Η Ελένη αγαπούσε να πηγαίνει στο σπίτι της γιαγιάς της. Εκεί υπήρχε μια μεγάλη ξύλινη βιβλιοθήκη γεμάτη βιβλία – άλλα χρυσά και λαμπερά, άλλα παλιά και τριμμένα, άλλα με σελίδες που μύριζαν βανίλια και σκόνη. Η γιαγιά της συνήθιζε να της λέει:
«Κάθε βιβλίο είναι μια ανάμνηση. Όταν τα διαβάζουμε, ξαναζούμε τη ζωή μας».
Με τον καιρό, η Ελένη παρατήρησε κάτι παράξενο. Κάποια βιβλία εξαφανίζονταν από τα ράφια. Άλλα έχαναν σελίδες ή μπέρδευαν τις ιστορίες τους. Η γιαγιά έψαχνε να βρει την αρχή ή το τέλος, μα δεν τα έβρισκε.
«Μα γιαγιά, πού πήγαν τα βιβλία;» ρώτησε ένα βράδυ.
Η γιαγιά χαμογέλασε αχνά: «Ορισμένα ταξιδεύουν μακριά. Μα ακόμα κι αν λείπουν, η καρδιά θυμάται πως κάποτε τα διάβασε».
Η Ελένη τότε αποφάσισε να γίνει η μικρή «βιβλιοθηκάριος» της. Κάθε μέρα της διάβαζε φωναχτά, κρατούσε σημειώσεις και έγραφε ξανά τις χαμένες σελίδες. Δεν ήταν πάντα ίδιες όπως πριν, μα γέμιζαν αγάπη.
Έτσι, η βιβλιοθήκη της γιαγιάς μπορεί να έχανε κάποια βιβλία, αλλά ποτέ δεν έπαψε να έχει φως. Γιατί εκείνο που μένει, όταν οι ιστορίες σβήνουν, είναι η αγκαλιά και η ζεστασιά που τις κρατά ζωντανές.
© Ελένη Λούκαρη Καλαϊτσίδου
No comments:
Post a Comment