Η νύχτα που γεννήθηκε η αγάπη ❤️
Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και η πόλη άστραφτε από φώτα.
Κάποιοι περίμεναν στα σπίτια τους
με τα φωτακια από τα στολισμένα
δένδρα μόνο αναμμένα.
Τα παλτά κρέμονταν στις καρέκλες,
τα παιδιά κρατούσαν την ανάσα τους,
και τα χείλη ήταν έτοιμα
να ακολουθήσουν τον πρώτο
χτύπο της καμπάνας
για να πάνε στην εκκλησία.
Όμως υπήρχαν και κάποια σπίτια σιωπηλά
και κάποιες καρδιές που περίμεναν ένα θαύμα.
Στην πλατεία, ένα ορφανό παιδί καθόταν
μόνο .
Κρατούσε ένα ξύλινο αστεράκι και φυσούσε τα χέρια του για να ζεσταθεί.
Λίγο πιο κάτω, ένας άστεγος καθόταν στο πεζοδρόμιο.
Μια ηλικιωμένη, μόνη στο διαμέρισμά της,
κοιτούσε λυπημένη από το παράθυρο
στο δρόμο.
Μα όλοι περίμεναν τις καμπάνες να ηχήσουν,
όμως αυτές δεν ηχούσαν.
Η νύχτα απλωνόταν βαριά , σαν να κρατουσε την ανάσα του ο ουρανός μα και τρυφερή,
σαν την μητέρα που σκύβει πάνω
από το θείο βρέφος στην φάτνη
που ήταν στημένη στην πλατεία.
Και τότε, μέσα στη σιωπή, η αγάπη άρχισε να γεννιέται στο δρόμο , σε κάθε μοναχική και πονεμένη ψυχή ,
Το ορφανό παιδί στην πλατεία
βρήκε μια αγκαλιά και ένα σπίτι
που άνοιξε διάπλατα., γεμάτο
από οικογενειακή θαλπωρή.
Η μια καμπάνα αναστέναξε —
μα δεν χτύπησε ακόμη.
Ο άστεγος που έτρεμε από το κρύο
στο παγκάκι, ένιωσε ζεστασιά
κι ευγνωμοσύνη
από ένα πιάτο φαγητό
και ένα παλτό δοσμένο χωρίς αντάλλαγμα
από κάποιον περαστικό
Μια δεύτερη καμπάνα
ανατρίχιασε σιωπηλά.
Η μοναχική γυναίκα
άκουσε το κουδούνι του σπιτιού
να χτυπά από μια απρόσμενη
επίσκεψη δύο παιδιών,
που της έφεραν κουραμπιέδες
και μελομακάρονα
και γέμισε το σπίτι της
με φωνές και ευφροσύνη.
Και μια τρίτη καμπάνα
ένιωσε κάτι μέσα της να κινείται
Ένα χέρι έσφιξε ένα άλλο
σε θάλαμο νοσοκομείου,
ο φόβος λύγισε κι ο πόνος μαλάκωσε ,
όταν άκουσε μια λέξη παρηγοριάς
" δεν είσαι μόνος"
Κάποιος συγχώρεσε το γείτονά του
που δεν μιλούσε για ρόνια,
από γελοία παρεξήγηση
Κάποιος ξενιτεμένος γύρισε
πίσω στο σπίτι του, μαζί με τα παιδιά του
και χάρηκαν πολύ οι γονείς του
Κάποιος άφησε την περηφάνια του
δίπλα στη φάτνη της πλατείας
Και τότε, όταν η αγάπη είχε περπατήσει στους δρόμους, στα σπίτια τα μοναχικά ,
οι καμπάνες άρχισαν να ψάλλουν όλες μαζί, όχι
με μέταλλικη φωνή αλλά με ανθρώπινη φωνη .
Όχι φυσικά για να καλέσουν τον κόσμο
στην εκκλησία, αλλά για να τους πουν
πως η Εκκλησία είχε ήδη ανοίξει
μέσα στις καρδιές τους.
Ο κόσμος με δάκρυα στα μάτια
βγήκε από τα σπίτια,
και περπάτησε στο φως.
Κι όλα τα χείλη έψαλλαν:
"Χριστός γεννάται, δοξάσατε.
Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε.
Χριστός επί γης, υψώθητε.
Άσατε τῷ Κυρίῳ, πάσα ἡ γῆ,
καὶ ἐν εὐφροσύνῃ
ἀνυμνήσατε λαοί,
ὅτι δεδόξασται."
Και καθώς ο ύμνος ανέβαινε,
ο ουρανός γεμάτος άστρα χαμήλωσε .
"Ἰδών ὁ Κτίστης ὀλλύμενον
τὸν ἄνθρωπον,
χερσὶν ὃν ἐποίησεν,
κλίνας οὐρανούς κατέρχεται…"
Όχι για να κατοικήσει μόνο σε φάτνη,
μα σε κάθε πράξη ελέους, αγάπης, συμπόνοιας
σε κάθε δάκρυ που σκούπισε άλλο δάκρυ.
"Σοφία, Λόγος καὶ Δύναμις…
ἐνανθρωπήσας ἀνεκτήσατο ἡμᾶς,
ὅτι δεδόξασται."
Κι από εκείνη τη νύχτα,
όταν οι καμπάνες σωπαίνουν,
ο κόσμος ξέρει: ότι περιμένουν
να γεννηθεί ξανά η Αγάπη.
Και όταν γεννηθεί,
ψάλλουν όλα τα χείλη μαζί:
Χριστός γεννάται — δοξάσατε.
Γιατί ο Χριστός δεν γεννήθηκε
μόνο στη φάτνη,
μα σε κάθε πράξη ελέους , καλοσύνης,
αγάπης συμπόνοιας και συγχώρεσης
Και από τότε,
κάθε φορά που κάποιος αγαπά,
είναι Χριστούγεννα ξανά
.