Η Αννούλα ήταν μια γυναίκα γεμάτη ζωή και χαμόγελο, πάντα πρόθυμη να δώσει μια ζεστή αγκαλιά ή μια λέξη παρηγοριάς. Με τα χρόνια, η ζωή της άλλαξε χωρίς προειδοποίηση. Διαγνώστηκε με νόσο Αλτσχάιμερ, και μαζί με τη μνήμη της άρχισαν να χάνονται και κομμάτια της καθημερινής της ανεμελιάς.
Η φροντίδα της Αννούλας απαιτούσε υπομονή, γνώση και αφοσίωση. Έτσι οι συγγενείς της αποφάσισαν με τη σύμφωνη γνώμη της Αννούλας όταν ένιωθε καλά , να προσλάβουν ένα άνδρα να την φροντίζει , που είχε κάνει ειδικές σπουδές πάνω στο αντικείμενο αυτό.
Οι πρώτες μέρες ήταν δύσκολες για όλους γύρω της. Τα ονόματα συγγενών μπερδεύονταν, οι ώρες χάνονταν σαν νερό, και η Αννούλα συχνά ένιωθε χαμένη μέσα στον ίδιο της τον χώρο. Η οικογένειά της βίωνε συναισθήματα σύγχυσης, θλίψης και φόβου. Όμως, μέσα σε αυτή τη θύελλα, η αγάπη παρέμενε σταθερή σαν φάρος.
Ο φροντιστής της ήξερε πολύ καλά ότι η αγάπη από μόνη της δεν αρκεί· χρειάζεται κατανόηση της νόσου, παρατήρηση των αλλαγών και προσαρμογή στις ανάγκες της. Κάθε μέρα ήταν ένα νέο κεφάλαιο, κάποια λόγια χάνονταν, αλλά τα χαμόγελα και οι αγκαλιές έμεναν.
Μια μέρα ο φροντιστής , είχε αγοράσει μια μικρή μπάλα, δώρο για το γιο του. Η Αννούλα μόλις την αντίκρυσε , ζήτησε να την πάρει στα χέρια της.
Την κράτησε σφιχτά στα χέρια της σαν θησαυρό, την κοιτούσε με ένα βλέμμα γεμάτο νοσταλγία και χαμόγελο. Μπορεί να φαινόταν ασήμαντο σε κάποιον άλλο, αλλά για εκείνη, η μπάλα ήταν συνδεδεμένη με αναμνήσεις που η νόσος της άρχιζε σιγά σιγά να της κλέβει.
Κάποιες φορές ξεχνούσε πού είχε αφήσει τα γυαλιά της, όμως, η μπάλα παρέμενε εκεί κοντά της, σαν ένα μικρό φως μέσα στη θολή της μνήμη..
Κάποιες φορές την έβρισκε σε λάθος μέρος, αλλά η χαρά της όταν την κρατούσε ήταν αληθινή. Αυτή η μικρή μπάλα έγινε σύμβολο ότι, ακόμα και όταν η μνήμη φεύγει, κάποια πράγματα παραμένουν, Έγινε γέφυρα ανάμεσα στο πριν και στο τώρα.
Παρά τις δυσκολίες, υπήρχαν μικρές στιγμές μαγείας. Η Αννούλα θυμόταν για λίγο τις αγαπημένες της ιστορίες, γελούσε με παιδικές αναμνήσεις, ή τραγουδούσε ένα αγαπημένο τραγούδι. Αυτές οι στιγμές ήταν το φως που έδινε νόημα στη φροντίδα, υπενθυμίζοντας ότι η αγάπη δεν χάνεται ποτέ. Κάθε μέρα ο φροντιστής έπρεπε να βρει την ισορροπία ανάμεσα στην αγάπη και στη γνώση της νόσου και δεν ήταν καθόλου εύκολη.
Με τον καιρό, η σχέση ανάμεσα στην Αννούλα και τον φροντιστή της έγινε σύμβολο αλληλεγγύης. Η αγάπη τους δεν εξαντλήθηκε, αλλά ενισχύθηκε από τη γνώση και την κατανόηση. Κάθε χειρονομία, κάθε χαμόγελο, κάθε αγκαλιά διατήρησε τη σύνδεση τους ζωντανή, ακόμη και όταν οι λέξεις έχαναν το νόημά τους.
Η ιστορία της Αννούλας δεν είναι μόνο ιστορία απώλειας· είναι ιστορία φροντίδας, αφοσίωσης και αγάπης που αντέχει τα πάντα. Μας διδάσκει ότι η αγάπη, συνδυασμένη με τη γνώση, μπορεί να φέρει φως ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές και ότι η ψυχική σύνδεση δεν σβήνει ποτέ, όσο κι αν η μνήμη φεύγει.
© Ελένη Λούκαρη - Καλαϊτσίδου