Το Παιδί και οι Σπίθες
" Το Παιδί και οι Σπίθες" ένα αλληγορικό ταξίδι με
συναρπαστικές αφηγήσεις, κάθε κείμενο κρύβει μαθήματα για την εσωτερική δύναμη,
την καλοσύνη και την πίστη στον εαυτό μας.
Ιστορίες που εμπνέουν, προβληματίζουν
και ξυπνούν την ελπίδα σε κάθε αναγνώστη —
ένα βιβλίο για μικρούς και μεγάλους,
για να διαβαστεί ξανά και ξανά.
ΑΦΙΕΡΩΣΗ
Σε όσους κρατούν ακόμη μια μικρή σπίθα μέσα τους.
Σε όσους έμαθαν να βλέπουν φως εκεί όπου οι άλλοι βλέπουν σκοτάδι.
Και σε κάθε παιδί—μικρό ή μεγάλο—που συνεχίζει να πιστεύει ότι ο κόσμος μπορεί να ξυπνήσει
ΠΕΡΙΕΧΌΜΕΝΑ
1. ΠΡΌΛΟΓΟΣ
2. Κεφάλαιο 1 – Ο κόσμος που καταρρέει:
3. Κεφάλαιο 2 – Η πόλη με τις κλειστές πόρτες:
4. Κεφάλαιο 3 – Η πόλη των γυάλινων βλεμμάτων:
5. Κεφάλαιο 4 – Η πόλη χωρίς ρίζες:
6. Κεφάλαιο 5 – Η πόλη που έχασε τα όνειρά της:
7. Κεφάλαιο 6 – Η πόλη των σκληρών καρδιών:
8. Κεφάλαιο 7 – Η πόλη που έχασε τη χαρά της
αγάπης:
9. Τέλος – Ο κόσμος που ξύπνησε:
10. ΕΠΊΛΟΓΟΣ
----------
1. ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Υπάρχει ένας κόσμος που καταρρέει, αθόρυβα ή με θόρυβο, ανάλογα με το ποιος τον κοιτά.Ένας κόσμος όπου τα μάτια συχνά κοιτάζουν μόνο επιφάνειες, τα χέρια κρατούν κάτι που δεν ανήκει σε κανέναν και οι καρδιές ξεχνούν να χτυπούν με αγάπη.
Κι όμως, κάπου εκεί μέσα, υπάρχει μια μικρή σπίθα που δεν σβήνει ποτέ.
Κάποιος που μπορεί να την ανάψει ξανά—
έστω και λίγο.
Αυτός ο κάποιος είναι ένα παιδί.
Μικρό, αλλά γεμάτο περιέργεια και θάρρος, με μάτια που βλέπουν πέρα από τη σκόνη, με καρδιά που θυμάται τον ήλιο ακόμη και στις πιο σκοτεινές νύχτες.
Το παιδί αυτό ταξιδεύει από πόλη σε πόλη, ακολουθώντας τα ίχνη της λήθης,
των πόλεων που ξέχασαν τις ρίζες τους,
τα όνειρά τους, τη συγχώρεση,
και την ίδια τη χαρά της αγάπης.
Σε κάθε βήμα του, αφήνει μια μικρή σπίθα,
που μπορεί να γίνει φως και κάθε καρδιά που ξυπνάει, είναι ένα βήμα προς έναν κόσμο
που μπορεί να ξαναβρεί την ομορφιά του.
Αυτή είναι η ιστορία ενός ταξιδιού, όχι μόνο μέσα σε χώρους και πόλεις, αλλά και μέσα στις καρδιές μας.
Κάθε κεφάλαιο, κάθε πόλη, είναι ένας καθρέφτης του κόσμου μας— και ίσως, του δικού σου κόσμου.
Καλώς ήρθες σε αυτό το ταξίδι.
Κι ελπίζω, όταν τελειώσεις αυτό το βιβλίο,
να έχεις πάρει μαζί σου μια σπίθα
που δεν θα σβήσει ποτέ.
**ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΟΥ ΚΑΤΑΡΡΕΕΙ**
Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένας κόσμος υφασμένος από φως και απόφαση.
Κι όμως, με τον καιρό, το υφάδι άρχισε να ξεφτίζει.
Κι όμως, με τον καιρό, το υφάδι άρχισε να ξεφτίζει.
Οι άνθρωποι δεν το κατάλαβαν στην αρχή.
Συνέχισαν να περπατούν πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί κάθε μέρα , χωρίς να βλέπουν
πως κάτω από τα πόδια τους
άνοιγαν μικρές ρωγμές.
άνοιγαν μικρές ρωγμές.
Το κακό δεν εμφανίστηκε ως τέρας.
Ήταν μια αόρατη σκόνη, που έμπαινε από χαραμάδες, καθόταν στις καρδιές
και τις έκανε να βαραίνουν.
Όσο πιο βαριά μια καρδιά,
τόσο λιγότερο φως μπορούσε να κρατήσει.
Ήταν μια αόρατη σκόνη, που έμπαινε από χαραμάδες, καθόταν στις καρδιές
και τις έκανε να βαραίνουν.
Όσο πιο βαριά μια καρδιά,
τόσο λιγότερο φως μπορούσε να κρατήσει.
Οι άνθρωποι άρχισαν τότε
να ζητούν ολοένα και περισσότερα—
σαν να ήθελαν να γεμίσουν το κενό
με πράγματα που δεν είχαν ψυχή.
Έτρεχαν από πόλη σε πόλη, από θέαμα σε θέαμα,
κυνηγώντας λάμψεις που έσβηναν
μόλις τις άγγιζες.
Ως που μια μέρα, ένα μικρό παιδί από την άκρη του Κόσμου είδε πως το Φως, εκείνο το αληθινό,
δεν είχε χαθεί.
Ήταν κρυμμένο μέσα σε κάθε άνθρωπο,
σαν σπίθα που δεν σβήνει ποτέ—
αρκεί να της δώσεις λίγο αέρα.
Το παιδί άναψε λοιπόν τη δική του μικρή σπίθα.
Και τότε, παράξενο πράγμα:
η σκοτεινή σκόνη άρχισε να χάνεται, να λιώνει γύρω του, σαν το χιόνι που λιώνει την άνοιξη.
Οι άνθρωποι δίπλα του σταμάτησαν,
κοίταξαν για πρώτη φορά μέσα τους
κι όχι στις ψεύτικες εικόνες που τους νάρκωναν τόσα χρόνια.
Και είδαν ότι κυκλοφορούσαν με τις καρδιές τους κλειστές, σαν λάμπες χωρίς ρεύμα.
Όταν ανοίξανε έστω λίγο τη ρωγμή,
μπήκε φως.
Το φως εκείνου που γεννιέται κάθε φορά
που μια καρδιά επιλέγει την αγάπη.
Και τότε, κάτι άλλαξε: ο κόσμος σταμάτησε να ξεφτίζει.
Το υφάδι του, που έμοιαζε χαμένο,
άρχισε να ξαναδένεται από άκρη σε άκρη—
όχι από νόμους και κραυγές, μα από καρδιές που ξύπνησαν .
Κι έτσι έμαθαν όλοι πως στην κατρακύλα του κόσμου το πρώτο χέρι που μπορεί να πιάσει το φρένο είναι πάντα το δικό τους.
** ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Η ΠΟΛΗ ΜΕ ΤΙΣ ΚΛΕΙΣΤΕΣ ΠΟΡΤΕΣ**
Το παιδί από την άκρη του Κόσμου ξεκίνησε να ταξιδεύει, κρατώντας μέσα του τη σπίθα
που είχε ξυπνήσει.
Κι όπου περνούσε, οι σκιές έμοιαζαν να συρρικνώνονται, σαν να τις άγγιζε ένας αόρατος ήλιος.
Μετά από πολλές μέρες, έφτασε σε μια πόλη παράξενη.
Οι δρόμοι της ήταν γεμάτοι ανθρώπους,
μα όλοι περπατούσαν σκυφτοί, με κορμιά κουρασμένα και βλέμματα που δεν συναντούσαν κανενός.
Κάθε σπίτι είχε πόρτες καλοβαμμένες και στιλπνές,
μα όλες κλειστές.
Όχι απλώς κλειδωμένες, σφαλισμένες από μέσα
με αλυσίδες φτιαγμένες από φόβο, πικρία και συνήθεια.
Το παιδί χτύπησε την πρώτη πόρτα.
Καμιά απάντηση.
Χτύπησε δεύτερη, τρίτη, δέκατη—
ακόμη σιωπή.
Μέχρι που άκουσε πίσω από μια ξύλινη πόρτα
μια φωνή αδύναμη, σαν κάποιος να μιλούσε
μέσα από βαμβάκι:
— Φύγε… Δεν ανοίγουμε πια.
Οι άνθρωποι εδώ δεν εμπιστεύονται κανέναν.
Το παιδί κάθισε μπροστά στην πόρτα.
Δεν είπε τίποτα.
Μόνο άφησε τη μικρή του σπίθα να φωτίσει το κατώφλι.
Η φωνή μέσα αναστέναξε.
— Χρόνια είμαστε στο σκοτάδι.
Μας είπαν πως το φως είναι επικίνδυνο.
Το παιδί χαμογέλασε απαλά.
— "Το φως δεν τυφλώνει.
Το ψέμα τυφλώνει."
Πέρασαν ώρες.
Η πόλη συνέχισε να κινείται σαν υπνωτισμένη.
Κανείς δεν κοντοστεκόταν, κανείς δεν ρωτούσε τίποτα.
Κι όμως, κάτι άλλαξε.
Μια μικρή, ισχνή γραμμή φωτός
ξεπετάχτηκε κάτω από την πόρτα.
Ύστερα άλλη μία.
Σαν ρίζες που ψάχνουν χώμα.
Μέχρι που ακούστηκε ο μεταλλικός ήχος της αλυσίδας που έπεφτε στο πάτωμα.
Η πόρτα άνοιξε με ένα τρίξιμο μακρύ,
σαν να ξυπνούσε από ύπνο δεκαετιών.
Ένας ηλικιωμένος άντρας στεκόταν εκεί.
Τα μάτια του κουρασμένα, μα γεμάτα εκείνη τη λαχτάρα που έχουν όσοι θυμούνται αμυδρά
ότι κάποτε γνώρισαν φως.
— Πώς…; ψιθύρισε.
— "Δεν ήρθα να σου δώσω τίποτα"
είπε το παιδί.
"Ήρθα να σου θυμίσω
αυτό που ήδη έχεις."
Ο άντρας έβαλε το χέρι στο στήθος του.
Κι εκεί, κάτω από τη καρδιά του ένιωσε μια ζεστασιά που είχε ξεχάσει πως υπήρχε.
Όταν βγήκε στο δρόμο, οι άνθρωποι γύρω του σταμάτησαν.
Έβλεπαν το αδύναμο φως που έβγαινε από τα μάτια του και ξαφνιάζονταν,
σαν να έβλεπαν θαύμα.
Ένας-ένας, άρχισαν να πλησιάζουν το παιδί.
Όχι για βοήθεια, για να μάθουν πώς να θυμηθούν.
Και τότε η πόλη, η πόλη που τόσο καιρό
ήταν τυλιγμένη σε παγερή σιωπή,
άρχισε να αλλάζει.
Όχι με θόρυβο, μα με ψιθύρους.
Με μικρές χαραμάδες φωτός που άναβαν παντού,
σε κάθε παράθυρο, σε κάθε καρδιά.
Κάπως έτσι, το παιδί έμαθε πως οι κλειστές πόρτες
δεν ανοίγουν με δύναμη— αλλά με παρουσία.
Με επιμονή.
Με μια σπίθα που δεν απαιτεί, παρά μόνο προσκαλεί.
Και ο δρόμος συνεχίζεται…
Προς την επόμενη πόλη.
Προς το επόμενο σκοτάδι που περιμένει να θυμηθεί πως γεννήθηκε από φως.
-------------
**ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Η ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΓΥΑΛΙΝΩΝ ΒΛΕΜΜΑΤΩΝ**
Το παιδί ταξίδευε πολλές μέρες
ώσπου έφτασε σε μια πολιτεία
που δεν έμοιαζε με καμία άλλη.
Οι δρόμοι ήταν ήσυχοι, όχι από γαλήνη, μα από μια αλλόκοτη ακινησία— σαν ολόκληρη η πόλη να κρατούσε την αναπνοή της.
Οι άνθρωποι περπατούσαν χωρίς να κοιτούν ολόγυρα.
Το κεφάλι τους σκυμμένο μπροστά, τα μάτια τους καρφωμένα σε μικρά φωτεινά τετράγωνα.
Γυάλινα βλέμματα, παγιδευμένα σε κόσμους
που δεν υπήρχαν.
Το παιδί στάθηκε στη μέση της πλατείας.
Πίσω του πέρασε μια γυναίκα χωρίς να τον δει—
αν και πέρασε τόσο κοντά που σχεδόν άγγιξε το χέρι του.
Ούτε ένας δεν σήκωνε το βλέμμα.
Στην άκρη της πλατείας έστεκε ένα άγαλμα
από λευκή πέτρα: ένας άνθρωπος
που κρατούσε στα χέρια του
μια οθόνη.
Το άγαλμα έκλαιγε—δάκρυα από λεπτή σκόνη
που έμοιαζε με σταχτόνερο.
Το παιδί πλησίασε και άγγιξε το άγαλμα.
Αμέσως ακούστηκε μια φωνή, σαν να έβγαινε από τα έγκατα της πέτρας:
— "Δεν βλέπουν πια."
Δεν ακούν.
Χάθηκαν μέσα σε εικόνες που αλλάζουν πιο γρήγορα από την καρδιά τους.
— "Κι εσύ;" ρώτησε το παιδί.
"Γιατί κλαις;"
— "Γιατί κάποτε ήμουν ένας από αυτούς."
Το παιδί άφησε τη σπίθα του να φωτίσει το άγαλμα.
Για μια στιγμή, η πέτρα έτριξε σαν να θυμήθηκε
ότι κάποτε ήταν άνθρωπος.
Ξαφνικά,
ένας νεαρός στάθηκε μπροστά στο παιδί.
Τα μάτια του κουρασμένα, σαν να μην είχε κοιμηθεί μήνες.
— Τι είναι αυτό το φως;
ρώτησε χωρίς να σηκώσει το βλέμμα
από την οθόνη του.
— «Είναι αυτό που έχασες.»
— Δεν έχασα τίποτα.
— «Τότε γιατί δεν μπορείς
να αφήσεις το χέρι σου κάτω;»
Ο νεαρός προσπάθησε, μα το χέρι του έτρεμε,
σαν να ήταν δεμένο με αόρατη κλωστή.
— Δεν ξέρω πώς να το αφήσω.
Το παιδί πλησίασε πιο κοντά.
— "Δεν πρέπει να το αφήσεις με δύναμη.
Απλώς… σήκωσε για λίγο τα μάτια."
Ο νεαρός έκανε μια προσπάθεια.
Και τότε, για πρώτη φορά μετά από χρόνια,
τα μάτια του συνάντησαν
το πρόσωπο ενός άλλου ανθρώπου.
Το φως της σπίθας αντανακλάστηκε στις κόρες του.
Η οθόνη στο χέρι του έσβησε για μια στιγμή—
όχι επειδή χάλασε, αλλά επειδή ο κόσμος γύρω του
φώτισε περισσότεροαπό εκείνη.
Μα ο δρόμος δεν ήταν εύκολος.
Για κάθε έναν που σήκωνε τα μάτια, δέκα άλλοι βυθίζονταν πιο βαθιά στον γυάλινο λαβύρινθο.
Κι όμως, κάθε φορά που το παιδί περνούσε δίπλα τους, μια αδιόρατη ρωγμή εμφανιζόταν στις οθόνες.
Μικρή, σχεδόν αόρατη— μα αρκετή για να αφήσει
μια αχτίδα αληθινού φωτός να περάσει.
Έτσι η πόλη άρχισε να ανασαίνει αργά.
Όχι γιατί έσβησαν οι οθόνες, αλλά γιατί κάποιοι
τόλμησαν για λίγο να κοιτάξουν έξω από αυτές.
Και το παιδί κατάλαβε
ένα μεγάλο μυστικό του κόσμου:
Τα μάτια που μένουν χαμηλωμένα
δεν είναι χαμένα.
Απλώς περιμένουν κάποιον να τους θυμίσει
προς τα πού κοιτάζει η ψυχή.
-------------
**ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Η ΠΟΛΗ ΧΩΡΙΣ ΡΙΖΕΣ**
Αφήνοντας πίσω την Πόλη των Γυάλινων Βλεμμάτων,
το παιδί βάδισε μέσα από κοιλάδες και φεγγαρόφωτα
ώσπου έφτασε σε μια πεδιάδα
όμορφη σαν ζωγραφιά.
Στο κέντρο της πεδιάδας
υψωνόταν μια πόλη πλούσια και λαμπερή.
Οι δρόμοι της ήταν γεμάτοι μυρωδιές,
οι πλατείες της στολισμένες, τα σπίτια της χτισμένα με τέχνη.
Όμως κάτι έλειπε— κάτι αόρατο, μα τόσο δυνατό
που σχεδόν τρυπούσε την ατμόσφαιρα.
Όσο πλησίαζε το παιδί ένιωθε μια παράξενη σιωπή,
σαν να έλειπε από τον αέρα , η ίδια η μνήμη.
Στην πύλη στεκόταν ένας φρουρός.
Το πρόσωπό του ευγενικό, μα τα μάτια του κενά,
σαν καθρέφτες χωρίς εικόνες.
— Καλωσήρθες στην Πόλη της Ανθοφορίας,
είπε με τυπική φωνή.
— "Γιατί λέγεται έτσι;" ρώτησε το παιδί.
— Επειδή ανθίζουμε… είπε ο φρουρός μηχανικά
και για μια στιγμή το βλέμμα του σκοτείνιασε.
…αλλά δεν θυμόμαστε από πού φυτρώσαμε.
Το παιδί ανατρίχιασε.
Μήπως αυτό το μέρος ήταν πιο χαμένο από όλες τις άλλες πόλεις;
Μέσα στους δρόμους, οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν χαρούμενοι, πάντα απασχολημένοι, πάντα παραγωγικοί, πάντα με ένα βεβιασμένο χαμόγελο.
Μα όταν τους ρωτούσες
"Ποιος είσαι; Από πού έρχεσαι;" η απάντηση ήταν πάντα η ίδια:
— Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει μόνο το τώρα.
Κι όμως, οι καρδιές τους έμοιαζαν μισογεμάτα δοχεία.
Τίποτα δεν μπορούσε να κρατήσει μέσα τους,
γιατί δεν είχαν ρίζες να τους κρατούν στη γη.
Το παιδί κάθισε κάτω από ένα δέντρο—
ή τουλάχιστον, αυτό νόμιζε.
Γιατί όταν ακούμπησε τον κορμό,
ένιωσε ότι το "δέντρο" ήταν κούφιο.
Η φλούδα του ήταν ζωγραφισμένη.
Οι ρίζες του, ψεύτικες.
Το χώμα γύρω του, άοσμο.
Τότε κατάλαβε ότι σε αυτή την πόλη,
όλα είχαν ομορφιά αλλά χωρίς βάθος,
λουλούδια χωρίς χωράφι,
θύμησες χωρίς παρελθόν.
Η σπίθα μέσα στο παιδί αναδεύτηκε σαν να διαμαρτυρόταν.
Έβαλε το χέρι του στο χώμα.
Το αληθινό χώμα, όχι το ζωγραφισμένο.
Έκλεισε τα μάτια και ακούμπησε τη γη με την καρδιά του.
Μια απαλή δόνηση απλώθηκε στον αέρα.
Ήταν σαν να καλούσε τις μνήμες
που είχαν θαφτεί κάτω από στρώματα λήθης.
Και τότε, κάτι παράξενο συνέβη.
Μια ηλικιωμένη γυναίκα που περνούσε δίπλα
σταμάτησε απότομα.
Τα μάτια της θάμπωσαν,
όπως θολώνει η λίμνη πριν δείξει τον βυθό της.
— Μυρίζει… χώμα.
ψιθύρισε με φωνή που έτρεμε.
— "Μυρίζει πατρίδα",
της είπε το παιδί χαμογελώντας.
Η γυναίκα έπεσε στα γόνατα.
Άγγιξε το χώμα με τα δάχτυλα και άρχισε να κλαίει.
Όχι από λύπη— από αναγνώριση.
Από επιστροφή.
Σιγά-σιγά, ο κόσμος της πόλης άρχισε να συγκεντρώνεται.
Μερικοί έβαζαν το χέρι τους στο χώμα,
άλλοι στην καρδιά τους,
άλλοι απλώς κοίταζαν τον ουρανό
λες και τον έβλεπαν για πρώτη φορά.
Και τότε οι ψεύτικες ρίζες άρχισαν να σκίζονται,
μα οι αληθινές, οι θαμμένες βαθιά, άρχισαν να ξυπνούν.
Η πόλη έτριξε—όχι από καταστροφή,
αλλά από αναγέννηση.
Γιατί όταν μια καρδιά θυμάται από πού έρχεται,
τότε ξέρει και πού πρέπει να πάει.
Το παιδί σηκώθηκε.
Άλλη μια πόλη είχε ξυπνήσει.
Μα ο δρόμος μπροστά ήταν ακόμη μακρύς.
Κι υπήρχαν ακόμη μέρη που το φως είχε λησμονηθεί.
Κι έτσι, συνέχισε το ταξίδι του
προς την επόμενη καμπή του κόσμου.
----------
**ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Η ΠΟΛΗ ΠΟΥ ΕΧΑΣΕ ΤΑ ΌΝΕΙΡΑ ΤΗΣ **
Το παιδί βάδιζε πολλές μέρες μέσα από βουνά
που έμοιαζαν να φτιάχτηκαν από ξεχασμένες ανάσες.
Οι κορυφές τους ήταν σιωπηλές,
σαν να περίμεναν κάτι που δεν ερχόταν ποτέ.
Ώσπου μια νύχτα,
καθώς ο κόσμος είχε βαφτεί με ασημί από το φεγγάρι,
το παιδί είδε μια πόλη χαμένη μέσα στην ομίχλη.
Από μακριά έμοιαζε όμορφη—
ήρεμη, ήσυχη, τακτική.
Μα όσο πλησίαζε, ένιωθε ένα βάρος στην καρδιά,
σαν κάποιο αόρατο χέρι να την τραβούσε προς τα κάτω.
Στην πύλη της πόλης
υπήρχε μια πινακίδα με μεγάλα γράμματα:
«ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΑΓΡΥΠΝΩΝ»
Το παιδί κατάλαβε το νόημα
πριν ακόμη ρωτήσει.
Μπαίνοντας στους δρόμους, είδε ανθρώπους να κινούνται σαν σκιές που έχουν μάθει να περπατούν χωρίς σκοπό.
Τα μάτια τους δεν ήταν θλιμμένα— ήταν άδεια.
Σαν να είχαν ξεχάσει τι σημαίνει να περιμένεις κάτι, να προσδοκάς, να ονειρεύεσαι.
Τα παράθυρα των σπιτιών ήταν ανοιχτά,
αλλά κανένα δωμάτιο δεν είχε κρεβάτι.
Μονάχα καρέκλες, γραφεία και φως.
Πολύ φως.
Τόσο που το σκοτάδι δεν είχε θέση
κι έτσι ούτε και τα όνειρα.
Το παιδί πλησίασε μια κοπέλα
που καθόταν στην άκρη του δρόμου.
Τα χέρια της ήταν γεμάτα σημειώσεις,
τετράδια, λίστες.
Μα τα μάτια της κοιτούσαν το κενό.
— "Γιατί δεν κοιμάστε"; ρώτησε το παιδί.
Η κοπέλα σήκωσε τα μάτια,
σαν να την ξύπνησε η ίδια η ερώτηση.
— "Ο ύπνος… είναι χάσιμο χρόνου",
είπε με φωνή που έμοιαζε αποστηθισμένη.
Οι μεγάλοι μας είπαν πως όποιος ονειρεύεται χάνει την πραγματικότητα.
Το παιδί γονατίζει μπροστά της.
— "Και δεν σου λείπει;
Να δεις κάτι που δεν υπάρχει ακόμη;
Να νιώσεις κάτι που δεν ζει ακόμη;"
Η κοπέλα δάγκωσε το χείλος της
σαν να άγγιξε πληγή.
— Δεν ξέρω πια τι μου λείπει.
Σε μια πλατεία, το παιδί είδε ένα παράξενο δέντρο.
Ήταν τεράστιο, με κλαδιά που άγγιζαν τα σύννεφα.
Μα αντί για φύλλα, τα κλαδιά του ήταν γυμνά,
και από αυτά έπεφτε σκόνη γκρίζα.
Ένα παιδάκι στεκόταν από κάτω
και κοιτούσε το δέντρο με απορία.
—" Γιατί δεν ανθίζει"; ρώτησε.
Λένε πως κάποτε έβγαζε χρυσά φύλλα…
φτιαγμένα από όνειρα των ανθρώπων.
Το παιδί άγγιξε τον κορμό.
Ένιωσε μέσα του μια σταθερή παλμική θλίψη—
όχι θάνατο,
μα απουσία.
Και τότε κατάλαβε:
Το δέντρο είχε ρίζες βαθειά μέσα στους ανθρώπους.
Όσο αυτοί σταμάτησαν να ονειρεύονται,
σταμάτησε κι εκείνο να ζει.
---
Το παιδί έκλεισε τα μάτια.
Η σπίθα μέσα του αναδεύτηκε.
Και για πρώτη φορά δεν φώτισε τον αέρα—
φώτισε το σκοτάδι.
Ένα κύμα γλυκιάς νύστας απλώθηκε στην πλατεία.
Οι άνθρωποι άρχισαν να βαριανασαίνουν.
Γέμισαν με εκείνη τη θαμπή, τρυφερή κούραση
που έχει κάποιος πριν παραδοθεί στον ύπνο.
Η κοπέλα που είχε μιλήσει πριν έγειρε το κεφάλι της στον ώμο ενός αγνώστου.
Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια,
τα βλέφαρά της βάρυναν.
— Τι μου συμβαίνει; ψιθύρισε.
— "Ξυπνάς", της είπε το παιδί.
Και τότε, ένας ένας, οι άνθρωποι αποκοιμήθηκαν
εκεί, στην μέση της πλατείας, με το φως να χαμηλώνει και το σκοτάδι να επιστρέφει
όχι σαν απειλή, αλλά σαν φίλος.
Το Δέντρο των Ονείρων έτριξε.
Μια απαλή λάμψη ξεπήδησε από τις άκρες των κλαδιών, σαν μικροσκοπικές σπίθες.
Κι έπειτα, κάτι μαγικό: ένα χρυσό φύλλο φύτρωσε.
Μετά ένα δεύτερο.
Και ένα τρίτο.
Το δέντρο αναστέναξε σαν να ξανάβρισκε την ανάσα του.
Και η πόλη,
η Πόλη των Άγρυπνων,
έγινε — επιτέλους —
η Πόλη που Ονειρεύτηκε Ξανά.
---
Το παιδί σηκώθηκε.
Ο δρόμος του το καλούσε.
Γιατί ο κόσμος ήταν μεγάλος και ακόμη υπήρχαν τόποι όπου το φως δεν είχε φτάσει.
-----------
**ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Η ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΣΚΛΗΡΩΝ ΚΑΡΔΙΩΝ**
Μετά την Πόλη που ονειρεύτηκε ξανάτο παιδί προχώρησε προς μια γη
που ένιωθε βαριά πριν καν φανεί στον ορίζοντα.
Ο αέρας είχε μια παράξενη κομμένη μυρωδιά,
σαν χώμα που δεν ποτίστηκε ποτέ από βροχή.
Όταν έφτασε μπροστά στην πύλη,
είδε κάτι που δεν είχε ξαναδεί σε άλλη πόλη:
η πύλη ήταν μισάνοιχτη
αλλά φτιαγμένη από πέτρα.
Όχι από μέταλλο, όχι από ξύλο—
από αληθινή, τραχιά πέτρα.
Στην πύλη ήταν χαραγμένη μια λέξη:
«ΜΗΔΕΝΙΚΗ ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ»
Το παιδί κατάλαβε:
εδώ η πέτρα δεν ήταν υλικό.
Ήταν τρόπος ζωής.
---
Μπαίνοντας στην πόλη, είδε ανθρώπους να περπατούν με βήματα βαριά,
σαν να κουβαλούσαν αόρατα σακιά.
Τα μάτια τους ήταν σκληρά,
παγωμένα,
γεμάτα παλιά παράπονα και σκιές.
Κανείς δεν χαιρετούσε κανέναν.
Κανείς δεν χαμογελούσε.
Σαν να φοβόντουσαν
πως ένα χαμόγελο θα τους έκανε ευάλωτους.
Στην πλατεία υπήρχε ένα πηγάδι.
Το νερό μέσα του ήταν διάφανο αλλά…
όποιος έσκυβε να κοιτάξει την επιφάνεια
έβλεπε μόνο λάθη—
τα δικά του, των άλλων, όλων.
Μια λίμνη από αιώνια «φταιξίματα».
Το παιδί πλησίασε έναν άντρα που στεκόταν εκεί.
Το πρόσωπό του όμορφο,
μα σκιασμένο από μια παλιά πληγή.
— "Γιατί δεν αντλείτε νερό;" ρώτησε το παιδί.
—" Γιατί το νερό εδώ δείχνει την αλήθεια,"
είπε ο άντρας με πίκρα.
Και κανείς δεν αντέχει να δει
ούτε τη δική του, ούτε του άλλου.
— "Και τι κάνετε με όλα αυτά;"
ρώτησε το παιδί.
Ο άντρας σήκωσε στους ώμους, ένα σακί που δεν έβλεπε κανείς.
—" Τα κουβαλάμε."
Μαζεύονται, βαραίνουν…αλλά ποτέ δεν τα αφήνουμε.
Το παιδί ένιωσε μια θλίψη βαθιά.
Η σπίθα μέσα του τρεμόπαιξε.
Αυτή τη φορά όμως δεν ήξερε αν το φως
φτάνει για να λιώσει πέτρα.
---
Κάθισε δίπλα στο πηγάδι και έμεινε εκεί πολλές ώρες.
Άπλωσε το χέρι του στο νερό.
Το νερό έδειξε κι αυτό κάποιο λάθος δικό του—
μια στιγμή που είχε φοβηθεί, μια στιγμή που είχε αμφιβολιες για κάτι
Το παιδί χαμογέλασε.
«Κι αυτό μέρος μου είναι,» είπε.
"Και το αγαπώ."
Το νερό ρυτίδωσε ξαφνικά. Ήταν η πρώτη φορά
που κάποιος δεν τρόμαξε με την αλήθεια του.
Μια γυναίκα δίπλα τουπαρακολούθησε τη σκηνή.
Τα δάκρυά της έτρεμαν
μέσα στα μάτια αλλά δεν έπεφταν.
— "Πώς το έκανες αυτό; Δεν σε πόνεσε;"
— "Η αλήθεια πονάει μόνο όταν δεν τη συγχωρείς,"
είπε το παιδί απαλά.
—" Και πώς συγχωρείς;"
Το παιδί πήρε μια ανάσα βαθιά.
Δεν έδωσε απάντηση με λόγια.
Σήκωσε το σακί από τους ώμους της.
Δεν το πέταξε—το ακούμπησε στο έδαφος.
Ξαφνικά το σακί άρχισε να γίνεται πιο μικρό.
Και πιο μικρό.
Και πιο μικρό.
Μέχρι που έγινε μια μικρή πέτρα.
Το παιδί την έσπρωξε απαλά στο πηγάδι.
Η πέτρα βούλιαξε και το νερό αντί να θολώσει,
φώτισε.
---
Ένας άντρας που παρακολουθούσε
άρχισε να ανασαίνει γρηγορότερα.
Ύστερα μία γυναίκα.
Έπειτα ένα παιδί.
Και τότε συνέβη κάτι που κανείς δεν περίμενε,
οι άνθρωποι της πόλης άρχισαν να αφήνουν
τα δικά τους σακιά, το ένα μετά το άλλο.
Κάθε σακί που έπεφτε στο νερό
γινόταν μικρότερο—
όταν κάποιος έλεγε:
"Σε συγχωρώ."
ή
"Συγχωρώ τον εαυτό μου."
Και το νερό, που κάποτε έδειχνε μόνο λάθη,
άρχισε να δείχνει και κάτι άλλο:
πρόσωπα καθαρά, μάτια που έλαμπαν,
καρδιές χωρίς αλυσίδες.
Ολόκληρη η πόλη μαλάκωσε σαν χώμα μετά την πρώτη βροχή.
Καθώς το παιδί περπατούσε προς την έξοδο,
ο φρουρός της πέτρινης πύλης είχε δάκρυα στα μάτια.
Η πέτρα της πύλης είχε γίνει πια χώμα.
Μαλακό, ζωντανό, έτοιμο να φυτρώσει κάτι νέο.
—" Τι έκανες; "ρώτησε ο φρουρός.
Το παιδί χαμογέλασε.
— "Τίποτα. Εσείς συγχωρέσατε."
Κι έτσι, η Πόλη των Σκληρών Καρδιών
έγινε η Πόλη που Ξαναέμαθε
να Αγαπά.
-----------------
**ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Η ΠΟΛΗ ΠΟΥ ΕΧΑΣΕ ΤΗ ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ**
Ύστερα από την πόλη που ξαναέμαθε τη συγχώρεση,
το παιδί συνέχισε το ταξίδι του.
Ο δρόμος μπροστά του έμοιαζε
να είναι φτιαγμένος από στάχτη,
σαν να είχε περάσει από εκεί μια φωτιά που δεν έκαιγε πράγματα αλλά… συναισθήματα.
Στο βάθος εμφανίστηκε μια πόλη με παράθυρα ανοιχτά, μα χωρίς κανένα γέλιο να ξεφεύγει από μέσα.
Κανένα τραγούδι, κανένα βήμα χορευτικό,
καμία φωνή ζεστή.
Ήταν μια πόλη που έμοιαζε σαν να έχει αφήσει την ψυχή της σε αναμονή.
Μια επιγραφή στην είσοδο έλεγε:
"ΕΔΩ ΔΕΝ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΓΙΟΡΤΕΣ"
Το παιδί κατάλαβε ότι η χαρά είχε χαθεί—
όχι επειδή την πήρε κάποιος
αλλά επειδή έπαψαν να την καλλιεργούν.
---
Μπαίνοντας στην πόλη, είδε ανθρώπους να περπατούν προσεκτικά, σχεδόν αθόρυβα,
λες και φοβόντουσαν μήπως ξυπνήσουν
κάποια θλίψη που κοιμόταν στις γωνίες.
Τα πρόσωπά τους δεν ήταν άσχημα.
Ήταν απλώς… άδεια.
Σαν σπίτια χωρίς έπιπλα.
Σαν δωμάτια χωρίς παράθυρο.
Και τα μάτια τους;
Τα μάτια τους είχαν τη σιωπή
ενός ουρανού χωρίς αστέρια.
Στην κεντρική πλατεία υπήρχε μια τεράστια καρδιά φτιαγμένη από φως.
Ή μάλλον, κάποτε ήταν φως.
Τώρα έμοιαζε θαμπή, σαν λάμπα που κουράστηκε από το ίδιο της το άναμμα.
Ένας γέρος καθόταν κοντά της.
Το παιδί κάθισε δίπλα του.
— "Γιατί η καρδιά αυτή δεν λάμπει;"
ρώτησε.
Ο γέρος χαμογέλασε αμυδρά, όχι από χαρά αλλά από συνήθεια.
— "Γιατί ξεχάσαμε να αγαπάμε όπως παλιά."
Όχι με λόγια, παιδί μου.
Με πράξεις.
Το παιδί άγγιξε την καρδιά από φως.
Ένιωσε ψυχρή,
σαν να μην είχε ανάψει εδώ και χρόνια.
---
Τότε, απ’ τη μακριά μεριά της πλατείας,
εμφανίστηκε ένα μικρό κορίτσι με ένα σπασμένο λουλούδι.
Το κρατούσε προσεκτικά,σαν να φοβόταν ότι και το τελευταίο πέταλο θα έπεφτε.
Πλησίασε το παιδί και του είπε:
—" Το βρήκα στο χώμα."
Ήθελα να το δώσω σε κάποιον…
αλλά εδώ κανείς δεν δίνει τίποτα σε κανέναν.
Το παιδί την κοίταξε με εκείνο το απαλό βλέμμα
που δεν υπόσχεται τίποτα αλλά για κάποιον λόγο γιατρεύει.
— "Δώσ’ το σε μένα" είπε.
Το κορίτσι δίστασε.
Ήταν η πρώτη φορά που πρόσφερε κάτι που ακόμα πόναγε.
Και τότε το έκανε.
Άπλωσε το χέρι της και έδωσε το λουλούδι στο παιδί.
---
Με το άγγιγμα αυτό, κάτι απίστευτο συνέβη:
Η καρδιά από φως στην πλατεία έτρεμε,
έλαμψε για μια στιγμή και ύστερα άναψε
σαν να ξύπνησε από βαθύ ύπνο.
Η πόλη είδε το φως ξαφνικά κι απόρησε
Κάποιος κάπου χαμογέλασε.
Κάποιος άλλος είπε "ευχαριστώ".
Ένα παιδί αγκάλιασε τον πατέρα του
χωρίς να υπάρχει λόγος.
Και τότε, σαν να κατέβηκε ένα μικρό θαύμα,
οι άνθρωποι είδαν αυτό που είχαν ξεχάσει:
Η χαρά δεν έρχεται από μόνη της.
Τη γεννάει η αγάπη.
Κάθε φορά που τη μοιράζεις.
---
Σε λίγο, στα παράθυρα εμφανίστηκαν φωνές και γέλια.
Οι δρόμοι γέμισαν μικρά χρώματα,
σαν να είχαν ξεκολλήσει από το ουράνιο τόξο
για να παίξουν με τα παιδιά.
Η πόλη ζωντάνεψε , ενέπνεε αληθινά
Την πρώτη της αναπνοή μετά από πολλά, πάρα πολλά χρόνια.
Οι άνθρωποι μαζεύτηκαν γύρω από το παιδί.
—" Πώς το έκανες;" ρώτησαν.
Το παιδί σήκωσε το λουλούδι ψηλά.
Τα πέταλα του είχαν ήδη ανθίσει ξανά.
— "Η χαρά της αγάπης ήταν πάντα εδώ.
Απλώς περιμένει κάποιον να κάνει την αρχή."
Και η καρδιά στην πλατεία έλαμπε πια τόσο πολύ,
που φώτιζε ακόμη και τα σπίτια που κάποτε φοβόντουσαν το φως.
Το παιδί προχώρησε στον δρόμο,
με το κορίτσι να το κοιτά μέχρι να χαθεί.
Κι έτσι, η Πόλη που είχε ξεχάσει
τη Χαρά της Αγάπης
αναγεννήθηκε
από ένα σπασμένο λουλούδι και ένα μικρό, αληθινό μοίρασμα
----------
**ΤΕΛΟΣ
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΟΥ ΞΥΠΝΗΣΕ**
Το παιδί είχε περπατήσει πολλές μέρες και νύχτες,
έχει δει πόλεις όπου οι καρδιές ήταν βαριές,
όπου τα μάτια είχαν ξεχάσει να βλέπουν,
όπου τα όνειρα κοιμόντουσαν,
όπου η συγχώρεση είχε πεθάνει
και η χαρά της αγάπης είχε χαθεί.
Και όμως, κάθε πόλη που άγγιξε ξύπνησε λίγο,
σαν μικρά φεγγάρια μέσα στη νύχτα,
και η σπίθα μέσα στο παιδί μεγάλωνε,
όχι πια μικρή, αλλά φλόγα.
---
Το παιδί στάθηκε πάνω σε έναν λόφο,
και κοίταξε τον κόσμο κάτω.
Είδε τις πόλεις που είχαν ξαναγεννηθεί:
το Δέντρο των Ονείρων να ανθίζει ξανά,
το Πηγάδι της Συγχώρεσης να γαληνεύει,
την καρδιά στην πλατεία της Χαράς να λάμπει.
Και κατάλαβε κάτι πολύ απλό, αλλά βαθύ:
Το φως δεν είναι κάτι που δίνεις μόνο εσύ.
Είναι κάτι που ξυπνά όταν οι άνθρωποι αποφασίζουν να θυμηθούν
την αγάπη, τη συγχώρεση και τη χαρά.
---
Κάθε πόλη είχε ακόμη δρόμους σκοτεινούς,
αλλά υπήρχαν άνθρωποι που είχαν μάθει πια
να κοιτούν ψηλά,
να κοιτάζουν μέσα τους,
να κρατούν τα χέρια των άλλων.
Το παιδί πήρε τη μικρή σπίθα και την άφησε να πετάξει.
Δεν ήταν πια η δική του, ήταν του κόσμου.
Και τότε συνέβη ένα μικρό θαύμα:
Οι δρόμοι φώτισαν,
τα παράθυρα άνοιξαν,
οι καρδιές γέμισαν ανάσα,
οι άνθρωποι χαμογέλασαν όπως δεν είχαν χαμογελάσει ποτέ.
---
Ο κόσμος, που κάποτε καταρρέε, τώρα στέκονταν όρθιος, όχι τέλειος, αλλά ζωντανός.
Με τις ρωγμές του να θυμίζουν
ότι το φως πάντα επιστρέφει
όταν οι καρδιές είναι έτοιμες να το δεχτούν.
Και το παιδί, κουρασμένο αλλά χαρούμενο,
ξεκίνησε τον δρόμο του ξανά, ξέροντας πως παντού υπάρχουν σπίθες που περιμένουν να γίνουν φωτιά.
Κι έτσι, ο κόσμος ξύπνησε, όχι από μαγεία,
αλλά από την αγάπη, τη συγχώρεση,
την ελπίδα και τα όνειρα
που οι άνθρωποι είχαν ξεχάσει—
κι όμως πάντα κρατούσαν μέσα τους.
Και η νύχτα έλαμψε, σαν την αυγή που κανείς
δεν περίμενε, μα που έφερε φως σε κάθε γωνιά της γης.
--------------
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Κι έτσι, το παιδί στάθηκε για λίγο ακόμη στο λόφο,
κοιτάζοντας τις πόλεις που είχαν αρχίσει
να ανασαίνουν με φως.
Δεν είχε αλλάξει ο κόσμος όλος· είχε αλλάξει εκείνο το μικρό κομμάτι εκεί όπου ου μπορούσε να φτάσει η καρδιά του.
Και ίσως –ίσως αυτό να ήταν αρκετό.
Γιατί οι σπίθες δεν γεννήθηκαν για να γίνουν πυρκαγιές, αλλά για να θυμίζουν
πως το σκοτάδι δεν είναι ποτέ απόλυτο.
Σε κάθε πόρτα που άνοιξε,
σε κάθε βλέμμα που καθάρισε,
σε κάθε ρίζα που ξαναβρήκε τη γη της,
σε κάθε όνειρο που άνθισε ξανά,
σε κάθε καρδιά που μαλάκωσε,
σε κάθε άνθρωπο που αγκάλιασε χωρίς φόβο—
έμεινε μια σπίθα.
Και οι σπίθες ταξιδεύουν.
Από χέρι σε χέρι,
από ανάσα σε ανάσα,
από καρδιά σε καρδιά.
Δεν ζητούν πολλά· μόνο να μείνουν αναμμένες.
Το παιδί χαμογέλασε.
Ήξερε καλά ότι το ταξίδι του
δεν τελείωσε— όχι επειδή ο κόσμος ήταν μεγάλος,
αλλά επειδή υπήρχαν ακόμη άνθρωποι
που δεν είχαν δει το φως μέσα τους.
Γύρισε την πλάτη στις πόλεις που τώρα έλαμπαν πίσω του, κρατώντας τη σπίθα κοντά στο στήθος του, όπως κάποιος κρατά κάτι πολύτιμο
και ζεστό.
Και με βήματα ήρεμα, γεμάτα εμπιστοσύνη,
προχώρησε προς τον δρόμο που άνοιγε μπροστά.
Γιατί όπου υπάρχει καρδιά που ψάχνει ελπίδα,
εκεί υπάρχει πάντα χώρος
για μια νέα σπίθα.
Κι έτσι συνεχίζεται το ταξίδι— ήρεμο, φωτεινό,
και ατελείωτο.
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
Όταν ο κόσμος γύρω σκοτεινιάζει,
μια μικρή σπίθα μπορεί να αλλάξει
τα πάντα.
Ένα παιδί ταξιδεύει μέσα από πόλεις
που έχουν ξεχάσει
την αλήθεια, τα όνειρα και τη ζεστασιά
της αγάπης.
Κρατά στα χέρια του ένα φως
που δεν καίει—μα ξυπνά.
Και με κάθε συνάντηση, μαθαίνει πως
η μεγαλύτερη αλλαγή
ξεκινά από την πιο μικρή, γενναία
πράξη καλοσύνης.
Μια τρυφερή αλληγορική ιστορία,
γεμάτη ελπίδα και φως,
που μας θυμίζει τη δύναμη ενός
και μόνο χεριού
όταν απλώνεται για να βοηθήσει.
Ένα βιβλίο για παιδιά και ενήλικες,
για όσους αναζητούν μια υπενθύμιση
πως, ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές,
το φως βρίσκει πάντα τρόπο να επιστρέψει
αρκεί κάποιος να τολμήσει να το ανάψει.
———
© Ελένη Λούκαρη - Καλαϊτσίδου











