Η πέτρα και το ποτάμι
Σε μια χαράδρα κυλούσε ένα ποτάμι. Τα νερά του ήταν ανήσυχα, γεμάτα ζωή, και δεν σταματούσαν ποτέ.
Στην όχθη του υπήρχε μια μεγάλη πέτρα. Στεκόταν ακίνητη, βαριά, αιώνια. Κάθε μέρα έβλεπε το ποτάμι να περνά και να αλλάζει. Άλλοτε γεμάτο από βροχές, άλλοτε ήρεμο και διάφανο.
– Γιατί βιάζεσαι τόσο; ρώτησε η πέτρα.
– Γιατί αυτό είναι η ζωή μου, να κυλώ, να προχωρώ, να ταξιδεύω, απάντησε το ποτάμι.
– Μα εγώ μένω εδώ σταθερή, δεν φεύγω ποτέ. Δεν φοβάμαι να χαθώ.
– Κι όμως, χωρίς να το καταλάβεις, κι εσύ αλλάζεις. Κάθε μέρα τα νερά μου σε λειαίνουν λίγο περισσότερο. Δεν το βλέπεις, αλλά ο χρόνος σε σμιλεύει όπως κι εμένα.
Η πέτρα σιώπησε. Κατάλαβε ότι η ακινησία της δεν ήταν αιωνιότητα· ήταν απλώς ένας άλλος τρόπος αλλαγής.
Κι έτσι, η πέτρα κι το ποτάμι έμειναν μαζί: το ένα να σμιλεύει, το άλλο να αφήνεται να σμιλεύει. Δυο διαφορετικοί τρόποι να ζεις, που όμως τελικά μοιράζονταν τον ίδιο χρόνο.
No comments:
Post a Comment