Ένα ολόχρυσο παλάτι έχω κτίσει
στου έναστρου τα μέρη,
της ζωής μου το γινάτι εκεί να σβήσει
και όσα βάσανα μου έχει φέρει.
Κήπους έφτιαξα με λουλούδια που μοσχοβολάνε,
το χάδι μου όταν τους αγγίζει, σκορπούνε γλυκές ευωδιές,
Φύτεψα, αμυγδαλιές και πασχαλιές για τα πουλιά να κελαιδάνε
χαρούμενα στις φυλλωσιές να χτίζουνε φωλιές .
Σαν βασιλιάς αστράφτω τώρα πάνω σε ολόχρυσο θρόνο,
βελούδινο μανδύα έχω ριχτό στους ώμους.
Οι δούλοι μου και μουσικοί με κοιτούν με φθόνο
γεμάτα τραπέζια με φαγιά, οίνο, και κόπους.
Τους δούλους μου καλώ να καθίσουν κοντά μου,
τους κερνάω μπρούσικο και γλυκό κρασί,
οι μουσικοί με μελωδίες υμνούν την αφεντιά μου
και τον ερχομό της αληθινής αγάπης στη γη.
Ξάφνου με φως φωτίστηκε η κάμαρά μου,
ξεπρόβαλε στον ορίζοντα η χρυσή Αυγή
σβήσαν τ' άστρα και τα όνειρά μου,
βλέποντας με ντροπή την φτωχική μου την αυλή!
Τέλειωσαν τ' όνειρα κι έλαμψε η αλήθεια,
ξύπνησα με φως αγάπης μέσα στην ψυχή,
τα χρυσά, μαλαματένια, γίνονται συνήθεια,
όταν δεν υπάρχει η αγάπη στη ζωή .