Έφυγες γιε μου σε άγνωστη και μυστική μιαν ώρα
για ένα ταξίδι ατέλειωτο με δίχως γυρισμό,
ατέλειωτη είναι σπλάχνο μου η ερημιά μου τώρα
και ψάχνω σε κάθε δωμάτιο άδικα να σε δω.
Το σπίτι μας έμεινε κλειστό κι έτσι πάντα θα μένει
και κάθε διαβάτης θα κοιτά με δάκρυα στη ματιά
ως και αυτή η στέγη μας στα πένθιμα ντυμένη
κάθε πουλί περαστικό δεν θα κουρνιάζει πια.
Μοσχοβολάει από γιασεμιά το σπίτι μας καλέ μου
σαν Άγιος Επιτάφιος, Μεγάλης Παρασκευής,
όπου κι αν είσαι εκεί ψηλά έλα και ζητησέ μου
να συνεχίσω τα όνειρα, που δεν πρόλαβες να μου πεις.
Όμως αγόρι μου γλυκό στα άχαρα βραδινά μας
έλα και μπες στο σπίτι μας λίγο να κοιμηθείς
κι ας στερέψουν τα δάκρυα στην κρύα τη ματιά μας
μη και τα δεις στα μάτια μας κι άδικα πληγωθείς.
Ας είσαι ο καθημερινός του δρόμου μας διαβάτης,
που στέκεται σιωπηλός και βλέπει κατά δω,
ο ίσκιος σου παλικάρι μου σαν νύχτας επιστάτης,
να με φωνάζει με τ΄όνομα, να έβγω να σε δω.
Πιες απ΄ το δισκοπότηρο το άχραντο κρασί σου
αυτό, που άγιοι στον παράδεισο θα σε κερνούν πολλοί
και μη σκιαχτείς απ΄το άπειρο, το μαύρο αντικρύ σου,
γιατί η στοργή μας ΄Αγιο Φως εσένα ακολουθεί...Β.Α.
Ας είναι ελαφρύ σκέπασμα το χώμα της Βεροιώτικης γης