Τα Δώρα που Δεν Χάνονται Ποτέ
Μια Πρωτοχρονιάτικη Ιστορία
Κεφάλαιο 1 – Οι Πρωτοχρονιές που Μύριζαν Αγάπη
Κάθε Πρωτοχρονιά είχε τη δική της μαγεία.
Το σπίτι γέμιζε μυρωδιές από γλυκά, ζεστό φως και γέλια που έφταναν ως το ουρανό
Ο μικρός Νικόλας πάντα ξυπνούσε πριν ξημερώσει, όχι για τα δώρα — αλλά για να δει το χαμόγελο των γονιών του.
Ο μπαμπάς του έκανε πως άκουγε κουδουνάκια έξω από το παράθυρο.
Η μαμά του του ψιθύριζε: "Κλείσε τα μάτια… ο Άγιος Βασίλης δεν αγαπά τα περίεργα παιδάκια".
Κι όταν άνοιγε τα μάτια του, τα δώρα ήταν εκεί, κάτω από το δένδρο.
Όχι μεγάλα.
Μα γεμάτα αγάπη.
Ένα βιβλίο με ιστορίες Χριστουγεννων , για όνειρα.
Ένα κασκόλ πλεγμένο με υπομονή
Ένα ξύλινο καραβάκι, για να θυμάται πως η ζωή πάντα συνεχίζει το ταξίδι της.
Κάθε δώρο έκρυβε μια αγκαλιά.
Κεφάλαιο 2 – Η Νύχτα που Άλλαξε τα Πάντα
Ήρθε όμως μια Πρωτοχρονιά διαφορετική.
Χωρίς γέλια.
Χωρίς μυρωδιές.
Χωρίς φωνές.
Ένα αυτοκίνητο.
Μια καλή στιγμή.
Μια απροσεξία .
Και ξαφνικά, ο κόσμος του Νικόλα γκρεμιστηκε.
Οι γονείς του δεν γύρισαν ποτέ. Ευτυχώς ζούσαν μαζί τους ο παππούς και η γιαγιά .
Το σπίτι έμεινε ίδιο, μα φαινόταν άδειο.
Το ρολόι συνέχιζε να χτυπά, μα ο χρόνος είχε σταματήσει μέσα του.
Το χαμόγελο χάθηκε από τα χείλη του .
Κι εκείνος, μικρός ακόμη, προσπαθούσε να καταλάβει πώς γίνεται να αγαπάς κάποιον που δεν μπορείς πια να αγκαλιάσεις.
Κεφάλαιο 3 – Το Κουτί με τις Αναμνήσεις
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ο Νικόλας άνοιξε μια μεγάλη κούτα.
Εκεί φύλαγε όλα τα δώρα των προηγούμενων χρόνων.
Τα άγγιζε προσεκτικά, σαν να φοβόταν μην σβήσουν οι αναμνήσεις.
Κάθισε στο πάτωμα και ψιθύρισε:
"Άγιε μου Βασίλη… φέτος δεν θέλω τίποτα.
Θέλω μόνο να τους πεις εκεί στον ουρανό όταν θα πας πως μου λείπουν."
Έξω, ο ουρανός άρχισε να φωτίζεται απαλά. Πλησίαζαν μεσάνυχτα Πρωτοχρονιάς
Κεφάλαιο 4 – Ο Επισκέπτης της Σιωπής
Ξαφνικά, ένα ζεστό φως γέμισε το δωμάτιο.
Όχι εκτυφλωτικό — παρηγορητικό.
Ο Άγιος Βασίλης στεκόταν εκεί.
Όχι όπως στις ζωγραφιές, αλλά σαν κάποιος που καταλαβαίνει τον πόνο.
Κάθισε δίπλα στον Νικόλα.
"Το Ξέρουν" , του είπε ήρεμα.
"Ξέρουν πόσο τους αγαπάς. Και σ’ αγαπούν κι εκείνοι — κάθε στιγμή." Σε προσέχουν "
Ο Νικόλας ένιωσε την καρδιά του να τρέμει… μα όχι από φόβο.
Κεφάλαιο 5 – Το Δώρο της Μνήμης
Ο Άγιος Βασίλης άφησε μπροστά του ένα μικρό κουτί.
Μέσα υπήρχε ένα ρολόι.
Δεν μετρούσε ώρες.
Μετρούσε στιγμές αγάπης.
Κάθε φορά που ο Νικόλας θα θυμόταν το γέλιο τους,
κάθε φορά που θα έκανε κάτι καλό όπως του είχαν μάθει,
το ρολόι θα χτυπούσε σιωπηλά μέσα στην καρδιά του.
"Αυτό είναι το πιο μεγάλο δώρο", είπε ο Άγιος Βασίλης.
"Η αγάπη δεν χάνεται. Γίνεται δύναμη."
Κεφάλαιο 6 – Η Νέα Αρχή
Όταν το ρολόι χτύπησε δώδεκα, ο Άγιος Βασίλης είχε φύγει.
Μα ο Νικόλας δεν ένιωθε πια μόνος.
Ένιωθε πως οι γονείς του περπατούσαν δίπλα του —
στις σκέψεις του, στις πράξεις του, στην καρδιά του.
Ένιωθε την ανάσα τους , την μυρωδιά τους.
Και εκείνη η Πρωτοχρονιά δεν ήταν το τέλος.
Ήταν μια αρχή.
Γιατί κάποια δώρα δεν τα κρατάς στα χέρια…
τα κουβαλάς μέσα σου για πάντα.
Κεφάλαιο 7 –Όταν η Αγάπη Μαθαίνει να Μιλά
Οι μέρες πέρασαν ήσυχα μετά την Πρωτοχρονιά.
Ο Νικόλας δεν ένιωθε πια το σπίτι τόσο άδειο.
Όχι γιατί είχε ξεχάσει — αλλά γιατί είχε μάθει να ακούει αλλιώς.
Μερικές φορές, όταν καθόταν μόνος στο δωμάτιό του, ένιωθε μια γαλήνη να τον αγκαλιάζει.
Σαν να του ψιθύριζε κάτι γνώριμο: "Είμαστε εδώ… απλώς με διαφορετικό τρόπο."
Άρχισε να μιλά στους γονείς του χαμηλόφωνα.
Τους έλεγε για τη μέρα του, για τα όνειρά του, για όσα τον φόβιζαν και για όσα τον έκαναν να χαμογελά.
Και κάθε φορά που το έκανε, κάτι μικρό συνέβαινε: ένα φως άναβε πιο ζεστό,
ένα φύλλο χόρευε έξω απ’ το παράθυρο,
η καρδιά του γινόταν λίγο πιο ανάλαφρη.
Κεφάλαιο 8 –Το Μυστικό των Μικρών Πράξεων
Μια μέρα, ο Νικόλας βοήθησε ένα άλλο παιδί που έκλαιγε στο πάρκο.
Του έδωσε το κασκόλ του — εκείνο που του είχε πλέξει η μαμά του.
Και τότε το κατάλαβε.
Η αγάπη δεν φεύγει.
Μεγαλώνει όταν τη μοιράζεσαι.
Κάθε καλή πράξη ήταν σαν να άναβε ένα μικρό φως μέσα του.
Και όλα αυτά τα φώτα μαζί έφτιαχναν έναν δρόμο —
έναν δρόμο που τον οδηγούσε μπροστά, χωρίς να αφήνει πίσω όσα αγαπούσε.
Κεφάλαιο 9 –Το Δώρο που Συνεχίζει
Ένα βράδυ, καθώς κοίταζε τ’ αστέρια, ένιωσε κάτι γνώριμο.
Όχι λύπη.
Γαλήνη.
Και τότε κατάλαβε πως οι γονείς του δεν ήθελαν να τον βλέπουν λυπημένο.
Ήθελαν να τον δουν να ζει, να αγαπά, να ονειρεύεται.
Και κάπου ανάμεσα στ’ αστέρια,
η αγάπη τους χαμογέλασε ξανά.
Γιατί κάποια δώρα δεν τελειώνουν ποτέ.
Περνούν από καρδιά σε καρδιά
και κάνουν τον κόσμο λίγο πιο φωτεινό.
Κεφάλαιο 10 –Τα Χρόνια που Πόνεσαν και Δυνάμωσαν
Τα χρόνια πέρασαν και ο Νικόλας μεγάλωσε.
Το παιδί έγινε έφηβος — με σκέψεις βαριές, ερωτήσεις που δεν είχαν πάντα απάντηση και μια καρδιά που μάθαινε σιγά σιγά να αντέχει.
Υπήρχαν μέρες που ένιωθε θυμό.
Όχι με τους γονείς του…
με τον κόσμο που συνέχισε σαν να μη συνέβη τίποτα.
Άλλες φορές, η λύπη ερχόταν ξαφνικά, σαν κύμα.
Τον έπιανε όταν έβλεπε οικογένειες να γελούν,
όταν άκουγε κάποιον να λέει "μαμά" ή "μπαμπά".
Κι όμως — δεν ήταν πια μόνος.
Είχε μάθει να μιλά γι’ αυτό που πονούσε.
Να γράφει, να περπατά, να κοιτά τον ουρανό και να θυμάται χωρίς να σπάει.
Κάθε φορά που ένιωθε να λυγίζει, άγγιζε εκείνο το μικρό ρολόι.
Και μέσα του άκουγε μια γνώριμη φωνή:
"Είμαστε περήφανοι για σένα."
Τότε στεκόταν λίγο πιο ίσιος.
Όχι γιατί ο πόνος έφυγε —
αλλά γιατί έμαθε να περπατά μαζί του.
Κεφάλαιο 11-- Όταν η Αγάπη Γίνεται Φως
Τα χρόνια πέρασαν ξανά.
Ο Νικόλας μεγάλωσε, αγάπησε, πόνεσε, ξανασηκώθηκε.
Έμαθε πως η απώλεια δεν σε μικραίνει·
σε βαθαίνει.
Μια μέρα, καθώς περπατούσε μόνος, στάθηκε μπροστά σε ένα παιδί που έκλαιγε.
Το ίδιο βλέμμα που κάποτε είχε κι εκείνος.
Κάθισε δίπλα του, χωρίς πολλά λόγια.
Του χαμογέλασε όπως του είχαν χαμογελάσει κάποτε.
Και τότε κατάλαβε.
Δεν είχε χάσει τους γονείς του.
Τους κουβαλούσε μέσα του —
στον τρόπο που άκουγε,
στον τρόπο που φρόντιζε,
στον τρόπο που αγαπούσε.
Η αγάπη τους είχε γίνει κομμάτι του κόσμου.
Κεφάλαιο 12 – Εκεί Που Όλα Σμίγουν
Κάποιο βράδυ, καθώς ο ουρανός γέμιζε αστέρια,
ο Νικόλας χαμογέλασε ήσυχα.
Δεν πονούσε πια όπως παλιά.
Υπήρχε μόνο ευγνωμοσύνη.
Κατάλαβε πως οι άνθρωποι που αγαπάμε
δεν φεύγουν ποτέ στ’ αλήθεια.
Γίνονται φως στις σκοτεινές μας ώρες.
Γίνονται φωνή όταν σωπαίνουμε.
Γίνονται αγάπη που περνά από γενιά σε γενιά.
Και τότε, για πρώτη φορά μετά από χρόνια,
ψιθύρισε χωρίς δάκρυα:
"Είστε εδώ… και θα είστε πάντα."
Γιατί η αγάπη δεν έχει τέλος.
Μόνο συνέχεια.
Γιατί ..
Κάποιοι δεν φεύγουν ποτέ.
Απλώς σωπαίνουν και πάντα μας προσέχουν
Γίνονται φως που ξέρει τον δρόμο όταν σκοτεινιάζει.
Γίνονται ανάσα όταν κουραζόμαστε,
μνήμη όταν φοβόμαστε να θυμηθούμε,
ελπίδα όταν νομίζουμε πως όλα τελείωσαν.
Δεν τους βλέπουμε πια —
μα μας κρατούν το χέρι
κάθε φορά που τολμάμε να συνεχίσουμε.
Κι αν κάποτε η καρδιά βαραίνει,
ας θυμόμαστε:
ό,τι αγαπήθηκε αληθινά
δεν χάνεται.
Γίνεται φως μέσα μας.
Γίνεται δρόμος.
Γίνεται αγάπη που δεν τελειώνει.
Και εκεί,
σε εκείνο το απαλό φως,
σμίγουν ξανά όλες οι αγκαλιές. 🤍

No comments:
Post a Comment