεί που η γη τελειώνει

κι αρχίζει ο ουρανός,

γεννιέται ένας άνθρωπος 

και τόπος ζωντανός 


Κανένας δεν τον ξέρει,

μα υπάρχει βαθιά,

σε μάτια που κοιτάζουν

χωρίς πατρίδα πια.


Wednesday, December 17, 2025

Τραγούδι γάμου

 


Σήμερα όλοι χαίρονται

και τ’ άστρα χαμηλώνουν,

γιατί δυο καρδιές σ’ έναν καημό

γεμάτοι φως ενώνουν 


Σήμερα στεριώνεται χαρά  

με στέφανα δεμένα,

δυο νέοι δίνουν όρκο ζωής 

με χέρια ενωμένα 



[ Orchus]

Παίξτε κλαρίνα και βιολιά 

στον χορό όλοι να μπείτε 

για το καινούριο σπιτικό

πολλές ευχές  να πείτε 

Νύφη  όμορφη  γλυκιά,

γαμπρε άξιο παλικάρι,

γύρω η γη να μοσχοβολα 

Άνθη  γεμάτη  χάρη.


Σήμερα όρκο βαρύ 

 η αγάπη σας θα δώσει 

ό,τι κι αν φέρει η ζωή

μαζί σας  θα σηκώσει 


Νύφη λουλούδι του Μαγιού,

κι εσύ γαμπρε  λεβέντη 

ρίζες βαθιές  η. αγάπη σας 

σαν στάρι   να φέρει 


Κι όπως έζησε ο Χριστός 

με δόξα και τιμή,

έτσι να ζει κι η αγάπη σας 

ως τα βαθιά γεράματα, πιστή.


Με ψωμί, κρασί και υπομονή

να χτίσετε φωλιά,

κι ο χρόνος να σας βρίσκει, 

μαζί  με γέλιο κι  αγκαλιά.


[ Orchus]

Παίξτε κλαρίνα και βιολιά 

στον χορό όλοι να μπείτε 

για το καινούριο σπιτικό

πολλές ευχές  να πείτε 

Νύφη  όμορφη  γλυκιά,

γαμπρε άξιο παλικάρι,

γύρω  η γη να μοσχοβολα 

Άνθη  γεμάτη  χάρη.



Υ

Μάθε να συγχωρείς



Καλησπέρα φίλες και φίλοι μου αγαπημένοι!
Καλό απομεσήμερο με υγεία αγάπη και ευτυχία να κυλήσει η υπόλοιπη μέρα.
   
17 Δεκεμβρίου 2023 σήμερα
Η Εκκλησία μας τιμά την Μνήμη του Αγίου Διονυσίου επισκόπου Αιγίνης,του θαυματουργού του εν Ζακύνθω.
ΒΟΗΘΕΙΑ ΜΑΣ !

💓8 νύχτες πριν την Άγια νύχτα.

💢Η σύγχωρεση!!!!💢

Τι μας θυμίζει ο σημερινός εορταζόμενος
Άγιος Διονύσιος !

Έκανε πράξη στη ζωή του
την εντολή του Θεού να συγχωρεί
γιατί μόνο έτσι θα συγχωρεθεί.

Ας διαβάσουμε
τη διήγηση πώς ο Αγ. Διονύσιος
συγχώρεσε τον φονέα του αδελφού του.
"Κάποια μέρα μπήκε στο κελλί του
ένας κυνηγημένος άνθρωπος, τρέμοντας και ζητώντας προστασία.

Είχε βάψει τα χέρια του σε ανθρώπινο αίμα, είχε σκοτώσει τον αδελφό
του αγίου Διονυσίου τον άρχοντα
Κωνσταντίνο Σιγούρο.

Όταν το άκουσε, ο Άγιος ήταν φυσικό
να κλάψει μέσα του, να δακρύσει
και να πει στον φονιά:
Και τι σου έφταιξε ο καλός αυτός άνθρωπος;

Ωστόσο αμέσως εφάρμοσε την εντολή του Χριστού να αγαπάμε τους εχθρούς μας.

Πήρε τον φονιά του αδελφού του και τον έκρυψε καλά.
Και μετά από λίγο έφθασαν οι αδελφοί του αγίου, για να πάρουν εκδίκηση
για το χυμένο αίμα.

Ο άγιος προσποιείται πως δεν ξέρει τίποτε!
Θρηνούν και κλαίνε όλοι μαζί.

Ο Άγιος αρνείται ότι πέρασε
από το μοναστήρι ο φονιάς. Δείχνει στα αδέλφια του άλλη κατεύθυνση
προς την οποία θα μπορούσε να έχει πάει.

Και εκείνοι τρέχουν να τον βρουν!…

Όταν πια εκείνοι ήταν μακριά,
ο άγιος πηγαίνει κοντά στον εχθρό του,
τον φονιά του αδελφού του.

Και με λόγια γεμάτα αγάπη
και καλοσύνη και συγγνώμη,
προσπαθεί να μαλακώσει
τη σκληρή καρδιά του φονιά!

Ο φονιάς πέφτει στα πόδια του.
Και ζητάει  συγγνώμη.
Και υπόσχεται ότι θα μετανοήσει ειλικρινά.
Και ο άγιος τον συγχώρεσε,
και όχι μόνο αυτό.

Του είπε:
– Φύγε μακρυά! Σε ξένα μέρη !
Και  ζήσε εκεί εν μετάνοια .
Για να σε ελεήσει ο Θεός.

π. Σπ. Ρ
-------
💢ΜΑΘΕ ΝΑ ΣΥΓΧΩΡΕΙΣ 💢
Ο Μαρκ Τουέιν έγραφε:
" Η συγχώρεση είναι το άρωμα που σκορπίζει η βιολέτα στο τακούνι που την έχει συντρίψει".
"Το να μην συγχωρείς, είναι σα να πίνεις δηλητήριο και  εσύ να περιμένεις να πεθάνει ο άλλος"

Η συγχώρεση
δεν είναι λήθη
ούτε παραίτηση.
Είναι μια σιωπηλή πράξη γενναιότητας.

Είναι το άρωμα
που αφήνει το λουλούδι
στο βήμα που το σύντριψε·
όχι γιατί δεν πόνεσε,
αλλά γιατί διάλεξε
να μη γίνει πέτρα.

Δεν έρχεται εύκολα.
Ο θυμός φωλιάζει στο στήθος,
η μνήμη επιμένει,
κι η καρδιά μαθαίνει να σφίγγεται
αντί να ανοίγει.

Μα ό,τι κρατάς μέσα σου
γίνεται βάρος.
Κι ό,τι βαραίνει την ψυχή
τη δένει στο παρελθόν.

Συγχώρεσε
εκείνον που σε αδίκησε
χωρίς να κοιτάξει πίσω.
Συγχώρεσε
εκείνον που έφυγε
αφήνοντας σιωπές και κενά.
Συγχώρεσε
ακόμη κι εκείνον
που πήρε περισσότερα
απ’ όσα του ανήκαν.

Όχι για να δικαιώσεις το λάθος.
Όχι για να ξεχάσεις τον πόνο.
Μα για να ελευθερώσεις τον εαυτό σου
από το δικαίωμα της πληγής.

Γιατί η πικρία
δεν τιμωρεί τον άλλον.
Ριζώνει μόνο μέσα μας
και στερεύει το φως.

Κι η ψυχή
δεν γεννήθηκε για να κρατά λογαριασμούς,
αλλά για να περπατά ελαφριά,
με καθαρό βλέμμα
και ανοιχτή καρδιά.

Η συγχώρεση
είναι η στιγμή
που διαλέγεις τη ζωή.

Το σύμπαν με κάποιον τρόπο
θα μας τα φέρει πολλαπλάσια
να είστε σίγουροι!
Η πικρία, η απογοήτευση,
η εκδίκηση, το μίσος,
να μην  έχουν θέση
ούτε στο μυαλό μας
ούτε στην καρδιά μας,
ειδικά αυτες τις Άγιες μέρες
που έρχονται.
Γιατί, πιστέψτε με,
δεν βλάπτουν ΚΑΝΕΝΑΝ ΑΛΛΟΝ…..
ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΕΜΑΣ !!!

Sunday, December 14, 2025

φίλοι για πάντα

 


Στίχος 1:

Μικρές καρδιές χτυπούν μαζί,

Γέλια, χαρές, πάντα στη στιγμή.

Κρατάμε χέρια, τραγουδάμε δυνατά,

Αγάπη παντού, σε κάθε γωνιά χαρά! 



[🎵 Ρεφρέν:]

Φίλοι για πάντα, χέρι-χέρι εσύ κι εγώ ,

Γέλια και χαρά παντού, παντού εδώ!

Με μια αγκαλιά και ένα τραγούδι μικρό,

 τον κόσμο  κάνουμε πιο φωτεινό!


[🎵 Στίχος 2:]

Όπου κι αν πας, φίλε μου, θα 'μαι εκεί,

Να μοιραστούμε ό,τι αγαπάμε μαζί 

Χαμόγελα κι ό, τι έχουμε στη ψυχή 

Με φίλους κοντά, η ζωή είναι γιορτή!


[🎵 Στίχος 3:]

Στον ήλιο, στη βροχή, θα παίξουμε μαζί 

σχέδια και όνειρα,   τα πάντα στη ζωή 

Κάθε στιγμή μαζί, να γίνεται μαγική 

Η φιλία μας πάντα να μένει δυνατή  !



[🎵 Ρεφρέν:]

Φίλοι για πάντα, χέρι-χέρι εσύ κι εγώ ,

Γέλια και χαρά παντού, παντού εδώ!

Με μια αγκαλιά και ένα τραγούδι μικρό,

 τον κόσμο  κάνουμε πιο φωτεινό!


Saturday, December 13, 2025

Η σιωπή ως άλλοθι

Στην Πόλη των Θεσμών υπήρχε ένα επιβλητικό κτήριο με βαριές πόρτες και μακριά τραπέζια.
 Το έλεγαν" Συμβούλιο των Σκιών", γιατί εκεί υποτίθεται πως το φως της αλήθειας έμπαινε για να διαλύσει το σκοτάδι.
Μια μέρα κάλεσαν έναν άνθρωπο που διαχειριζόταν το σιτάρι του Λαού. Οι αποθήκες είχαν αδειάσει μυστηριωδώς, ενώ τα χαρτιά έδειχναν ότι ήταν γεμάτες και είχε πάρει πολλά χρήματα για σιτάρι, χωρίς να υπάρχει στις αποθήκες του. 
 Οι άρχοντες κάθισαν στις θέσεις τους, σοβαροί, με βλέμμα αυστηρό —τουλάχιστον στην αρχή.

Ο άνθρωπος μπήκε χαλαρός.

Στο χέρι του κρατούσε ένα πλαστικό ποτήρι με καφέ φραπέ, αφρισμένο, σαν να πήγαινε βόλτα κι όχι σε μια σοβαρό συμβούλιο όπου η κατάθεση του, θα έπαιζε σοβαρό ρόλο να ληθεί το μυστήριο των των χαμένων χρημάτων που θα έπαιρναν οι γεωργοί, που είχαν χωράφια αληθινά και όχι μόνο σε χάρτες και σε χαρτιά .  

Κάθισε, ήπιε μια γουλιά και όταν του ζήτησαν να μιλήσει,  σε κάθε ερώτηση που είχε βαρύτητα στην κατάθεση του, με ύφος σκληρό έλεγε 

— "Σιωπώ. Είναι δικαίωμά μου."

Το Συμβούλιο πάγωσε. Όχι από έκπληξη, αλλά από συνήθεια. Κάποιοι άρχοντες κοίταξαν τα ρολόγια τους. Άλλοι ξεφύλλισαν έγγραφα που δεν θα διάβαζαν ποτέ. Κανείς δεν τόλμησε να ζητήσει περισσότερα εκτός από κάποια μέλη . 

Το ποτήρι με τον  φραπέ άδειαζε σιγά σιγά.
Η σιωπή γινόταν θόρυβος στην διαδικασία του συμβουλίου που τελικά έπασχε . 

Ο άνθρωπος αυτός όμως δεν ήταν τυχαίος.

Ήταν κουμπάρος του Άρχοντα της Πολιτείας —εκείνου που μιλούσε συχνά για τάξη, νόμο και ηθική, για διαφάνεια,  από τα ψηλά μπαλκόνια. 
Στις γιορτές κάθονταν στο ίδιο τραπέζι. 
Στις δύσκολες ώρες,  όμως ξεχνούσαν ό,τι τους έδενε και δεν κοιτάζονταν ποτέ στα μάτια.

Και υπήρχε κι ο γιος.

Ο γιος περνούσε τους δρόμους της Πόλης με ένα αυτοκίνητο που έλαμπε περισσότερο κι από τα φανάρια . 
Οι ρόδες του έμοιαζαν να μη πατούν στο έδαφος. Όταν τον ρωτούσαν πώς το απέκτησε, χαμογελούσε όπως χαμογελούν όσοι ξέρουν ότι δεν χρειάζεται να απαντήσουν.

— «Δεν είναι της αρμοδιότητάς σας», έλεγαν οι φύλακες.

— «Δεν υπάρχουν ενδείξεις», έλεγαν οι γραμματείς.

— «Ας μην ποινικοποιούμε τη συγγένεια», έλεγαν οι άρχοντες.

Κι έτσι, το αυτοκίνητο περνούσε.
Ο φραπές ξαναγεμιζόταν.
Η σιωπή γινόταν κληρονομιά.
Ο Λαός άρχισε να καταλαβαίνει.
Όχι από αποδείξεις — αλλά από το μοτίβο.
Στην Πόλη αυτή, η συγγένεια ήταν πιο ισχυρή από την αλήθεια και το ποτήρι πιο βαρύ από τον νόμο.
-----

Μόλις τελείωσε η όλη διαδικασία της κατάθεσης του, ο τρόπος του λέγειν δηλ. Ο άνθρωπος αυτός βγήκε έξω από την αίθουσα του Συμβουλίου. 
Έξω από το κτήριο, ο Λαός περίμενε να μάθει τι έγινε . Είχαν φέρει μαζί τους αποδείξεις, χρέη, ερωτήσεις. Όταν ερωτήθηκε από τον κόσμο ,  είπε : 

— «Μια χαρά όλα πήγαν νόμιμα .»

Και  τότε κανείς δεν τον ρώτησε πώς, όλοι κατάλαβαν ότι κατάφερε πάλι να τους ξεγελάσει.

Σε κάποια στιγμή ακούστηκε μια φωνή να λέει : 

— «Πρόσεχε. Κάποιος  είπε πως θα σου στρίψει το λαρύγγι.»

Η φράση αιωρήθηκε στον αέρα, βαριά σαν απειλή αλλά ελαφριά σαν κουτσομπολιό. Δεν ειπώθηκε επίσημα. Δεν γράφτηκε. Δεν ειπώθηκε με όνομα. Ήταν απλώς μια διαρροή, από εκείνες που δεν ανήκουν σε κανέναν.

Κοίταξε πίσω του στο κτήριο, οι πόρτες είχαν ήδη κλείσει. Τα παράθυρα ήταν σκοτεινά. Κανείς δεν βγήκε να διαψεύσει. Κανείς να επιβεβαιώσει. Κανείς να ρωτήσει.

Το Συμβούλιο των Σκιών συνεδρίασε ξανά αργότερα.

Όχι για την απειλή.
Όχι για τη σιωπή.
Αλλά για τη διαδικασία.
Αποφάσισαν ότι:
Δεν υπήρχε επίσημη καταγγελία,
δεν υπήρχε ηχογράφηση,
δεν υπήρχε λόγος να δοθεί συνέχεια.
Και έτσι, δεν υπήρξε ευθύνη.

-----

Ο άνθρωπος με τον φραπέ έφυγε ανενόχλητος. Το ποτήρι του αυτή τη φορά ήταν άδειο, μα το κράταγε ακόμη — σαν απόδειξη ότι είχε περάσει από εκεί και τίποτα δεν τον άγγιξε.

Ο Λαός έμαθε για την απειλή.
Και έμαθε και για τη σιωπή που ακολούθησε.
Κι εκεί κατάλαβε το πιο επικίνδυνο μάθημα:
Ότι στην Πόλη των Θεσμών, η βία δεν χρειάζεται να ασκηθεί, για να είναι αποτελεσματική.
Αρκεί να ειπωθεί
και να ξεχαστεί.
Και έτσι το Συμβούλιο παρέμεινε όρθιο,
όχι γιατί προστάτευε τη δικαιοσύνη,
αλλά γιατί είχε μάθει να μην ακούει ούτε τις κραυγές ούτε τις απειλές.

Το Συμβούλιο ανακοίνωσε ότι έκανε το καθήκον του.
Ο φραπές είχε τελειώσει.
Η αλήθεια όχι — αλλά έμεινε μέσα, χωρίς φωνή.
Στην Πόλη των Θεσμών, τελικά οι  σκιές 
κυβερνούν μόνες τους.
-------

Κάποιο βράδυ, ένας γέρος είπε στα παιδιά του: — «Μην ρωτάτε πώς αποκτήθηκε το άλογο που τρέχει τόσο γρήγορα. Ρωτήστε γιατί κανείς δεν ζητά να το δει από κοντά.»

Και τα παιδιά κατάλαβαν κάτι που το Συμβούλιο δεν τόλμησε ποτέ να γράψει: ότι όταν οι άρχοντες βαφτίζουν ο ένας τον άλλον αθώο, η Πολιτεία μένει ορφανή από δικαιοσύνη

Η απειλή ξεχάστηκε γρήγορα από το Συμβούλιο.
Όχι όμως από τον Λαό.
Στην αρχή δεν υπήρξαν φωνές.
Υπήρξε σιωπή — βαριά, πεισματική.

Οι άνθρωποι σταμάτησαν να πιστεύουν τις ανακοινώσεις, σταμάτησαν να κοιτούν τα μπαλκόνια, σταμάτησαν να φοβούνται τις σκιές.

Κάποιος άφησε ένα άδειο πλαστικό ποτήρι στα σκαλιά του Συμβουλίου.
Ύστερα άλλο ένα.
Ύστερα δεκάδες.
Κανείς δεν φώναξε συνθήματα.
Μόνο ένα χαρτί κολλήθηκε στην πόρτα:
«Όταν η σιωπή σας προστατεύει τους ισχυρούς,
η δική μας σιωπή θα σας γκρεμίσει.»

Οι άρχοντες γέλασαν στην αρχή.
Μα το γέλιο κόπηκε όταν είδαν ότι:
οι αγορές άδειαζαν,
οι πλατείες γέμιζαν,
και τα παιδιά ρωτούσαν φωναχτά πράγματα που οι μεγάλοι ψιθύριζαν χρόνια.

Ο άνθρωπος με τον φραπέ δεν έβγαινε πια άνετα από το σπίτι.
Το αυτοκίνητο του γιου περνούσε, μα τα βλέμματα το ακολουθούσαν — όχι με θαυμασμό, αλλά με μνήμη.
Και τότε συνέβη το πιο επικίνδυνο απ’ όλα.
Ο Λαός έπαψε να ζητά απαντήσεις από το Συμβούλιο των Σκιών
και άρχισε να τις ζητά μεταξύ του.
Στις πλατείες, στους δρόμους, στα σπίτια.
Η αλήθεια δεν είχε πια ανάγκη μικρόφωνα.

Ένα βράδυ, τα φώτα του Συμβουλίου έμειναν αναμμένα.
Κανείς όμως δεν πήγε.
Οι σκιές μιλούσαν μόνες τους.
Και τότε κατάλαβαν οι άρχοντες αυτό που πάντα φοβούνταν: ότι η πραγματική εξέγερση
δεν είναι όταν ο Λαός φωνάζει,
αλλά όταν δεν τους χρειάζεται πια.

------

Στην Πόλη των Θεσμών λένε ακόμη την ιστορία.
Όχι για τον φραπέ.
Όχι για την απειλή.
Αλλά για τη μέρα που η σιωπή άλλαξε 
πλευρά και οι σκιές έμειναν χωρίς φως.

Δεν υπήρξε ημέρα εξέγερσης.
Δεν γράφτηκε σε ημερολόγια.
Δεν είχε αρχηγούς.
Ήρθε αθόρυβα.

Οι άνθρωποι έπαψαν να περιμένουν.
Όχι από θυμό, αλλά από κατανόηση.
Κατάλαβαν ότι οι σκιές δεν τρέφονται 
από δύναμη, αλλά από ανοχή.

Έτσι άρχισαν να αποσύρουν μικρά πράγματα: 
την εμπιστοσύνη τους,
τον φόβο τους,
το βλέμμα τους από τα σκοτεινά παράθυρα.

Το Συμβούλιο συνέχισε να συνεδριάζει.
Τα πρακτικά γράφονταν.
Οι λέξεις ακούγονταν σωστές.
Μα δεν βάραιναν πια.
Οι σκιές αραίωσαν.
------

Κάποια στιγμή, κανείς δεν θυμόταν πότε ήταν η τελευταία φορά που μια σιωπή τους έσωσε
ή μια απειλή τους τρόμαξε.

Και τότε έγινε κάτι απλό, σχεδόν ασήμαντο:
οι άνθρωποι άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους με καθαρή φωνή.
Χωρίς ποτήρια στο χέρι.
Χωρίς φόβο στην μιλιά 

Το κτήριο έμεινε όρθιο.
Οι τίτλοι έμειναν.
Οι καρέκλες δεν κουνήθηκαν.
Μα οι σκιές χάθηκαν.
Γιατί οι άνθρωποι δεν ξύπνησαν ξαφνικά πιο σοφοί.
Έμαθαν , έμαθαν πολλά παρατηρώντας 
και συζητώντας .

Κατάλαβαν ότι η σιωπή, από μόνη της, δεν είναι έγκλημα.
Είναι δικαίωμα.
Ένα δικαίωμα που γεννήθηκε για να προστατεύει τον αδύναμο απέναντι στην αυθαιρεσία.
Μα είδαν και κάτι ακόμη.
Όταν η σιωπή φοριέται σαν πανοπλία από όσους οφείλουν να λογοδοτούν,
όταν ασκείται χωρίς ίχνος θεσμικής σοβαρότητας,
μέσα σε αίθουσες που χτίστηκαν στο όνομα της διαφάνειας, τότε παύει να είναι δικαίωμα
και γίνεται σύμβολο ατιμωρησίας.

Και τότε κοίταξαν καλύτερα τα Συμβούλια των Σκιών.
Είδαν ότι δεν ήταν άρρωστα από έλλειψη νόμων,
αλλά από έλλειψη βούλησης.
Είδαν ότι:
οι αποφάσεις μετρούσαν κεφάλια και όχι αλήθειες,
τα συμπεράσματα προϋπήρχαν των ερωτήσεων,
και οι συνέπειες σπάνια έβρισκαν τον δρόμο τους προς την πραγματικότητα.

Όταν σε όλα αυτά προστέθηκε και η περιφρόνηση 
--το χαμόγελο, η αδιαφορία,  —
το μήνυμα έγινε πια αδύνατο να αγνοηθεί.

Η διαδικασία δεν υπήρχε για να φωτίσει.
Υπήρχε για να σκιάζει.
Και τότε οι άνθρωποι κατάλαβαν κάτι απλό και διαχρονικό:
Ότι καμία πολιτεία δεν χάνεται όταν παραβιάζεται ένας κανόνας.
Χάνεται όταν οι θεσμοί παίζουν τον ρόλο τους
χωρίς να πιστεύουν πια στο νόημά του.

Έτσι δεν φώναξαν.
Δεν ζήτησαν άδεια.
Δεν περίμεναν δικαίωση από τις σκιές.
Απλώς απέσυραν τη σιωπή τους
από εκεί που δεν άξιζε να ακούγεται.
Και αυτό ήταν το τέλος των Σκιών.

Και έτσι έμεινε ένα μάθημα, παλιό όσο και οι πολιτείες:
Όταν η εξουσία αρνείται να λογοδοτήσει,
δεν πέφτει από κραυγές, αλλά από λήθη.

Γιατί τίποτα δεν είναι πιο επικίνδυνο 
για τις σκιές από ανθρώπους που έμαθαν 
να ζουν χωρίς αυτές.

© Ελένη Λούκαρη - Καλαϊτσίδου 

Friday, December 12, 2025

Χριστούγεννα ξανά

 


Λάμπει η νύχτα, λάμπει η γη,

κι η καρδιά μας τραγουδά·

Χριστούγεννα   ξανά 

γεμίζει ο κόσμος φωτιά!

Φως, ελπίδα, ζεστασιά,

Χαμόγελα  πολλά 

Χριστούγεννα ξανά 

κι όλα μοιάζουν μαγικά 


[1η ΣΤΡΟΦΗ]


Πέφτει το χιόνι απαλά,

σαν όνειρο που ξυπνά·

στο δρόμο τρέχουν τα παιδιά,

μες στης γιορτής τη χαρά.


[2η ΣΤΡΟΦΗ]

Στολίδια λάμπουν φωτεινά,

αγγίζουν τις καρδιές·

κι ένα αστέρι από ψηλά

χαρίζει αγάπης στιγμές.

[ΡΕΦΡΕΝ]


Λάμπει η νύχτα, λάμπει η γη,

κι η καρδιά μας τραγουδά·

Χριστούγεννα  ξανά 

γεμίζει ο κόσμος φωτιά!

Φως, ελπίδα, ζεστασιά,

Χαμόγελα  πολλά 

Χριστούγεννα ξανά 

κι όλα μοιάζουν μαγικά 

---

[3η ΣΤΡΟΦΗ]


Άγγελοι ψάλλουν  γλυκά 

με ένα χρυσό αυλό 

κι όλοι ενώνουν τη φωνή

σε ρυθμό λαμπερό.



---


[4η ΣΤΡΟΦΗ]


Ο Κόσμος γελάει,   ξεχνά 

κάθε καημό αγκαλιά 

γιατί  γεννιέται ο Χριστός 

 μοιραζόμαστε   το φως 




[ ΡΕΦΡΕΝ (τελικό – δυνατό)]


Λάμπει η νύχτα, λάμπει η γη,

κι η καρδιά μας τραγουδά·

Χριστούγεννα  ξανά 

γεμίζει ο κόσμος φωτιά!

Φως, ελπίδα, ζεστασιά,

χαμόγελα πολλά  

Χριστούγεννα  ξανά 

κι όλα μοιάζουν μαγικά 




Προσευχ στον Άγιο Σπυρίδωνα

 


🙏Προσευχή στον Άγιο Σπυρίδωνα 🙏

Άγιε Σπυρίδωνα,   φως λαμπρό
ποιμένα γλυκέ, με βλέμμα ζεστό
Το Χέρι σου, Αγιο φως σκορπά,
σαν ήλιος που βγαίνει σιγά σιγά.

Δίδαξέ μας πώς να ζούμε απλά,
χωρίς λόγια πολλά, μόνο  σωστά.
Τις καρδιές μας. φεξε απαλά,
διώξε τον πόνο ,  λύπη  μακριά .

Το βλέμμα μας καθαρό, κράτα
με θέλησή γεμάτη φως, πάντα
Άκουσε τον πόνο των φτωχών,
λιμάνι γίνε χαμένων ναυτικών

Όταν το μυαλό έχει σκοτεινιά
και η ψυχή μας ανάσα ζητά,
εσύ  στάσου , πάντα κοντά
το βήμα μας κράτα γερά.

Χάρισε μας δύναμη  μεγάλη
της ταπείνωσης τη χάρη
Σεβασμό, συμπόνια, αγάπη αληθινή,
Πίστη, ελπίδα, ειρήνη  στη γη

Λιμάνι γίνε  στους χαμένους.
Τους φτωχούς και πονεμένους
σκέπασε με αγάπη και φροντίδα  
χάρισε γαλήνη , ηρεμία, υγεία

Άγιε Σπυρίδωνα, φώτισε μας,
Σε μονοπάτι σωστό , φύλαξέ μας.
να βαδίζουμε πάντα υγιείς
Με γαλήνη, κράτησε μας ασφαλείς,

Αμήν

Thursday, December 11, 2025

ΕΊΠΕΣ Ρίτσα Παρθένη

 


Στίχοι : Ρίτσα Παρθένη,
Επιμέλεια μουσικής επιλογή οργάνων μουσικής φωνής βίντεο παραγωγή Ελένη Λούκαρη Καλαϊτσίδου
Επίσημη προσωπική δημιουργία (official)

-ΕΙΠΕΣ.--
Είπες μια νύχτα ξαφνικά
θα έρθεις να με βρεις
Είπες πως με νοστάλγησες
και θέλεις να με δεις

Είπες τα αεροδρόμια
έχουν πακέτα πιο φθηνά
λιγόστεψαν τα χιλιόμετρα
θα ταξιδεύεις πιο συχνά.

Είπες οι μεγάλοι έρωτες
πάντα κοντά μας θάνε
ότι δεν σβήνουνε ποτέ
και πάντα θα πονάνε.

Είπες εκεί που βρίσκεσαι
τίποτα δεν έχει αλλάξει
πάντα μες στη σκέψη σου
μια αγάπη  έχει αράξει

      ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ.
--ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΈΧΟΥΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟ.--
©Ρίτσα Παρθένη

Wednesday, December 10, 2025

Το παιδί και οι σπίθες





Το Παιδί και οι Σπίθες 


" Το Παιδί και οι Σπίθες" ένα αλληγορικό ταξίδι με 
 συναρπαστικές αφηγήσεις, κάθε κείμενο κρύβει μαθήματα για την εσωτερική δύναμη, 
την καλοσύνη και την πίστη στον εαυτό μας.
 Ιστορίες που εμπνέουν, προβληματίζουν
 και ξυπνούν την ελπίδα σε κάθε αναγνώστη — 
ένα βιβλίο για μικρούς και μεγάλους,
 για να διαβαστεί ξανά και ξανά.

ΑΦΙΕΡΩΣΗ

Σε όσους κρατούν ακόμη μια μικρή σπίθα μέσα τους.
Σε όσους έμαθαν να βλέπουν φως εκεί όπου οι άλλοι βλέπουν σκοτάδι.
Και σε κάθε παιδί—μικρό ή μεγάλο—που συνεχίζει να πιστεύει ότι ο κόσμος μπορεί να ξυπνήσει


ΠΕΡΙΕΧΌΜΕΝΑ 

1. ΠΡΌΛΟΓΟΣ 
2. Κεφάλαιο 1 – Ο κόσμος που καταρρέει:
3. Κεφάλαιο 2 – Η πόλη με τις κλειστές πόρτες:
4. Κεφάλαιο 3 – Η πόλη των γυάλινων βλεμμάτων:
5. Κεφάλαιο 4 – Η πόλη χωρίς ρίζες:
6. Κεφάλαιο 5 – Η πόλη που έχασε τα όνειρά της:
7. Κεφάλαιο 6 – Η πόλη των σκληρών καρδιών:
8. Κεφάλαιο 7 – Η πόλη που έχασε τη χαρά της          
                              αγάπης:
9. Τέλος  – Ο κόσμος που ξύπνησε:
10. ΕΠΊΛΟΓΟΣ 

Λίγα λόγια για μένα από καρδιάς 

Οπισθόφυλλο! 
----------

1. ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Υπάρχει ένας κόσμος που καταρρέει, αθόρυβα ή με θόρυβο, ανάλογα με το ποιος τον κοιτά.

Ένας κόσμος όπου τα μάτια συχνά κοιτάζουν μόνο επιφάνειες, τα χέρια κρατούν  κάτι που δεν ανήκει σε κανέναν και οι καρδιές ξεχνούν να χτυπούν με αγάπη.

Κι όμως, κάπου εκεί μέσα, υπάρχει μια μικρή σπίθα που δεν σβήνει ποτέ.
Κάποιος που μπορεί να την ανάψει ξανά—
έστω και λίγο.

Αυτός ο κάποιος είναι ένα παιδί.
Μικρό, αλλά γεμάτο περιέργεια και θάρρος, με μάτια που βλέπουν πέρα από τη σκόνη, με καρδιά που θυμάται τον ήλιο ακόμη και στις πιο σκοτεινές νύχτες.
Το παιδί αυτό ταξιδεύει από πόλη σε πόλη, ακολουθώντας τα ίχνη της λήθης,
των πόλεων που ξέχασαν τις ρίζες τους,
τα όνειρά τους, τη συγχώρεση,
και την ίδια τη χαρά της αγάπης.

Σε κάθε βήμα του, αφήνει μια μικρή σπίθα,
που μπορεί να γίνει φως και κάθε καρδιά που ξυπνάει, είναι ένα βήμα προς έναν κόσμο
που μπορεί να ξαναβρεί την ομορφιά του.

Αυτή είναι η ιστορία ενός ταξιδιού, όχι μόνο μέσα σε χώρους και πόλεις, αλλά και μέσα στις καρδιές μας.

Κάθε κεφάλαιο, κάθε πόλη, είναι ένας καθρέφτης του κόσμου μας— και ίσως, του δικού σου κόσμου.

Καλώς ήρθες σε αυτό το ταξίδι.

Κι ελπίζω, όταν τελειώσεις αυτό το βιβλίο,
να έχεις πάρει μαζί σου μια σπίθα
που δεν θα σβήσει ποτέ.

**ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΟΥ ΚΑΤΑΡΡΕΕΙ**

Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένας κόσμος υφασμένος από φως και απόφαση.
Κι όμως, με τον καιρό, το υφάδι άρχισε να ξεφτίζει.

Οι άνθρωποι δεν το κατάλαβαν στην αρχή.
Συνέχισαν να περπατούν  πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί κάθε μέρα , χωρίς να βλέπουν
πως κάτω από τα πόδια τους
άνοιγαν μικρές ρωγμές.
Το κακό δεν εμφανίστηκε ως τέρας.
Ήταν μια αόρατη σκόνη, που έμπαινε από χαραμάδες, καθόταν στις καρδιές
και τις έκανε να βαραίνουν.
Όσο πιο βαριά μια καρδιά,
τόσο λιγότερο φως μπορούσε να κρατήσει.

Οι άνθρωποι άρχισαν τότε
να ζητούν ολοένα και περισσότερα—
σαν να ήθελαν να γεμίσουν το κενό
με πράγματα που δεν είχαν ψυχή.
Έτρεχαν από πόλη σε πόλη, από θέαμα σε θέαμα,
κυνηγώντας λάμψεις που έσβηναν
μόλις τις άγγιζες.
Ως που μια μέρα, ένα μικρό παιδί από την άκρη του Κόσμου είδε πως το Φως, εκείνο το αληθινό,
δεν είχε χαθεί.
Ήταν κρυμμένο μέσα σε κάθε άνθρωπο,
σαν σπίθα που δεν σβήνει ποτέ—
αρκεί να της δώσεις λίγο αέρα.

Το παιδί άναψε λοιπόν τη δική του μικρή σπίθα.
Και τότε, παράξενο πράγμα:
η σκοτεινή σκόνη άρχισε να  χάνεται, να λιώνει γύρω του, σαν το χιόνι που λιώνει την άνοιξη.
Οι άνθρωποι δίπλα του σταμάτησαν,
κοίταξαν για πρώτη φορά μέσα τους
κι όχι στις ψεύτικες εικόνες που τους νάρκωναν τόσα χρόνια.
Και είδαν ότι κυκλοφορούσαν με τις καρδιές τους κλειστές, σαν λάμπες χωρίς ρεύμα.
Όταν ανοίξανε έστω λίγο τη ρωγμή,
μπήκε φως.
Το φως εκείνου που γεννιέται κάθε φορά
που μια καρδιά επιλέγει την αγάπη.
Και τότε, κάτι άλλαξε: ο κόσμος σταμάτησε να ξεφτίζει.
Το υφάδι του, που έμοιαζε χαμένο,
άρχισε να ξαναδένεται από άκρη σε άκρη—
όχι από νόμους και κραυγές, μα από καρδιές που ξύπνησαν .
Κι έτσι έμαθαν όλοι πως στην κατρακύλα του κόσμου το πρώτο χέρι που μπορεί να πιάσει το φρένο είναι πάντα το δικό τους.


** ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Η ΠΟΛΗ ΜΕ ΤΙΣ ΚΛΕΙΣΤΕΣ ΠΟΡΤΕΣ**

Το παιδί από την άκρη του Κόσμου ξεκίνησε να ταξιδεύει, κρατώντας μέσα του τη σπίθα
που είχε ξυπνήσει.
Κι όπου περνούσε, οι σκιές έμοιαζαν να συρρικνώνονται, σαν να τις άγγιζε ένας αόρατος ήλιος.

Μετά από πολλές μέρες, έφτασε σε μια πόλη παράξενη.
Οι δρόμοι της ήταν γεμάτοι ανθρώπους,
μα όλοι περπατούσαν σκυφτοί, με κορμιά κουρασμένα και βλέμματα που δεν συναντούσαν κανενός.

Κάθε σπίτι είχε πόρτες καλοβαμμένες και στιλπνές,
μα όλες κλειστές.
Όχι απλώς κλειδωμένες, σφαλισμένες από μέσα
με αλυσίδες φτιαγμένες από φόβο, πικρία και συνήθεια.

Το παιδί χτύπησε την πρώτη πόρτα.
Καμιά απάντηση.
Χτύπησε δεύτερη, τρίτη, δέκατη—
ακόμη σιωπή.

Μέχρι που άκουσε πίσω από μια ξύλινη πόρτα
μια φωνή αδύναμη, σαν κάποιος να μιλούσε
μέσα από βαμβάκι:

— Φύγε… Δεν ανοίγουμε πια.
Οι άνθρωποι εδώ δεν εμπιστεύονται κανέναν.

Το παιδί κάθισε μπροστά στην πόρτα.
Δεν είπε τίποτα.
Μόνο άφησε τη μικρή του σπίθα να φωτίσει το κατώφλι.

Η φωνή μέσα αναστέναξε.
— Χρόνια είμαστε στο σκοτάδι.
Μας είπαν πως το φως είναι επικίνδυνο.

Το παιδί χαμογέλασε απαλά.
— "Το φως δεν τυφλώνει.
Το ψέμα τυφλώνει."

Πέρασαν ώρες.
Η πόλη συνέχισε να κινείται σαν υπνωτισμένη.
Κανείς δεν κοντοστεκόταν, κανείς δεν ρωτούσε τίποτα.

Κι όμως, κάτι άλλαξε.
Μια μικρή, ισχνή γραμμή φωτός
ξεπετάχτηκε κάτω από την πόρτα.
Ύστερα άλλη μία.
Σαν ρίζες που ψάχνουν χώμα.

Μέχρι που ακούστηκε ο μεταλλικός ήχος της αλυσίδας που έπεφτε στο πάτωμα.
Η πόρτα άνοιξε με ένα τρίξιμο μακρύ,
σαν να ξυπνούσε από ύπνο δεκαετιών.

Ένας ηλικιωμένος άντρας στεκόταν εκεί.
Τα μάτια του κουρασμένα, μα γεμάτα εκείνη τη λαχτάρα που έχουν όσοι θυμούνται αμυδρά
ότι κάποτε γνώρισαν φως.

— Πώς…; ψιθύρισε.
— "Δεν ήρθα να σου δώσω τίποτα"
είπε το παιδί.
"Ήρθα να σου θυμίσω
αυτό που ήδη έχεις."

Ο άντρας έβαλε το χέρι στο στήθος του.
Κι εκεί, κάτω από τη καρδιά του  ένιωσε μια ζεστασιά που είχε ξεχάσει πως υπήρχε.

Όταν βγήκε στο δρόμο, οι άνθρωποι γύρω του σταμάτησαν.
Έβλεπαν το αδύναμο φως που έβγαινε από τα μάτια του και ξαφνιάζονταν,
σαν να έβλεπαν θαύμα.

Ένας-ένας, άρχισαν να πλησιάζουν το παιδί.
Όχι για βοήθεια, για να μάθουν πώς να θυμηθούν.

Και τότε η πόλη, η πόλη που τόσο καιρό
ήταν τυλιγμένη σε παγερή σιωπή,
άρχισε να αλλάζει.
Όχι με θόρυβο, μα με ψιθύρους.
Με μικρές χαραμάδες φωτός που άναβαν παντού,
σε κάθε παράθυρο, σε κάθε καρδιά.

Κάπως έτσι, το παιδί έμαθε πως οι κλειστές πόρτες
δεν ανοίγουν με δύναμη— αλλά με παρουσία.
Με επιμονή.
Με μια σπίθα που δεν απαιτεί, παρά μόνο προσκαλεί.

Και ο δρόμος συνεχίζεται…
Προς την επόμενη πόλη.
Προς το επόμενο σκοτάδι που περιμένει να θυμηθεί πως γεννήθηκε από φως.

-------------

**ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Η ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΓΥΑΛΙΝΩΝ ΒΛΕΜΜΑΤΩΝ**

Το παιδί ταξίδευε πολλές μέρες
ώσπου έφτασε σε μια πολιτεία
που δεν έμοιαζε με καμία άλλη.

Οι δρόμοι ήταν ήσυχοι, όχι από γαλήνη, μα από μια αλλόκοτη ακινησία— σαν ολόκληρη η πόλη να κρατούσε την αναπνοή της.

Οι άνθρωποι περπατούσαν χωρίς να κοιτούν ολόγυρα.
Το κεφάλι τους σκυμμένο μπροστά, τα μάτια τους καρφωμένα σε μικρά φωτεινά τετράγωνα.
Γυάλινα βλέμματα, παγιδευμένα σε κόσμους
που δεν υπήρχαν.

Το παιδί στάθηκε στη μέση της πλατείας.
Πίσω του πέρασε μια γυναίκα χωρίς να τον δει—
αν και πέρασε τόσο κοντά που σχεδόν άγγιξε το χέρι του.
Ούτε ένας δεν σήκωνε το βλέμμα.

Στην άκρη της πλατείας έστεκε ένα άγαλμα
από λευκή πέτρα: ένας άνθρωπος
που κρατούσε στα χέρια του
μια οθόνη.
Το άγαλμα έκλαιγε—δάκρυα από λεπτή σκόνη
που έμοιαζε με σταχτόνερο.

Το παιδί πλησίασε και άγγιξε το άγαλμα.
Αμέσως ακούστηκε μια φωνή, σαν να έβγαινε από τα έγκατα της πέτρας:

— "Δεν βλέπουν πια."
Δεν ακούν.
Χάθηκαν μέσα σε εικόνες που αλλάζουν πιο γρήγορα από την καρδιά τους.

— "Κι εσύ;" ρώτησε το παιδί.
"Γιατί κλαις;"

— "Γιατί κάποτε ήμουν ένας από αυτούς."

Το παιδί άφησε τη σπίθα του να φωτίσει το άγαλμα.
Για μια στιγμή, η πέτρα έτριξε σαν να θυμήθηκε
ότι κάποτε ήταν άνθρωπος.

Ξαφνικά,
ένας νεαρός στάθηκε μπροστά στο παιδί.
Τα μάτια του κουρασμένα, σαν να μην είχε κοιμηθεί μήνες.

— Τι είναι αυτό το φως;
ρώτησε χωρίς να σηκώσει το βλέμμα
από την οθόνη του.
— «Είναι αυτό που έχασες.»
— Δεν έχασα τίποτα.
— «Τότε γιατί δεν μπορείς
να αφήσεις το χέρι σου κάτω;»

Ο νεαρός προσπάθησε,  μα το χέρι του έτρεμε,
σαν να ήταν δεμένο με αόρατη κλωστή.

— Δεν ξέρω πώς να το αφήσω.

Το παιδί πλησίασε πιο κοντά.
— "Δεν πρέπει να το αφήσεις με δύναμη.
Απλώς… σήκωσε για λίγο τα μάτια."

Ο νεαρός έκανε μια προσπάθεια.
Και τότε, για πρώτη φορά μετά από χρόνια,
τα μάτια του συνάντησαν
το πρόσωπο ενός άλλου ανθρώπου.

Το φως της σπίθας αντανακλάστηκε στις κόρες του.
Η οθόνη στο χέρι του έσβησε για μια στιγμή—
όχι επειδή χάλασε, αλλά επειδή ο κόσμος γύρω του
φώτισε περισσότεροαπό εκείνη.

Μα ο δρόμος δεν ήταν εύκολος.
Για κάθε έναν που σήκωνε τα μάτια, δέκα άλλοι βυθίζονταν πιο βαθιά στον γυάλινο λαβύρινθο.

Κι όμως, κάθε φορά που το παιδί περνούσε δίπλα τους, μια αδιόρατη ρωγμή εμφανιζόταν στις οθόνες.
Μικρή, σχεδόν αόρατη— μα αρκετή για να αφήσει
μια αχτίδα αληθινού φωτός να περάσει.

Έτσι η πόλη άρχισε να ανασαίνει αργά.
Όχι γιατί έσβησαν οι οθόνες, αλλά γιατί κάποιοι
τόλμησαν για λίγο να κοιτάξουν έξω από αυτές.

Και το παιδί κατάλαβε
ένα μεγάλο μυστικό του κόσμου:
Τα μάτια που μένουν χαμηλωμένα
δεν είναι χαμένα.
Απλώς περιμένουν κάποιον να τους θυμίσει
προς τα πού κοιτάζει η ψυχή.

-------------

**ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Η ΠΟΛΗ ΧΩΡΙΣ ΡΙΖΕΣ**

Αφήνοντας πίσω την Πόλη των Γυάλινων Βλεμμάτων,
το παιδί βάδισε μέσα από κοιλάδες και φεγγαρόφωτα
ώσπου έφτασε σε μια πεδιάδα
όμορφη σαν ζωγραφιά.

Στο κέντρο της πεδιάδας
υψωνόταν μια πόλη πλούσια και λαμπερή.
Οι δρόμοι της ήταν γεμάτοι μυρωδιές,
οι πλατείες της στολισμένες, τα σπίτια της χτισμένα με τέχνη.
Όμως κάτι έλειπε— κάτι αόρατο, μα τόσο δυνατό
που σχεδόν τρυπούσε την ατμόσφαιρα.

Όσο πλησίαζε το παιδί ένιωθε μια παράξενη σιωπή,
σαν να έλειπε από τον αέρα , η ίδια η μνήμη.

Στην πύλη στεκόταν ένας φρουρός.
Το πρόσωπό του ευγενικό, μα τα μάτια του κενά,
σαν καθρέφτες χωρίς εικόνες.

— Καλωσήρθες στην Πόλη της Ανθοφορίας,
είπε με τυπική φωνή.

— "Γιατί λέγεται έτσι;" ρώτησε το παιδί.

— Επειδή ανθίζουμε… είπε ο φρουρός μηχανικά
και για μια στιγμή το βλέμμα του σκοτείνιασε.
…αλλά δεν θυμόμαστε από πού φυτρώσαμε.

Το παιδί ανατρίχιασε.
Μήπως αυτό το μέρος ήταν πιο χαμένο από όλες τις άλλες πόλεις;

Μέσα στους δρόμους, οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν χαρούμενοι, πάντα απασχολημένοι, πάντα παραγωγικοί, πάντα με ένα βεβιασμένο χαμόγελο.
Μα όταν τους ρωτούσες
"Ποιος είσαι; Από πού έρχεσαι;" η απάντηση ήταν πάντα η ίδια:
— Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει μόνο το τώρα.

Κι όμως, οι καρδιές τους έμοιαζαν μισογεμάτα δοχεία.
Τίποτα δεν μπορούσε να κρατήσει μέσα τους,
γιατί δεν είχαν ρίζες να τους κρατούν στη γη.

Το παιδί κάθισε κάτω από ένα δέντρο—
ή τουλάχιστον, αυτό νόμιζε.
Γιατί όταν ακούμπησε τον κορμό,
ένιωσε ότι το "δέντρο" ήταν κούφιο.
Η φλούδα του ήταν ζωγραφισμένη.
Οι ρίζες του, ψεύτικες.
Το χώμα γύρω του, άοσμο.

Τότε κατάλαβε ότι σε αυτή την πόλη,
όλα είχαν ομορφιά αλλά χωρίς βάθος,
λουλούδια χωρίς χωράφι,
θύμησες χωρίς παρελθόν.

Η σπίθα μέσα στο παιδί αναδεύτηκε σαν να διαμαρτυρόταν.
Έβαλε το χέρι του στο χώμα.
Το αληθινό χώμα, όχι το ζωγραφισμένο.
Έκλεισε τα μάτια και ακούμπησε τη γη με την καρδιά του.

Μια απαλή δόνηση απλώθηκε στον αέρα.
Ήταν σαν να καλούσε τις μνήμες
που είχαν θαφτεί κάτω από στρώματα λήθης.
Και τότε, κάτι παράξενο συνέβη.
Μια ηλικιωμένη γυναίκα που περνούσε δίπλα
σταμάτησε απότομα.
Τα μάτια της θάμπωσαν,
όπως θολώνει η λίμνη πριν δείξει τον βυθό της.

— Μυρίζει… χώμα.
ψιθύρισε με φωνή που έτρεμε.

— "Μυρίζει πατρίδα",
της είπε το παιδί χαμογελώντας.

Η γυναίκα έπεσε στα γόνατα.
Άγγιξε το χώμα με τα δάχτυλα και άρχισε να κλαίει.
Όχι από λύπη— από αναγνώριση.
Από επιστροφή.

Σιγά-σιγά, ο κόσμος της πόλης άρχισε να συγκεντρώνεται.
Μερικοί έβαζαν το χέρι τους στο χώμα,
άλλοι στην καρδιά τους,
άλλοι απλώς κοίταζαν τον ουρανό
λες και τον έβλεπαν για πρώτη φορά.

Και τότε οι ψεύτικες ρίζες άρχισαν να σκίζονται,
μα οι αληθινές, οι θαμμένες βαθιά, άρχισαν να ξυπνούν.
Η πόλη έτριξε—όχι από καταστροφή,
αλλά από αναγέννηση.

Γιατί όταν μια καρδιά θυμάται από πού έρχεται,
τότε ξέρει και πού πρέπει να πάει.

Το παιδί σηκώθηκε.
Άλλη μια πόλη είχε ξυπνήσει.
Μα ο δρόμος μπροστά ήταν ακόμη μακρύς.
Κι υπήρχαν ακόμη μέρη που το φως είχε λησμονηθεί.

Κι έτσι, συνέχισε το ταξίδι του
προς την επόμενη καμπή του κόσμου.

----------

**ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Η ΠΟΛΗ ΠΟΥ ΕΧΑΣΕ ΤΑ ΌΝΕΙΡΑ ΤΗΣ **

Το παιδί βάδιζε πολλές μέρες μέσα από βουνά
που έμοιαζαν να φτιάχτηκαν από ξεχασμένες ανάσες.
Οι κορυφές τους ήταν σιωπηλές,
σαν να περίμεναν κάτι που δεν ερχόταν ποτέ.

Ώσπου μια νύχτα,
καθώς ο κόσμος είχε βαφτεί με ασημί από το φεγγάρι,
το παιδί είδε μια πόλη χαμένη μέσα στην ομίχλη.
Από μακριά έμοιαζε όμορφη—
ήρεμη, ήσυχη, τακτική.
Μα όσο πλησίαζε, ένιωθε ένα βάρος στην καρδιά,
σαν κάποιο αόρατο χέρι να την τραβούσε προς τα κάτω.

Στην πύλη της πόλης
υπήρχε μια πινακίδα με μεγάλα γράμματα:
«ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΑΓΡΥΠΝΩΝ»

Το παιδί κατάλαβε το νόημα
πριν ακόμη ρωτήσει.

Μπαίνοντας στους δρόμους, είδε ανθρώπους να κινούνται σαν σκιές που έχουν μάθει να περπατούν χωρίς σκοπό.
Τα μάτια τους δεν ήταν θλιμμένα— ήταν άδεια.
Σαν να είχαν ξεχάσει τι σημαίνει να περιμένεις κάτι, να προσδοκάς, να ονειρεύεσαι.

Τα παράθυρα των σπιτιών ήταν ανοιχτά,
αλλά κανένα δωμάτιο δεν είχε κρεβάτι.
Μονάχα καρέκλες, γραφεία και φως.
Πολύ φως.
Τόσο που το σκοτάδι δεν είχε θέση
κι έτσι ούτε και τα όνειρα.

Το παιδί πλησίασε μια κοπέλα
που καθόταν στην άκρη του δρόμου.
Τα χέρια της ήταν γεμάτα σημειώσεις,
τετράδια, λίστες.
Μα τα μάτια της κοιτούσαν το κενό.

— "Γιατί δεν κοιμάστε"; ρώτησε το παιδί.

Η κοπέλα σήκωσε τα μάτια,
σαν να την ξύπνησε η ίδια η ερώτηση.

— "Ο ύπνος… είναι χάσιμο χρόνου",
είπε με φωνή που έμοιαζε αποστηθισμένη.
Οι μεγάλοι μας είπαν πως όποιος ονειρεύεται χάνει την πραγματικότητα.

Το παιδί γονατίζει μπροστά της.

— "Και δεν σου λείπει;
Να δεις κάτι που δεν υπάρχει ακόμη;
Να νιώσεις κάτι που δεν ζει ακόμη;"

Η κοπέλα δάγκωσε το χείλος της
σαν να άγγιξε πληγή.

— Δεν ξέρω πια τι μου λείπει.

Σε μια πλατεία, το παιδί είδε ένα παράξενο δέντρο.
Ήταν τεράστιο, με κλαδιά που άγγιζαν τα σύννεφα.
Μα αντί για φύλλα, τα κλαδιά του ήταν γυμνά,
και από αυτά έπεφτε σκόνη γκρίζα.

Ένα παιδάκι στεκόταν από κάτω
και κοιτούσε το δέντρο με απορία.

—" Γιατί δεν ανθίζει"; ρώτησε.
Λένε πως κάποτε έβγαζε χρυσά φύλλα…
φτιαγμένα από όνειρα των ανθρώπων.

Το παιδί άγγιξε τον κορμό.
Ένιωσε μέσα του μια σταθερή παλμική θλίψη—
όχι θάνατο,
μα απουσία.

Και τότε κατάλαβε:
Το δέντρο είχε ρίζες βαθειά μέσα στους ανθρώπους.
Όσο αυτοί σταμάτησαν να ονειρεύονται,
σταμάτησε κι εκείνο να ζει.
---
Το παιδί έκλεισε τα μάτια.
Η σπίθα μέσα του αναδεύτηκε.
Και για πρώτη φορά δεν φώτισε τον αέρα—
φώτισε το σκοτάδι.

Ένα κύμα γλυκιάς νύστας απλώθηκε στην πλατεία.
Οι άνθρωποι άρχισαν να βαριανασαίνουν.
Γέμισαν με εκείνη τη θαμπή, τρυφερή κούραση
που έχει κάποιος πριν παραδοθεί στον ύπνο.

Η κοπέλα που είχε μιλήσει πριν έγειρε το κεφάλι της στον ώμο ενός αγνώστου.
Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια,
τα βλέφαρά της βάρυναν.

— Τι μου συμβαίνει; ψιθύρισε.
— "Ξυπνάς", της είπε το παιδί.

Και τότε, ένας ένας, οι άνθρωποι αποκοιμήθηκαν
εκεί, στην μέση της πλατείας, με το φως να χαμηλώνει και το σκοτάδι να επιστρέφει
όχι σαν απειλή, αλλά σαν φίλος.

Το Δέντρο των Ονείρων έτριξε.
Μια απαλή λάμψη ξεπήδησε από τις άκρες των κλαδιών, σαν μικροσκοπικές σπίθες.
Κι έπειτα, κάτι μαγικό: ένα χρυσό φύλλο φύτρωσε.
Μετά ένα δεύτερο.
Και ένα τρίτο.

Το δέντρο αναστέναξε σαν να ξανάβρισκε την ανάσα του.

Και η πόλη,
η Πόλη των Άγρυπνων,
έγινε — επιτέλους —
η Πόλη που Ονειρεύτηκε Ξανά.
---

Το παιδί σηκώθηκε.
Ο δρόμος του το καλούσε.
Γιατί ο κόσμος ήταν μεγάλος και ακόμη υπήρχαν τόποι όπου το φως δεν είχε φτάσει.

-----------

**ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Η ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΣΚΛΗΡΩΝ ΚΑΡΔΙΩΝ**

Μετά την Πόλη που ονειρεύτηκε ξανάτο παιδί προχώρησε προς μια γη
που ένιωθε βαριά πριν καν φανεί στον ορίζοντα.
Ο αέρας είχε μια παράξενη κομμένη μυρωδιά,
σαν χώμα που δεν ποτίστηκε ποτέ από βροχή.

Όταν έφτασε μπροστά στην πύλη,
είδε κάτι που δεν είχε ξαναδεί σε άλλη πόλη:
η πύλη ήταν μισάνοιχτη
αλλά φτιαγμένη από πέτρα.
Όχι από μέταλλο, όχι από ξύλο—
από αληθινή, τραχιά πέτρα.

Στην πύλη ήταν χαραγμένη μια λέξη:
«ΜΗΔΕΝΙΚΗ ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ»

Το παιδί κατάλαβε:
εδώ η πέτρα δεν ήταν υλικό.
Ήταν τρόπος ζωής.
---
Μπαίνοντας στην πόλη, είδε ανθρώπους να περπατούν με βήματα βαριά,
σαν να κουβαλούσαν αόρατα σακιά.
Τα μάτια τους ήταν σκληρά,
παγωμένα,
γεμάτα παλιά παράπονα και σκιές.

Κανείς δεν χαιρετούσε κανέναν.
Κανείς δεν χαμογελούσε.
Σαν να φοβόντουσαν
πως ένα χαμόγελο θα τους έκανε ευάλωτους.

Στην πλατεία υπήρχε ένα πηγάδι.
Το νερό μέσα του ήταν διάφανο αλλά…
όποιος έσκυβε να κοιτάξει την επιφάνεια
έβλεπε μόνο λάθη—
τα δικά του, των άλλων, όλων.
Μια λίμνη από αιώνια «φταιξίματα».

Το παιδί πλησίασε έναν άντρα που στεκόταν εκεί.
Το πρόσωπό του όμορφο,
μα σκιασμένο από μια παλιά πληγή.

— "Γιατί δεν αντλείτε νερό;" ρώτησε το παιδί.

—" Γιατί το νερό εδώ δείχνει την αλήθεια,"
είπε ο άντρας με πίκρα.
Και κανείς δεν αντέχει να δει
ούτε τη δική του, ούτε του άλλου.

— "Και τι κάνετε με όλα αυτά;"
ρώτησε το παιδί.

Ο άντρας σήκωσε στους ώμους, ένα σακί που δεν έβλεπε κανείς.

—" Τα κουβαλάμε."
Μαζεύονται, βαραίνουν…αλλά ποτέ δεν τα αφήνουμε.

Το παιδί ένιωσε μια θλίψη βαθιά.
Η σπίθα μέσα του τρεμόπαιξε.
Αυτή τη φορά όμως δεν ήξερε αν το φως
φτάνει για να λιώσει πέτρα.

---

Κάθισε δίπλα στο πηγάδι και έμεινε εκεί πολλές ώρες.
Άπλωσε το χέρι του στο νερό.
Το νερό έδειξε κι αυτό κάποιο λάθος δικό του—
μια στιγμή που είχε φοβηθεί, μια στιγμή που είχε αμφιβολιες για κάτι 

Το παιδί χαμογέλασε.
«Κι αυτό μέρος μου είναι,» είπε.
"Και το αγαπώ."

Το νερό ρυτίδωσε ξαφνικά. Ήταν η πρώτη φορά
που κάποιος δεν τρόμαξε με την αλήθεια του.

Μια γυναίκα δίπλα τουπαρακολούθησε τη σκηνή.
Τα δάκρυά της έτρεμαν
μέσα στα μάτια αλλά δεν έπεφταν.

— "Πώς το έκανες αυτό; Δεν σε πόνεσε;"

— "Η αλήθεια πονάει μόνο όταν δεν τη συγχωρείς,"
είπε το παιδί απαλά.

—" Και πώς συγχωρείς;"

Το παιδί πήρε μια ανάσα βαθιά.
Δεν έδωσε απάντηση με λόγια.
Σήκωσε το σακί από τους ώμους της.
Δεν το πέταξε—το ακούμπησε στο έδαφος.

Ξαφνικά το σακί άρχισε να γίνεται πιο μικρό.
Και πιο μικρό.
Και πιο μικρό.
Μέχρι που έγινε μια μικρή πέτρα.

Το παιδί την έσπρωξε απαλά στο πηγάδι.
Η πέτρα βούλιαξε και το νερό αντί να θολώσει,
φώτισε.
---

Ένας άντρας που παρακολουθούσε
άρχισε να ανασαίνει γρηγορότερα.
Ύστερα μία γυναίκα.
Έπειτα ένα παιδί.

Και τότε συνέβη κάτι που κανείς δεν περίμενε,
 οι άνθρωποι της πόλης άρχισαν να αφήνουν
τα δικά τους σακιά, το ένα μετά το άλλο.
Κάθε σακί που έπεφτε στο νερό
γινόταν μικρότερο—
όταν κάποιος έλεγε:
"Σε συγχωρώ."
ή
"Συγχωρώ τον εαυτό μου."

Και το νερό, που κάποτε έδειχνε μόνο λάθη,
άρχισε να δείχνει και κάτι άλλο:
πρόσωπα καθαρά, μάτια που έλαμπαν,
καρδιές χωρίς αλυσίδες.

Ολόκληρη η πόλη μαλάκωσε σαν χώμα μετά την πρώτη βροχή.
Καθώς το παιδί περπατούσε προς την έξοδο,
ο φρουρός της πέτρινης πύλης είχε δάκρυα στα μάτια.
Η πέτρα της πύλης είχε γίνει πια χώμα.
Μαλακό, ζωντανό, έτοιμο να φυτρώσει κάτι νέο.

—" Τι έκανες; "ρώτησε ο φρουρός.
Το παιδί χαμογέλασε.
— "Τίποτα. Εσείς συγχωρέσατε."

Κι έτσι, η Πόλη των Σκληρών Καρδιών
έγινε η Πόλη που Ξαναέμαθε
να Αγαπά.

-----------------

**ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Η ΠΟΛΗ ΠΟΥ ΕΧΑΣΕ ΤΗ ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ**

Ύστερα από την πόλη που ξαναέμαθε τη συγχώρεση,
το παιδί συνέχισε το ταξίδι του.
Ο δρόμος μπροστά του έμοιαζε
να είναι φτιαγμένος από στάχτη,
σαν να είχε περάσει από εκεί μια φωτιά που δεν έκαιγε πράγματα αλλά… συναισθήματα.

Στο βάθος εμφανίστηκε μια πόλη με παράθυρα ανοιχτά, μα χωρίς κανένα γέλιο να ξεφεύγει από μέσα.
Κανένα τραγούδι, κανένα βήμα χορευτικό,
καμία φωνή ζεστή.

Ήταν μια πόλη που έμοιαζε σαν να έχει αφήσει την ψυχή της σε αναμονή.

Μια επιγραφή στην είσοδο έλεγε:
"ΕΔΩ ΔΕΝ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΓΙΟΡΤΕΣ"

Το παιδί κατάλαβε ότι  η χαρά είχε χαθεί—
όχι επειδή την πήρε κάποιος
αλλά επειδή έπαψαν να την καλλιεργούν.
---

Μπαίνοντας στην πόλη, είδε ανθρώπους να περπατούν προσεκτικά, σχεδόν αθόρυβα,
λες και φοβόντουσαν μήπως ξυπνήσουν
κάποια θλίψη που κοιμόταν στις γωνίες.

Τα πρόσωπά τους δεν ήταν άσχημα.
Ήταν απλώς… άδεια.
Σαν σπίτια χωρίς έπιπλα.
Σαν δωμάτια χωρίς παράθυρο.

Και τα μάτια τους;
Τα μάτια τους είχαν τη σιωπή
ενός ουρανού χωρίς αστέρια.

Στην κεντρική πλατεία υπήρχε μια τεράστια καρδιά φτιαγμένη από φως.
Ή μάλλον, κάποτε ήταν φως.
Τώρα έμοιαζε θαμπή, σαν λάμπα που κουράστηκε από το ίδιο της το άναμμα.

Ένας γέρος καθόταν κοντά της.
Το παιδί κάθισε δίπλα του.
— "Γιατί η καρδιά αυτή δεν λάμπει;"
ρώτησε.

Ο γέρος χαμογέλασε αμυδρά, όχι από χαρά αλλά από συνήθεια.

— "Γιατί ξεχάσαμε να αγαπάμε όπως παλιά."
Όχι με λόγια, παιδί μου.
Με πράξεις.

Το παιδί άγγιξε την καρδιά από φως.
Ένιωσε ψυχρή,
σαν να μην είχε ανάψει εδώ και χρόνια.

---

Τότε, απ’ τη μακριά μεριά της πλατείας,
εμφανίστηκε ένα μικρό κορίτσι με ένα σπασμένο λουλούδι.
Το κρατούσε προσεκτικά,σαν να φοβόταν ότι και το τελευταίο πέταλο θα έπεφτε.

Πλησίασε το παιδί και του είπε:
—" Το βρήκα στο χώμα."
Ήθελα να το δώσω σε κάποιον…
αλλά εδώ κανείς δεν δίνει τίποτα σε κανέναν.

Το παιδί την κοίταξε με εκείνο το απαλό βλέμμα
που δεν υπόσχεται τίποτα αλλά για κάποιον λόγο γιατρεύει.

— "Δώσ’ το σε μένα" είπε.

Το κορίτσι δίστασε.
Ήταν η πρώτη φορά που πρόσφερε κάτι που ακόμα πόναγε.

Και τότε το έκανε.
Άπλωσε το  χέρι της και έδωσε το λουλούδι στο παιδί.

---

Με το άγγιγμα αυτό, κάτι απίστευτο συνέβη:
Η καρδιά από φως στην πλατεία έτρεμε,
έλαμψε για μια στιγμή και ύστερα άναψε
σαν να ξύπνησε από βαθύ ύπνο.

Η πόλη είδε το φως  ξαφνικά κι απόρησε 

Κάποιος κάπου χαμογέλασε.
Κάποιος άλλος είπε "ευχαριστώ".
Ένα παιδί αγκάλιασε τον πατέρα του
χωρίς να υπάρχει λόγος.

Και τότε, σαν να κατέβηκε ένα μικρό θαύμα,
οι άνθρωποι είδαν αυτό που είχαν ξεχάσει:

Η χαρά δεν έρχεται από μόνη της.
Τη γεννάει η αγάπη.
Κάθε φορά που τη μοιράζεις.

---

Σε λίγο, στα παράθυρα εμφανίστηκαν φωνές και γέλια.
Οι δρόμοι γέμισαν μικρά χρώματα,
σαν να είχαν ξεκολλήσει από το ουράνιο τόξο
για να παίξουν με τα παιδιά.

Η πόλη ζωντάνεψε , ενέπνεε αληθινά 
Την πρώτη της αναπνοή μετά από πολλά, πάρα πολλά χρόνια.
Οι άνθρωποι μαζεύτηκαν γύρω από το παιδί.

—" Πώς το έκανες;" ρώτησαν.

Το παιδί σήκωσε το λουλούδι ψηλά.
Τα πέταλα του είχαν ήδη ανθίσει ξανά.

— "Η χαρά της αγάπης ήταν πάντα εδώ.
Απλώς περιμένει κάποιον να κάνει την αρχή."

Και η καρδιά στην πλατεία έλαμπε πια τόσο πολύ,
που φώτιζε ακόμη και τα σπίτια που κάποτε φοβόντουσαν το φως.

Το παιδί προχώρησε στον δρόμο,
με το κορίτσι να το κοιτά μέχρι να χαθεί.

Κι έτσι, η Πόλη που είχε ξεχάσει
τη Χαρά της Αγάπης
αναγεννήθηκε
από ένα σπασμένο λουλούδι και ένα μικρό,  αληθινό μοίρασμα 

----------

**ΤΕΛΟΣ

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΟΥ ΞΥΠΝΗΣΕ**

Το παιδί είχε περπατήσει πολλές μέρες και νύχτες,
έχει δει πόλεις όπου οι καρδιές ήταν βαριές,
όπου τα μάτια είχαν ξεχάσει να βλέπουν,
όπου τα όνειρα κοιμόντουσαν,
όπου η συγχώρεση είχε πεθάνει
και η χαρά της αγάπης είχε χαθεί.

Και όμως, κάθε πόλη που άγγιξε ξύπνησε λίγο,
σαν μικρά φεγγάρια μέσα στη νύχτα,
και η σπίθα μέσα στο παιδί μεγάλωνε,
όχι πια μικρή, αλλά φλόγα.
---

Το παιδί στάθηκε πάνω σε έναν λόφο,
και κοίταξε τον κόσμο κάτω.
Είδε τις πόλεις που είχαν ξαναγεννηθεί:
το Δέντρο των Ονείρων να ανθίζει ξανά,
το Πηγάδι της Συγχώρεσης να γαληνεύει,
την καρδιά στην πλατεία της Χαράς να λάμπει.

Και κατάλαβε κάτι πολύ απλό, αλλά βαθύ:
Το φως δεν είναι κάτι που δίνεις μόνο εσύ.
Είναι κάτι που ξυπνά όταν οι άνθρωποι αποφασίζουν να θυμηθούν
την αγάπη, τη συγχώρεση και τη χαρά.

---

Κάθε πόλη είχε ακόμη δρόμους σκοτεινούς,
αλλά υπήρχαν άνθρωποι που είχαν μάθει πια
να κοιτούν ψηλά,
να κοιτάζουν μέσα τους,
να κρατούν τα χέρια των άλλων.

Το παιδί πήρε τη μικρή σπίθα και την άφησε να πετάξει.
Δεν ήταν πια η δική του, ήταν του κόσμου.

Και τότε συνέβη ένα μικρό θαύμα:
Οι δρόμοι φώτισαν,
τα παράθυρα άνοιξαν,
οι καρδιές γέμισαν ανάσα,
οι άνθρωποι χαμογέλασαν όπως δεν είχαν χαμογελάσει ποτέ.
---

Ο κόσμος, που κάποτε καταρρέε, τώρα στέκονταν όρθιος, όχι τέλειος, αλλά ζωντανός.
Με τις ρωγμές του να θυμίζουν
ότι το φως πάντα επιστρέφει
όταν οι καρδιές είναι έτοιμες να το δεχτούν.

Και το παιδί, κουρασμένο αλλά χαρούμενο,
ξεκίνησε τον δρόμο του ξανά, ξέροντας πως παντού υπάρχουν σπίθες που περιμένουν να γίνουν φωτιά.

Κι έτσι, ο κόσμος ξύπνησε, όχι από μαγεία,
αλλά από την αγάπη, τη συγχώρεση,
την ελπίδα και τα όνειρα
που οι άνθρωποι είχαν ξεχάσει—
κι όμως πάντα κρατούσαν μέσα τους.

Και η νύχτα έλαμψε, σαν την αυγή που κανείς 
δεν περίμενε, μα που έφερε φως σε κάθε γωνιά της γης.

--------------

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Κι έτσι, το παιδί στάθηκε για λίγο ακόμη στο λόφο,
κοιτάζοντας τις πόλεις που είχαν αρχίσει
να ανασαίνουν με φως.

Δεν είχε αλλάξει ο κόσμος όλος· είχε αλλάξει εκείνο το μικρό κομμάτι εκεί όπου ου μπορούσε να φτάσει η καρδιά του.

Και ίσως –ίσως αυτό να ήταν αρκετό.

Γιατί οι σπίθες δεν γεννήθηκαν για να γίνουν πυρκαγιές, αλλά για να θυμίζουν
πως το σκοτάδι δεν είναι ποτέ απόλυτο.

Σε κάθε πόρτα που άνοιξε,
σε κάθε βλέμμα που καθάρισε,
σε κάθε ρίζα που ξαναβρήκε τη γη της,
σε κάθε όνειρο που άνθισε ξανά,
σε κάθε καρδιά που μαλάκωσε,
σε κάθε άνθρωπο που αγκάλιασε χωρίς φόβο—
έμεινε μια σπίθα.

Και οι σπίθες ταξιδεύουν.
Από χέρι σε χέρι,
από ανάσα σε ανάσα,
από καρδιά σε καρδιά.
Δεν ζητούν πολλά· μόνο να μείνουν αναμμένες.

Το παιδί χαμογέλασε.
Ήξερε καλά ότι το ταξίδι του
δεν τελείωσε— όχι επειδή ο κόσμος ήταν μεγάλος,
αλλά επειδή υπήρχαν ακόμη άνθρωποι
που δεν είχαν δει το φως μέσα τους.

Γύρισε την πλάτη στις πόλεις που τώρα έλαμπαν πίσω του, κρατώντας τη σπίθα κοντά στο στήθος του, όπως κάποιος κρατά κάτι πολύτιμο
και ζεστό.

Και με βήματα ήρεμα, γεμάτα εμπιστοσύνη,
προχώρησε προς τον δρόμο που άνοιγε μπροστά.

Γιατί όπου υπάρχει καρδιά που ψάχνει ελπίδα,
εκεί υπάρχει πάντα χώρος
για μια νέα σπίθα.

Κι έτσι συνεχίζεται το ταξίδι— ήρεμο, φωτεινό,
και ατελείωτο.

Λίγα λόγια  για μένα από καρδιάς

Γεννήθηκα το 1955 και μεγάλωσα στη Βέροια. Από νωρίς έμαθα να παρατηρώ τους ανθρώπους, τις σιωπές τους και τις μικρές αλήθειες που κρύβονται πίσω από τις καθημερινές λέξεις. Ίσως γι’ αυτό η γραφή ήρθε αργότερα στη ζωή μου, αλλά ήρθε για να μείνει.
Εργάστηκα για τριάντα πέντε χρόνια στο Δημόσιο, υπηρετώντας με συνέπεια και ευθύνη τον άνθρωπο και την κοινωνία. Παράλληλα όμως, μέσα μου μεγάλωνε πάντα η ανάγκη να δίνω φωνή σε όσα δεν λέγονται εύκολα∙ στην ευαισθησία, στη σιωπηλή δύναμη, στην ελπίδα που επιμένει ακόμη κι όταν όλα μοιάζουν ραγισμένα.
Τα τελευταία χρόνια ασχολούμαι με την ποίηση και τη λογοτεχνία. Γράφω ιστορίες και στίχους που μιλούν για παιδιά, για πληγές που γίνονται φως, για ρωγμές απ’ όπου περνά η αγάπη. Κάποια από τα ποιήματά μου έχουν μελοποιηθεί και ταξιδεύουν μέσα από τη μουσική και τις νέες μορφές έκφρασης.
Το Παιδί και οι Σπίθες είναι μια από αυτές τις εσωτερικές διαδρομές. Είναι αφιερωμένο σε κάθε παιδί — μικρό ή μεγάλο — που κουβαλά μέσα του μια σπίθα και προσπαθεί να τη διαφυλάξει μέσα σ’ έναν κόσμο που συχνά φυσά δυνατούς ανέμους.
Αν αυτό το βιβλίο κατάφερε να σου αφήσει έστω και μια μικρή ζεστασιά, τότε η σπίθα βρήκε τον δρόμο της.

— Ελένη Λουκάρη – Καλαιτσίδου


ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

Όταν ο κόσμος γύρω σκοτεινιάζει,
μια μικρή σπίθα μπορεί να αλλάξει 
τα πάντα.

Ένα παιδί ταξιδεύει μέσα από πόλεις 
που έχουν ξεχάσει
την αλήθεια, τα όνειρα και τη ζεστασιά 
της αγάπης.
Κρατά στα χέρια του ένα φως 
που δεν καίει—μα ξυπνά.
Και με κάθε συνάντηση, μαθαίνει πως 
η μεγαλύτερη αλλαγή
ξεκινά από την πιο μικρή, γενναία
 πράξη καλοσύνης.

Μια τρυφερή αλληγορική ιστορία, 
γεμάτη ελπίδα και φως,
που μας θυμίζει τη δύναμη ενός 
και μόνο χεριού
όταν απλώνεται για να βοηθήσει.

Ένα βιβλίο για παιδιά και ενήλικες,
για όσους αναζητούν μια υπενθύμιση 
πως, ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές,
το φως βρίσκει πάντα τρόπο να επιστρέψει 
αρκεί κάποιος να τολμήσει να το ανάψει.

———
© Ελένη Λούκαρη - Καλαϊτσίδου






Monday, December 08, 2025

Αχ Αννούλα μου γλυκιά

 


Αχ Αννούλα μου γλυκιά , τσιφτετέλι
Αχ Αννούλα μου γλυκιά,
έλα τούτη τη βραδιά,
να χορέψουμε μαζί
μέχρι να 'ρθει το πρωί
Αχ Αννούλα μου, αγάπη,
η καρδιά μου έχει μεγάλη,
κάθε σκέψη μου κρυφή
είναι γιορτή μοναδική!

Ο ήλιος λάμπει στη ματιά σου
και φωτίζει τα φιλιά σου,
σαν τραγούδι μοναδικό
που το σιγοσφυρίζω εγώ.

Κι όταν μ’ αγγίζεις τρυφερά,
η καρδιά μου χοροπηδά
η μέρα μοιάζει με γιορτή
που δεν τελειώνει την αυγή.

Αχ Αννούλα μου γλυκιά,
έλα τούτη τη βραδιά,
να χορέψουμε μαζί
μέχρι να 'ρθει το πρωί
Αχ Αννούλα μου αγάπη,
η καρδιά μου έχει μεγάλη
κάθε σκέψη μου κρυφή
είναι γιορτή μοναδική!

Πάμε βόλτα στη γειτονιά,
να σου δώσω δυο φιλιά
να μας βλέπει κι ο ουρανός
και να γίνεται πιο γαλανός!

Στην ματιά σου να κρυφτεί
μια υπόσχεση μικρή,
πως θα μείνουμε μαζί
στης ζωής μας το Στρατή!

Αχ Αννούλα μου γλυκιά,
έλα τούτη τη βραδιά,
να χορέψουμε μαζί
μέχρι να 'ρθει το πρωί
Αχ Αννούλα μου αγάπη,
η καρδιά μου έχει μεγάλη
κάθε σκέψη μου κρυφή
είναι γιορτή μοναδική!

© Ελένη Λούκαρη Καλαϊτσίδου

Η Σύλληψη της Αγίας Άννης

 



Αύριο 9  Δεκεμβρίου είναι η ημέρα κατά την οποία η Εκκλησία τιμά τη Σύλληψη της Αγίας Άννης, δηλαδή τη θαυματουργή σύλληψη της Παναγίας από τους Αγίους Θεοπάτορες Ιωακείμ και Άννα.

Η Σύλληψη της Αγίας Άννης

Στις σιωπηλές  πρώτες αυγές του Δεκέμβρη, τότε που ο κόσμος  έμοιαζε να κρατά την ανάσα του ενόψει του χειμώνα, η Εκκλησία θυμάται ένα θαύμα απλό και ταυτόχρονα κοσμοϊστορικό.

 Η δίκαιη Άννα και ο σύζυγός της Ιωακείμ, άνθρωποι με καθαρή καρδιά αλλά πικραμένοι από την ατεκνία, περνούσαν τις ημέρες τους με προσευχή και εμπιστοσύνη στον Θεό. 

Παρ’ όλον τον πόνο τους, η ελπίδα δεν έσβηνε μέσα τους· ήταν μια ήρεμη φλόγα, που δεν την νικούσε ο χρόνος.

Και τότε, σε μια στιγμή που έμοιαζε όπως όλες οι άλλες, αλλά ήταν διαφορετική απ’ όλες, ένας άγγελος εμφανίστηκε πρώτα στον Ιωακείμ και ύστερα στην Άννα. Μετέφερε ένα μήνυμα φωτεινό  από το Θεό . 

θα αποκτούσαν παιδί — ένα παιδί που θα ευλογούσε ολόκληρη την κτίση. 

Στην καρδιά της Άννας φύτρωσε χαρά ανέκφραστη, γιατί η σύλληψη που ακολούθησε δεν ήταν μόνο προσωπική παρηγοριά, αλλά και το πρώτο βήμα ενός θείου σχεδίου. Το παιδί που έμελλε να γεννηθεί ήταν η Παναγία, η Μητέρα του Χριστού, η αρχή της χαράς όλου του κόσμου.

Η σύλληψη της Αγίας Άννης δεν είναι μόνο ανάμνηση ενός θαύματος από τα παλιά.

 Είναι υπενθύμιση ότι ο Θεός ακούει τις προσευχές που γίνονται με ταπείνωση, και ότι ακόμη και μέσα στις πιο σκοτεινές μέρες μπορεί να ανθίσει η ελπίδα.

 Είναι μια γιορτή που προσκαλεί κάθε άνθρωπο να φυλάξει μέσα του τη δική του μικρή «Αγία Άννα» — τη δύναμη να ελπίζει, ακόμη κι όταν όλα φαίνονται αδύνατα.

🙏ΎΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΑΝΝΑ 🙏

Αγία Άννα  Μάνα ευλογημένη,

των ουρανών η πιο δοξασμένη·

πώς να σε υμνήσω , σεπτή Μητέρα, 

 με λόγια φτωχά και μετρημένα 


Αν είχα φωνή σαν των αγγέλων,

και λαλιά των αρχαγγέλων,

πάλι δεν θα ’φτανε η υμνωδία,

στη χάρη σου την τόση,  αγία.


Ποια άλλη από σένα έλαβε δόξα,

να γίνει του Παραδείσου η πρώτη πόρτα;

Ποια άλλη αξιώθηκε  τέτοια τιμή,

της Παναγίας μητέρα να γενεί;


Αγία Άννα,   με τη Χάρη σου σκέπαζέ μας,

με της αγάπης σου το φως τύλιξε μας

και με του Θεού  τη ζεστή προστασία,

κράτα μακριά κάθε λύπη, κάθε κακία.


Νοητή χελιδόνα, χαρά της καρδιάς,

φέρνεις την άνοιξη,  της Θείας Χαράς 

επειδή έζησες με τιμιότητα κι αγνότητα,

γέννησες  Κόρη Αγία ,  με κάθε σεμνότητα.


Την Παναγία  το θείο  λαμπερό στολίδι, 

που η  Χάρη της κάθε μέρα φωτίζει 

εσύ, η Μητέρα που κράτησες εκείνη,

δίχως σπορά από το Λόγο   εγεννήθη.


Τον Αμνό που σηκώνει του κόσμου τα βάρη,

και χαρίζει συγχώρηση, φως και χάρη.

Αγία Άννα, γλυκιά Μάνα, γιαγιά του Κυρίου,

πρέσβευε τώρα στ’ άγιο θρόνο του Υψίστου 


Να δίνει στις ψυχές μας έλεος,  ειρήνη 

 Τους φόβους,  κακίες  με  φως να σβήνει 

να γαληνεύει τις μέρες, να υψώνει καρδιές,

και να  μας οδηγεί σε μέρες, μόνο φωτεινές 

Αμήν.


© Ελένη Λούκαρη - Καλαϊτσίδου 



Friday, December 05, 2025

Νίκο φίλε μου , λεβέντη

 Νίκο φίλε μου λεβέντη 




[Κουπλέ 1]
Γεια σου, Νίκο… φίλε μου Λεβέντη,
η καλή σου μοίρα ...τώρα σε περιμένει… .
όρθιος πάντα… παλεύεις στη ζωή,
κι απ’ τις στάχτες … βγαίνει πιο δυνατή η ψυχή

Πίκρες είδες πολλές … δρόμοι σε τσαλάκωσαν,
μα η καρδιά σου βράχος… δεν την παραδωσαν ....
Πιες απ’ τα παλιά σου όνειρα,  μια σταλιά..
να θυμάσαι ποιος είσαι… κι η ζωή σε τιμά.

[Ρεφρέν]

Χόρεψε, Νίκο… φίλε μου  με την καρδιά...
Η γη  να σείεται… μαζί σου  μες στη νυχτιά...
Όλος ο πόνος σου… λύτρωση, να γίνει ..
κι η ψυχή σου… την σωτηρία ξανά να βρίσκει.

[Κουπλέ 2]
Στους δρόμους που περπάτησες… μες στη σιωπή,
άφησες σημάδια… βαθιά στη γη.
Κι όσα σε πλήγωσαν…  φύγανε μακριά.....
και τώρα  στέκεις… με θάρρος και λεβεντιά...

Χέρια κουρασμένα…μα η ψυχή ψηλά,.
κάθε βήμα σε πάει μπροστά… και σωστά..
Κι αν η μοίρα σε χτυπήσει ξανά…
θα σηκωθείς… κι ας κλαίει η καρδιά.

[Ρεφρέν ]

Χόρεψε, Νίκο… φίλε μου με την καρδιά..
Η γη  να σείεται… μαζί σου  μες στη νυχτιά..
Όλος ο πόνος σου… λύτρωση, να γίνει ..
κι η ψυχή σου… την σωτηρία ξανά να βρίσκει.

© Ελένη Λούκαρη Καλαϊτσίδου