Όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος, τόσο ο νους του πίσω πάει
σαν αλαργινό πουλί με χαρά στο χωριό του ξαναγυρνάει,
τότε που έψαλλε την παραμονή τα κάλαντα με τα παιδιά,
φορώντας κοντοπαντέλονα, μες στην παγωνιά.
Θυμάται τα Χριστούγεννα, τα χρόνια τα παλιά,
μες στην κατάλευκη με χιόνια, μικρή του γειτονιά
"Καλήν εσπέραν άρχοντες αν είναι ορισμός σας .." ψάλλει
και στο σακούλι καλούδια η γειτόνισσα του βάζει .
Γεμίζαν τα σακούλια με μανταρίνια, χαρούπια και γλυκά,
κάποιοι δίναν μες στη χούφτα στραγάλια και λεφτά,
ξεχείλιζαν από χαρά μεγάλη, όλες οι παιδικές ψυχές
μες στο καταχείμωνο, που γλύκαινε από παιδικές φωνές .
κάποιοι δίναν μες στη χούφτα στραγάλια και λεφτά,
ξεχείλιζαν από χαρά μεγάλη, όλες οι παιδικές ψυχές
μες στο καταχείμωνο, που γλύκαινε από παιδικές φωνές .
Κι όταν γυρνούσαν στο σπίτι πριν την σκοτεινιά,
παγωμένα ήταν χέρια, πόδια μύτες και αυτιά,
κάτω από το στολισμένο δέντρο που έστεκε στη γωνιά,
προσπαθούσαν να κάνουν μια δίκαιη μοιρασιά.
Ενώ φάσκιωνε λαχανοντολμάδες με τέχνη η γιαγιά,
ο μπαμπάς έψηνε σουτζουκάκια χοιρινά στη φωτιά,
η μαμά έβραζε κόκορα, που θα 'τρωγαν μετά την εκκλησιά,
γιομάτες καμαρώναν οι πιατέλες με τα ευωδιαστά γλυκά.
Όταν ηχούσαν οι καμπάνες, διαλαλώντας του Χριστού τη γιορτή,
ψάλλαν "Δόξα εν υψίστοις θεώ και επί γης ειρήνη" με Αγγελική Φωνή,
μικροί, μεγάλοι δίναν ευχές, γινόταν μια ζεστή αγκαλιά
και φάνταζε σαν ταπεινή φάτνη όλη η γειτονιά!
Τα Χριστούγεννα είναι γιορτή Αγάπης, Δεσποτική,
στη γη κι ουράνια με " Ωσαννά" πρέπει να δοξαστεί,
κάθε καρδιά το μήνυμα της Γέννησης ν' αφουγκραστεί,
κάθε καρδιά το μήνυμα της Γέννησης ν' αφουγκραστεί,
το Θείο Βρέφος να δοξολογεί, που κουβαλά Φως στη ψυχή .